Η συζήτηση για τη δημοσκοπική τουλάχιστον αντοχή της κυβέρνησης καλά κρατεί. Έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλές από αυτές είναι βάσιμες, καθότι ένα τέτοιο φαινόμενο δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντο. Προσωπικά, έχω επιχειρήσει πολλάκις μέχρι τώρα να προσδιορίσω το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή η αντοχή γίνεται εφικτή, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στις ταυτοτικές και πολιτισμικές διαστάσεις της συντηρητικής ψήφου. Στο παρόν σημείωμα θα ήθελα να ανοίξω έτι περαιτέρω την εικόνα, με τη βοήθεια του Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Στη βοήθεια του τελευταίου έχω ανατρέξει και στο παρελθόν, για να ισχυριστώ ότι η Δεξιά γεννά ανασφάλεια για να πουλήσει στη συνέχεια προστασία. Τώρα, ανατρέχω σε αυτόν για να υπενθυμίσω ότι στο ποσοστό που το μέλλον δεν αντιμετωπίζεται πλέον με αισιοδοξία, ούτε αποτελεί τον τόπο όπου πραγματοποιούνται τα όνειρα, η έννοια της ελπίδας έχει χάσει την προωθητική της ισχύ και οι άνθρωποι στρέφονται ολοένα και πιο πολύ προς τα πίσω, προκειμένου να βρουν κάτι στέρεο που θα τους ανακουφίσει από την ανυπόφορη ρευστότητα και τη χαοτική πολλαπλότητα του σημερινού κόσμου. Η στροφή αυτή προς την ασφάλεια του παρελθόντος ονομάστηκε από τον μεγάλο πολωνό κοινωνιολόγο «ρετροτοπία».
Πίσω στο κράτος-Λεβιάθαν
Αναλυτικότερα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν την ισχύ του κράτους, ώστε μέσω της επιβολής του νόμου και της τάξης να ελεγχθεί ένας κόσμος που μοιάζει ολοένα και πιο μακριά από τον έλεγχο των ανθρώπων, αν και, όπως σημειώνει ο Μπάουμαν, το κράτος-Λεβιάθαν δεν μοιάζει πλέον με τον φύλακα που διατηρεί την ασφάλεια μέσα από το μονοπώλιο της βίας του εξασκεί, αλλά με παράγοντα ανασφάλειας, καθώς στην προσπάθειά του να ανακτήσει και διατηρήσει το μονοπώλιο της βίας εγκαταλείπει όλες τις υπόλοιπες λειτουργίες του.
Τα ΜΜΕ, όμως, διαμορφώνουν μια εικόνα του κόσμου που δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση των προτεραιοτήτων. Ειδικά στην Ελλάδα, από τις εκλογές του 2019 και μετά, τα δελτία ειδήσεων γέμισαν με εγκλήματα και καταστροφές, καθώς και με αστυνομικούς που πολεμούν την ανομία. Είναι να απορεί κανείς πως δεν έχει υπάρξει καμιά παρέμβαση στο ΕΣΡ για τη συγγνωστή αυτή κακοποίηση του τηλεοπτικού κοινού και τη συστηματική πλύση εγκεφάλου που στοχεύει στη διαμόρφωση ενός συντηρητικού πολίτη-ψηφοφόρου. Τα ατελείωτα βίαια σόου της κυβέρνησης ενάντια σε αδύναμους που υποτίθεται ότι έχουν παρανομήσει δεν προσφέρει τίποτε άλλο από αυτό που υποδεικνύει ο Μπάουμαν: μια πρόσκαιρη ανακούφιση από το αίσθημα κατωτερότητας του αδύναμου, του κακότυχου.
