Δεν ξέρω πόσα βιβλία υπήρχαν σ’ ένα σπίτι τα χρόνια εκείνα. Πιστεύω πως δε θα ήταν πολλά, γιατί ο πολύς ο κόσμος δεν ήξερε να διαβάζει. Στο σπίτι μου ωστόσο , πέρα από τα ψαλτικά του πατέρα μου (Ωρολόγια ,Μηναία κι εκείνα με τις νότες βυζαντινής μουσικής ), υπήρχαν ακόμα ο Καζαμίας, ο Ονειροκρίτης και το βιβλίο της Κασσιανής. Την ιστορία της Κασσιανής την είχαμε ακούσει απ’ τους γονείς κι απ’ τη γιαγιά μας τόσες φορές, που την ξέραμε πια απέξω.
Η Κασσιανή γεννήθηκε στο Βυζάντιο γύρω στα 810 μ.Χ. Θα ήταν περίπου 20 χρονών, όταν η μητέρα του βασιλιά Θεόφιλου, που ήταν ακόμα άγαμος, οργάνωσε στο παλάτι ένα είδος καλλιστείων για να εκλέξει ο νεαρός αυτοκράτορας εκείνη που θα γινόταν σύζυγός του και αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Δώδεκα πανέμορφες αρχοντοπούλες είχαν παραταχθεί στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού καρδιοχτυπώντας σε ποια θα έδινε ο βασιλιάς το χρυσό μήλο, σημάδι της εκλογής του. Ανάμεσά τους και η Κασσιανή. Ο Θεόφιλος , θαμπωμένος από την ομορφιά της, στάθηκε μπροστά της έτοιμος να της προσφέρει το χρυσό μήλο. Προτού το κάνει όμως, θέλησε να δοκιμάσει και την πνευματική της καλλιέργεια και χαμογελώντας τής είπε :
«Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα»(από τη γυναίκα , λοιπόν , πηγάζουν όλα τα κακά ),υπονοώντας την Εύα με το προπατορικό αμάρτημα. Η Κασσιανή ,χωρίς καθόλου να διστάσει, με θαυμαστή ετοιμότητα απάντησε στον βασιλιά : « Αλλά και εκ γυναικός πηγάζει τα κρείττω» (αλλά κι από τη γυναίκα πηγάζουν όλα τα καλά),υπονοώντας την Παναγία, που γέννησε τον Σωτήρα του Κόσμου. Ο Θεόφιλος ,που δεν περίμενε μια τέτοια εύστροφη απάντηση, τη θεώρησε αυθάδεια και προσβολή στο πρόσωπό του. Προχώρησε και πρόσφερε το χρυσό μήλο στη σεμνή και ταπεινή Θεοδώρα, που έγινε έτσι αυτοκράτειρα του Βυζαντίου.
Η Κασσιανή εγκατέλειψε τα εγκόσμια, έχτισε μοναστήρι και ως μοναχή πέρασε την υπόλοιπη ζωή της αφιερωμένη στην προσευχή, τη μελέτη και τη συγγραφή. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εκκλησιαστική ποίηση. Τα ποιήματά της χαρακτηρίζονται από ευλάβεια, πρωτοτυπία ιδεών και τρυφερό καλλιτεχνικό αίσθημα ( Αι γενεαί πάσαι, Κύματι θαλάσσης κ.ά.).Θεωρείται από τους σπουδαιότερους υμνογράφους και μελωδούς της Εκκλησίας μας. Από τα ποιήματά της εκείνο που συγκινεί περισσότερο τη λαϊκή ψυχή είναι το ιδιόμελο που ψέλνεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης και αναφέρεται στην πόρνη που άλειψε με μύρα τον Χριστό λίγες μέρες πριν από τη σταύρωση και την ταφή Του. Είναι γνωστό ως « τροπάριο της Κασσιανής » και αρχίζει με τις λέξεις « Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή …».
Το περιστατικό της αμαρτωλής γυναίκας το αφηγούνται με κάθε λεπτομέρεια οι ευαγγελιστές Λουκάς (Ζ΄, 36-50) και Μάρκος ( Ι/΄,3-9 ) :
Ο Ιησούς βρισκόταν στο σπίτι του φαρισαίου Σίμωνα καθισμένος, όπως συνηθιζόταν τότε, δίπλα στο τραπέζι για φαγητό. « Και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός …κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε, και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω…». Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους αγανάκτησαν για την απώλεια του πολύτιμου μύρου και λέγανε μεταξύ τους πως αυτό θα μπορούσε να πουληθεί και να δοθούν τα χρήματα στους φτωχούς . Και μάλωναν τη γυναίκα. Ο Χριστός όμως τους είπε :«Αφήστε τη γυναίκα ήσυχη .Γιατί τη στενοχωρείτε; Αυτό που έκανε ήταν μια όμορφη πράξη σε μένα. Πρόλαβε να αλείψει το σώμα μου με μύρο και να με ετοιμάσει για ενταφιασμό ( λίγες μέρες πριν από τη σταύρωση και την ταφή μου ). Αλήθεια σάς λέγω πως σ’ όποιο μέρος ολόκληρου του κόσμου κηρυχθεί το Ευαγγέλιο τούτο, θα ακουστεί και αυτό που έκαμε αυτή και θα είναι για μνημόσυνό της. Είπε δε προς τη γυναίκα: Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εν ειρήνη.
Πέρασαν οχτακόσια τόσα χρόνια από τότε που διαδραματίστηκε το περιστατικό αυτό και ήλθε η Κασσιανή με το υπέροχο ποίημά της να εκφράσει όλη τη συντριβή ,την ταπείνωση και τη μετάνοια της αμαρτωλής γυναίκας, της« αλειψάσης τον Κύριον μύρω » :
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Ο Θεόφιλος δεν μπορούσε να διώξει από τον νου του την εικόνα της Κασσιανής. Ο έρωτάς του γι’ αυτήν, αντί να σβήσει, μεγάλωνε. Άρχισε να ψάχνει όλα τα γυναικεία μοναστήρια για να τη βρει. Και τελικά έφτασε σ’ αυτό που εκείνη κρυβόταν. Η παράδοση αναφέρει πως ο Θεόφιλος με την ακολουθία του έφτασε στο μοναστήρι την ώρα που η Κασσιανή ,κλεισμένη στο κελί της ,τέλειωνε το τροπάριο για την αμαρτωλή γυναίκα κι έγραφε τους στίχους « καταφιλήσω τους αχράντους Σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις…»
( θα φιλήσω πολλές φορές με λατρεία τα άχραντα πόδια Σου και θα τα σκουπίσω με τις μπούκλες των μαλλιών μου … ).
Εκείνη τη στιγμή η Κασσιανή άκουσε τον καλπασμό των αλόγων της βασιλικής ακολουθίας. Κατάλαβε ότι ήταν ο Θεόφιλος. Άφησε ατέλειωτο το τροπάριο κι έσπευσε να εξαφανιστεί στις κρύπτες του μοναστηριού. Ο Θεόφιλος έφτασε στο κελί της Κασσιανής, βρήκε το μισοτελειωμένο ποίημα και πρόσθεσε σ’ αυτό τους τελευταίους στίχους
« ων εν τω Παραδείσω Εύα τω δειλινώ κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη .»
(των οποίων – ποδιών σου – τον θόρυβο των βημάτων ,όταν άκουσε την ώρα του δειλινού η Εύα στον Παράδεισο, κρύφτηκε από τον φόβο της ).
Ο Θεόφιλος με τους στίχους αυτούς υπονοούσε βέβαια την Κασσιανή που κρύφτηκε ,όταν κατάλαβε τον ερχομό του. Ίσως για να μην την προδώσει η καρδιά της.
Πριν από πολλά χρόνια αποτόλμησα μια μεταφορά του τροπάριου της Κασσιανής στη νεοελληνική γλώσσα. Το έκανα , γιατί το ένιωθα ως ψυχική ανάγκη, και όχι βέβαια για να δρέψω δάφνες ποιητή :
Κύριε, η γυναίκα η κυλισμένη μες τον βούρκο,
σαν ένιωσε το θεϊκό Σου μεγαλείο,
πήρε τη στράτα μυροφόρου
και μύρα, πριν Σε θάψουνε, Σου φέρνει.
Κοιτάζει τα σκοτάδια της ψυχής της,
την τρέλα ακολασίας που την καίει,
δέρνεται από μαύρη απελπισιά και λέει:
– Την αμαρτία αγάπησα, Χριστέ ,
μ’ αγάπη σκοτεινή και κολασμένη,
χωρίς αχτίνες φεγγαριού λουσμένη…
Μα, να ! Πηγές τα δάκρυά τώρα,
που απ’ της ψυχής τα βάθη αναπηδάνε,
στα πόδια Σου τα θεϊκά κυλάνε …
Και τα νερά της θάλασσας σύννεφα , Συ, που κάνεις,
παρακαλώ Σε δέξου τα …
Άκου τους αναστεναγμούς , που απ’ την καρδιά μου βγαίνουν,
Συ , που άφησες τους ουρανούς κι έγινες Γιος τ’ Ανθρώπου.
Τ’ άχραντα πόδια Σου φιλώ! Με δάκρυα τα ποτίζω
και με τις δυο πλεξούδες μου σκύβω και τα σφουγγίζω,
τον ήχο των βημάτων τους , που άκουσ’ ένα δείλι
η Εύα στον Παράδεισο κι από τον φόβο εκρύβη.
Τις τόσες αμαρτίες μου, τις άγνωστες βουλές Σου ,
να ξεδιαλύνει ποιος μπορεί, Σωτήρα της ψυχής μου ;
Μην παραβλέψεις , Κύριε, την ταπεινή Σου δούλη,
Εσύ, που η ευσπλαχνία σου διαμετρημό δεν έχει …
Για την Κασσιανή γράφτηκαν πολλά δράματα, ποιήματα και διηγήματα.
Το Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας την έχει ανακηρύξει αγία.
Τη μνήμη της τιμάμε στις 7 Σεπτεμβρίου.
Κορυφαίοι τεχνίτες του λόγου μετέγραψαν το τροπάριο της Κασσιανής στην καθομιλούμενη γλώσσα :
Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’αμέτρητο έλεος.
Ο Κωστής Παλαμάς το απέδωσε στη δημοτική με τον δικό του τρόπο :
Η Κασσιανή
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ΄ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
Σου φ ρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας… Νυχτιά,
σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί.
και σάρκα επήραν.
Καμιά ,ωστόσο, μεταγραφή δε συγκινεί τόσο , όσο το «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή …», που ακούγεται το βράδυ κάθε Μεγάλης Τρίτης στις εκκλησιές μας …
Το τροπάριο της Κασσιανής έρχεται τη μέρα αυτή να μας θυμίσει πως είναι μια μεγάλη ευκαιρία να κοιτάξουμε στα βάθη της ψυχής μας, να αναγνωρίσουμε τα σφάλματά μας και να ζητήσουμε τη συγχώρεση από τον Θεό. Ο Θεός όλους τους συγχωρεί, αρκεί να μετανοήσουν.