Το ερώτημα του τίτλου με απασχολεί εδώ και καιρό. Η τεράστια αδυναμία της Αριστεράς να επηρεάσει, έστω στοιχειωδώς, την πορεία των πραγμάτων το θέτει άμεσα. Εχει εμφανιστεί, με έμμεσο τρόπο, και στη δημόσια συζήτηση. Στην ανταλλαγή απόψεων, π.χ., μεταξύ του Αντώνη Λιάκου και του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Στο μέτρο, ωστόσο, που συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με το «ζήτημα της κυβέρνησης» αδυνατίζει.
Η διαμάχη, για παράδειγμα, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, σχετικά με το αν «στα αριστερά ή στο κέντρο» βρίσκεται η απάντηση, ως ερώτηση θέτει το πώς παίρνεις την κυβέρνηση, ήτοι πώς κερδίζεις τις εκλογές. Δεν υποτιμώ καθόλου την ανάγκη να φύγει πάραυτα η νεοφιλελεύθερη υπερδεξιά που μας εξουσιάζε βάναυσα κι ασφυκτικά. Για να φύγει, όμως, τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι κατά πολύ συνθετότερα.
Ο στόχος της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι η κυβέρνηση, η «δεύτερη φορά» κι άλλα τέτοια τρυφηλά. Ο στόχος θα έπρεπε να είναι ο κοινωνικός μετασχηματισμός, ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός. Τα μέτωπα, οι πολιτικές συμμαχίες, τα κόμματα, οι εκλογές και οι κυβερνήσεις είναι μέσα. Μέσα για το προηγούμενο, όχι αυτοσκοπός. Στο μέτρο που τον υπηρετούν επιλέγονται, διαφορετικά όχι.
Ας έρθω, όμως, στο ερώτημα. Ποια είναι το όριο της αριστερής πολιτικής, σήμερα;
Ο ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός; Ενας νέος κεϊνσιανισμός; Ή, μήπως, όπως συχνά έχει δείξει η εμπειρία «αριστερών κυβερνήσεων», ένα «κοινωνικό» ρετουσάρισμα του νεοφιλελευθερισμού;
Και τι είναι αυτό που θέτει το όριο; Οι αντικειμενικές συνθήκες, οι εξαναγκαστικοί δομικοί περιορισμοί του παγκόσμιου συστήματος, οι επικρατούσες πολιτικές; Ανάλογα με την απάντηση, αλλάζει και ο σχεδιασμός.
Υπάρχουν πολλοί που επικαλούνται ως θεμελιώδη παράγοντα περιορισμού των δυνατοτήτων αριστερής παρέμβασης τη δραματική μεταβολή της κοινωνικής δομής. Η «εξαφάνιση της εργατικής τάξης», η επικράτηση ενός ακραίου κατακερματισμού των εργαζομένων, συγκροτούν αντικειμενικά δεδομένα. Στο μέτρο, μάλιστα, που από αυτά καθορίζονται οι κυρίαρχες στάσεις και νοοτροπίες, δηλαδή η ιδεολογία της εποχής, η πολιτική είναι εξαναγκασμένη να προσαρμόζεται. Η κατίσχυση του ατομικισμού στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες κάνει εξαιρετικά ανεπίκαιρο τον εξισωτισμό της σοσιαλιστικής παράδοσης.
Νομίζω πως αυτή η ανάλυση αστοχεί. Ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρχε πολυπληθέστερη εργατική τάξη στον κόσμο σε απόλυτους και σχετικούς όρους. Εκτός κι αν νομίζουμε πως στην εργατική τάξη ανήκουν μοναχά οι εργοστασιακοί εργάτες. Για τον Μαρξ, πάντως, ένας δάσκαλος ιδιωτικού σχολείου ανήκει στην εργατική τάξη, στο μέτρο που, για να επιβιώσει, είναι υποχρεωμένος να πουλάει καθημερινά την εργασιακή του δύναμη στο αφεντικό. Αυτό είναι το κριτήριο και κανένα άλλο. Κι αν αφορά τον δάσκαλο της εποχής του Μαρξ ήδη, πόσο μάλλον την πωλήτρια σήμερα ή τα περισσότερα επαγγέλματα των «υπηρεσιών».
Σε ό,τι αφορά τον κατακερματισμό, δε, στη μεγαλύτερη διάρκεια της καπιταλιστικής ιστορίας ήταν τόσος και περισσότερος. Ο μύθος μιας παλιότερης ομοιογενούς εργατικής τάξης είναι μύθος και τίποτε άλλο, όπως ξέρουν οι ειδικοί της κοινωνικής ιστορίας.
Αλλοι υποστηρίζουν πως οι ασφυκτικοί καταναγκασμοί του διεθνούς συστήματος κάνουν πολύ δύσκολη την άσκηση αριστερής πολιτικής. Φέρνουν ως παράδειγμα, μάλιστα, τη μοίρα του ελληνικού αριστερού παραδείγματος.
Προφανώς και η θεώρηση αυτή είναι βάσιμη. Πράγματι, η άσκηση αριστερής πολιτικής στο πλαίσιο ενός εθνικού κράτους, πόσο μάλλον του μεγέθους της Ελλάδας, είναι δύσκολη υπόθεση. Μόνο που δεν είναι σωστό αυτό να χρησιμοποιείται σαν άλλοθι ή, ακόμη, και σαν δικαίωση!
Αυτό που συνέβη εδώ, κυρίως, είναι πως τα κάναμε πάνω μας το καλοκαίρι του 2015 -βάζω το σύνολο του τότε ΣΥΡΙΖΑ μέσα, στον ένα ή στον άλλο βαθμό- και έγινε ό,τι έγινε. Κάποιοι είπαν πως, αλλιώς, μας περίμενε η καταστροφή της χώρας και το «Γουδή»! Κι έτσι, χωρίς καν να συζητήσουν με την κεντρική τους επιτροπή αποφάσισαν, όπως αποφάσισαν, αφού επί ένα εξάμηνο διαπραγματεύονταν «μυστικώς», με τον κόσμο απλώς να παρακολουθεί.
Δεν ήταν μονόδρομος, στον οποίο μας οδηγούσε η τρομερή δύναμη του αντιπάλου. Η πολύ μικρότερη Ισλανδία αρνήθηκε να πληρώσει «χρέος» μεγαλύτερο από το δεκαπλάσιο του ΑΕΠ της στα τραπεζικά κοράκια -και, μάλιστα, δεν χρειάστηκε καν ακριβώς αριστερή κυβέρνηση, για να το κάνει. Και οι μπακαλιάροι συνέχισαν τη ζωή τους αμέριμνοι.
Θέλω να πω, οι πραγματικοί και κολοσσιαίοι διεθνείς καταναγκασμοί δεν διαμορφώνουν μονοδρόμους. Μας καλούν για μια νέα Διεθνή.
Προφανώς, η συζήτηση αδικείται με τον τρόπο που την κάνω. Νομίζω, όμως, πως είναι η ουσιώδης σήμερα συζήτηση, αν θέλουμε να μη γίνει για καιρό η Ακροδεξιά ο εκπρόσωπος των κοινωνικών στρωμάτων που αποτελούν καταστατικά τον λόγο ύπαρξης της Αριστεράς.
εκπαιδευτικός