Πίσω στο έθνος και τις μνήμες
Ένα ακόμα καταφύγιο του παρελθόντος είναι φυσικά και το έθνος, το εθνικό κράτος, η εθνική ιστορία, η εθνική μνήμη, σε μια ωραιοποιημένη του μορφή φυσικά, η οποία δεν υπήρξε ποτέ. Το έθνος και το εθνικό παρελθόν αναγορεύονται σε σταθερό έδαφος, πάνω στο οποίο μπορούμε να προσγειωθούμε όταν η απεδαφικοποιημένη και παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μάς κόψει τα φτερά. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Μπάουμαν, «οποία ανακούφιση να επιστρέφουμε από εκείνο τον μυστηριώδη, σκοτεινό, εχθρικό, αλλοτριωμένο και αλλοτριωτικό κόσμο, πυκνά σπαρμένο με παγίδες και ενέδρες, στον γνώριμο, άνετο και οικείο, ενίοτε ασταθή αλλά παρήγορα ανεμπόδιστο και βατό, κόσμο της μνήμης: της δικής μας μνήμης […], μνήμης του δικού μας παρελθόντος, όχι του δικού τους∙ μιας μνήμης που κατέχουμε (δηλαδή, που της κάνουμε χρήση και κατάχρηση) εμείς και μόνο εμείς» (Ρετροτοπία, Νησίδες, 2022, σ. 89-90).
Η εποχή μας έχει γεμίσει από «ρετροσπεκτίβες» για «εποχές αθωότητας», όπως ο πάλαι ποτέ «σινεμά ο παράδεισος», όπου «τα καλύτερά μας χρόνια» διαμορφώνουν έναν κόσμο ασφάλειας της μνήμης και παρέχουν ανακούφιση στους πάλαι ποτέ σπουδαίους, αλλά πλέον ηττημένους. Αυτό που έκαναν ανέκαθεν τα έθνη για να συγκροτηθούν μέσω της εθνικής υπερηφάνειας για τις σπουδαίες περιόδους του φαντασιακού έθνους, τώρα το κάνει κάθε άνθρωπος ξεχωριστά: «Θυμάσαι τότε; Κάποτε ήταν καλά». Από αυτό το «κατενάτσιο» της ψυχής όμως, δεν δύνανται να επωφεληθούν οι «δυνάμεις της προόδου».
Επιστροφή στις ανισότητες
Ομοίως, η αδυναμία να πιστέψουμε στη συλλογική πρόοδο καθιστά τα συλλογικά σχέδια ανεπίκαιρα. Όπως σημειώνει ο Μπάουμαν με δραματικούς τόνους, «με το νόμισμα που κυκλοφορεί σήμερα, η αλληλεγγύη δεν πληρώνει. Αντί να είναι αξιόπιστο περιουσιακό στοιχείο, έχει τη θανάσιμη τάση να μετατρέπεται σε παθητικό. Τα χρηματιστήρια της ‘πολιτικής της ζωής’ απαξιώνουν το ‘κοινωνικό κεφάλαιο’ του Putnam – ενώ επιβραβεύουν την αναφορά στον εαυτό, τη μέριμνα για τον εαυτό και μία αντικοινωνική αιχμή της αυτοεπιβεβαίωσης» (στο ίδιο, σ. 141). Η Δεξιά (και στην ελληνική εκδοχή της) διακηρύσσει ότι «δεν χωράμε όλοι/ες» και διαφημίζει προγράμματα διάσωσης από την κόλαση μόνο για τους εκλεκτούς και τους υποστηρικτές της. Η ΝΔ μάς ξεκαθάρισε ότι η έννοια του δημόσιου συμφέροντος δεν υφίσταται, ότι οι ανισότητες είναι φυσικές, οπότε «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Με άλλα λόγια, αντικατέστησε την κοινωνική ελπίδα (που διακήρυττε ο ΣΥΡΙΖΑ) με την ατομική ελπίδα. Και οι insiders, οι winners της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, και όσοι προσκολλώνται στα όνειρα που διαφημίζουν οι πλούσιοι, τσιμπάνε.
Ο εαυτός μας ως καταφύγιο
Όταν οι άνθρωποι εκπαιδεύονται να ανταγωνίζονται τους πάντες για κάτι που δεν φτάνει για όλους (δες ριάλιτι τύπου Survivor ή Next top model), τότε εμφανίζονται δύο διαφορετικές τάσεις με παρόμοιο αποτέλεσμα: οι μεν επιζητούν να ζήσουν απενοχοποιημένα μια ναρκισσιστική ζωή, οι δε να προστατευθούν από τις επιβλαβείς ενέργειες των νάρκισσων∙ αμφότεροι/ες, όμως, απομονώνονται στον εαυτό τους (στο ίδιο, σ. 187), σε μια προσπάθεια να επιστρέψουν στη μήτρα, όπου απολάμβαναν την ατομική τους ασφάλεια, μακρυά από τις περιπέτειες του δημόσιου βίου.