Μια ματιά στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για το 2022 αρκεί για να επιβεβαιώσει κανείς αυτό που για εκατομμύρια νοικοκυριά σε όλη τη χώρα συνιστά την καθημερινότητά τους: δραματική συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας του πληθυσμού, απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ίση με 18%, δεύτερο χαμηλότερο κατά́ κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ (συνυπολογίζοντας και το κόστος διαβίωσης), πτώση 6,9 ποσοστιαίων μονάδων της συμμετοχής των κοινωνικών παροχών στις πρωτογενείς δαπάνες του Δημοσίου την περίοδο της πανδημίας (η μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών–μελών της ευρωζώνης), απώλεια 9,9% της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού του ιδιωτικού τομέα (Απρίλης ‘22) και 28% της αντίστοιχης δύναμης του μέσου μισθού μερικής απασχόλησης.
Ο λογαριασμός, λοιπόν, δεν βγαίνει. Κι αυτό, το ξέρουν καλά στην κυβέρνηση. Ο κλοιός αμφισβήτησης όλο και στενεύει και όσο κι αν προσπαθούν να βαφτίσουν το κρέας ψάρι, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: ΔΕΗ, φυσικό αέριο, βενζίνη, σούπερ μάρκετ, ενοίκιο και κάθε λογής οικονομικές υποχρεώσεις, γονατίζουν εκατομμύρια πολίτες, οι οποίοι βλέπουν με απόγνωση το μηνιαίο εισόδημα –όταν αυτό υπάρχει– να εξανεμίζεται στις πρώτες 15–20 μέρες του μήνα.
Στο Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζουν καλά πως δεν είναι καθόλου εύκολη μια εκστρατεία κατευνασμού της κοινής γνώμης. Προσπαθούν, βέβαια. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι τις προηγούμενες μέρες ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος (δεξί χέρι του Κ. Μητσοτάκη και πρώην γενικός διευθυντής του ΣΕΒ, ο ίδιος που είχε πει ότι είναι πολυτέλεια η ενίσχυση του ΕΣΥ ή ότι δεν υπάρχει μελέτη μετάδοσης του κορονοϊού μεταξύ των αστυνομικών) επιδόθηκε σε ένα μπαράζ τηλεοπτικών εμφανίσεων, προκειμένου να μας πείσει ότι η κυβέρνηση είναι εδώ και μας καταλαβαίνει. «Δεν είμαστε μία κυβέρνηση η οποία είναι αδιάφορη. Είμαστε πάνω από τα προβλήματα και αγωνιζόμαστε. Νιώθουμε ότι ο κόσμος πονάει αυτή τη στιγμή. Το καταλαβαίνουμε. Εμένα η μάνα μου είναι συνταξιούχος, βλέπω πόσο ζορίζεται καθημερινά. Δεν είμαστε από άλλο πλανήτη», είπε, προκαλώντας το κοινό αίσθημα. Στο ίδιο κλίμα και ο Άδωνις Γεωργιάδης ο οποίος, από το Ρέθυμνο, έσπευσε να μας διαβεβαιώσει πως «οι πολίτες πρέπει να είναι πεπεισμένοι πως η κυβέρνηση δίνει αγώνα για το μέλλον της χώρας, ενώ οι υπουργοί δείχνουν προσωπικό ενδιαφέρον για την πορεία έργων τόσο δημόσιου, όσο και ιδιωτικού χαρακτήρα».
Αυτό, λοιπόν, το περιβάλλον καλείται να διαχειριστεί η κυβέρνηση της ΝΔ, διαμορφώνοντας εκείνες τις συνθήκες που θα της επιτρέψουν να κερδίσει το χαμένο έδαφος, στην προοπτική φυσικά της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Κι επειδή το κοινό στο οποίο απευθύνεται πλήττεται και αυτό από τη δυσβάσταχτη οικονομική κατάσταση, ο τρόπος απεύθυνσης αλλάζει. Επιστρατεύοντας συγκεκριμένα εργαλεία από το ιδεολογικό της οπλοστάσιο, επενδύει –για μια φορά ακόμα– στη στρατηγική της έντασης και της καταστολής, ευελπιστώντας να πετύχει, έτσι, έναν τριπλό στόχο: και την πολιτική της να συνεχίσει να προωθεί, και την ατζέντα να αλλάξει, και τις διαρροές προς τα δεξιά της να ελαχιστοποιήσει.
Τα όσα συμβαίνουν στο ΑΠΘ, οι επιθέσεις και οι τραυματισμοί φοιτητών, η υλοποίηση του μέτρου της πανεπιστημιακής αστυνομίας (προχθές Πέμπτη, επιδόθηκαν τα πρώτα 360 φύλλα πορείας), η κατάθεση του διαλυτικού για τα ΑΕΙ νόμου Κεραμέως (με δεδομένες τις αντιδράσεις που θα προκαλέσει), η επέκταση των χιλιομέτρων του φράκτη στον Έβρο (με την αντίστοιχη, δια στόματος Θεοδωρικάκου, ρητορική που τον συνοδεύει), η ανοχή στην αστυνομική αυθαιρεσία, αλλά και τα επικίνδυνα παιχνίδια στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας της χώρας, ή η τροφοδότηση των ψευδαισθήσεων εθνικού μεγαλείου με τις οποίες μεγαλώνει και ζει ο μέσος εθνικιστής («Η άλωση της Κωνσταντινούπολης δεν είναι τέλος, γιατί ο βυζαντινός οικουμενικός πολιτισμός δεν έπαψε ποτέ να φωτίζει την ανθρωπότητα. Η 29η Μαΐου του 1453 είναι όμως μια νέα αρχή, γιατί σηματοδοτεί το έναυσμα του νέου ελληνισμού, ο οποίος πατά με το ένα πόδι στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και με το άλλο στη μεσαιωνική Ρωμιοσύνη», έγραψε τις προάλλες στο twitter ο κυβερνητικός εκπρόσωπος), εντάσσονται σε αυτό ακριβώς το σχέδιο.
Η ΝΔ προσπαθεί να συσπειρώσει γύρω της, πέρα από την αστική τάξη που εκπροσωπεί σχεδόν πλήρως, όσους από τα μεσαία στρώματα ακόμα απολαμβάνουν κάποια σχετικά προνόμια, μαζί με τα συντηρητικά κομμάτια των κατώτερων τάξεων. Κι αυτή η πρακτική, αντικατοπτρίζεται στην ίδια την κυβερνητική πολιτική.
Από την αρχή της διακυβέρνησής της, η ΝΔ εφαρμόζει ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα νομοθετικών μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην περαιτέρω ακύρωση λαϊκών κατακτήσεων και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Ιδιαίτερο στόχο αποτελούν όχι μόνο τα δικαιώματα που επέτρεψαν στη μεταπολίτευση την αδιαμεσολάβητη έκφραση λαϊκών στρωμάτων και την παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο (το δικαίωμα στη συνάθροιση –ν.4703/20– και το πανεπιστημιακό άσυλο –ν.4771/21), αλλά τα δικαιώματα στο σύνολο των κρίσιμων όρων κοινωνικής συγκρότησης, όπως στον χώρο του εργατικού και συνδικαλιστικού δικαίου (ν.4808/21 «Χατζηδάκη»), της κοινωνικής ασφάλισης (με την εισαγωγή ενός κεφαλαιοποιητικού επικουρικού συστήματος στα πρότυπα του ασφαλιστικού Πινοτσέτ –ν.4826/21), του δικαιώματος στη στέγη (με τον νέο πτωχευτικό κώδικα –ν.4738/20), των παρεμβάσεων στην περιβαλλοντική νομοθεσία, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επενδύσεις εις βάρος της προστασίας του περιβάλλοντος (ν.4685/20) και βέβαια με τις περικοπές κοινωνικών δαπανών και τις αναδιαρθρώσεις των συστημάτων υγείας και πρόνοιας, που επίσης θέτουν ζητήματα παραβίασης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Και όλα αυτά, συνοδευόμενα πάντα από την, απαραίτητη για την επίτευξη του στόχου, επικοινωνιακή δυσφήμιση των κοινωνικών κινημάτων που μια τέτοια πολιτική γεννά.
Μόνο που όσο κι αν την ξορκίζουν, όσο κι αν τη δυσφημούν, η κοινωνική έκρηξη θα υπάρξει. Τα χαρακτηριστικά που αυτή θα πάρει, τα επίδικα που θα θέσει, τα ρυάκια στα οποία θα διοχετευθεί, είναι το μεγάλο ζητούμενο. Και η μεγάλη ευθύνη σύσσωμων των αριστερών, δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας.