Γράφει ο Δημήτρης Λεοντής
Με τον όρο ‘‘μιμητισμό’’, εννοούμε την τάση που έχουν οι άνθρωποι να μιμούνται άλλους ανθρώπους, τους οποίους θεωρούν πρότυπα. Ο μιμητισμός μπορεί να εκφραστεί είτε με μίμηση διαφόρων δεξιοτήτων, είτε με καθρεπτισμό, δηλαδή μίμηση στον τρόπο ομιλίας, μορφασμούς κ.ά.
Στα παιδιά και στους νέους ανθρώπους ο μιμητισμός αποτελεί μια διαδικασία εκμάθησης και παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων και γενικότερα στην αλληλεπίδραση. Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης του καθηγητή ψυχολογίας Albert Bandura, η μάθηση πραγματοποιείται από παρατήρηση της συμπεριφοράς ενός προτύπου και μίμηση της ίδιας συμπεριφοράς. Η μίμηση της συμπεριφοράς ενός προτύπου συνήθως γίνεται ασυνείδητα.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις μιμητισμού τοξικών συμπεριφορών, όπως είναι οι βιαιότητες, η κακοποίηση, ο ρατσισμός, οι γυναικοκτονίες και άλλες εγκληματικές πράξεις. Στις περιπτώσεις αυτές έχουμε τοξική μίμηση, από συναισθηματικά ανώριμους και ανασφαλείς ενήλικες, η οποία ενδεχομένως οφείλεται σε εκφράσεις θαυμασμού προς του θήτες εγκληματικών ενεργειών ή/και σε ψυχοπαθολογία. Τα άτομα αυτά βρίσκουν μια δικαιολογία για να εξαφανίσουν τα αρνητικά εχθρικά συναισθήματά τους μέσα από την ταύτιση, γι’ αυτό αναζητούν άλλους, που έχουν απόψεις, συμπεριφορές και χαρακτηριστικά που βρίσκουν χρήσιμα για τον σκοπό αυτό.
Από ψυχοπαθολογική άποψη η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας αποτελεί κύρια αιτία μιμητισμού και σε πολλές περιπτώσεις είναι δυνατόν να υπάρχει συννοσηρότητα με άλλες διαταραχές προσωπικότητας όπως η οιστριονική (δραματική) διαταραχή, η αντικοινωνική διαταραχή, ακόμη και διπολική διαταραχή.
Tο στοιχείο της τοξικής μίμησης στην εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς και κατ’ επέκταση στην εγκληματική δράση αποτελεί ένα ζήτημα που διχάζει εδώ και αρκετά χρόνια τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Παρότι σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ καταγράφονται περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων που υποστηρίζεται ότι έδρασαν μιμούμενοι κατά γράμμα «διάσημους» εγκληματίες, εντούτοις οι απόψεις των ειδικών περί του θέματος διίστανται.
Το ‘‘έγκλημα αντίγραφο’’ (“copycat crime”) είναι ένα γνωστό φαινόμενο μιμητισμού στους επιστήμονες από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν άρχισαν να εξετάζουν τον ρόλο των Μ.Μ.Ε. στον τοξικό μιμητισμό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Τζακ Αντεροβγάλτη, του οποίου τα ειδεχθή εγκλήματα μιμήθηκαν αρκετοί μεταγενέστεροι εγκληματίες.
Διεθνείς επιστημονικές έρευνες έδειξαν ότι όταν τα Μ.Μ.Ε. καλύπτουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ένα ειδεχθές έγκλημα, με πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του ως τότε αγνώστου στο ευρύ κοινό εγκληματία, αυτό οδηγεί σε ένα νέο αντίστοιχο έγκλημα μέσα σε 2 εβδομάδες! Αυτή η κακή μεν δημοσιότητα, αλλά δημοσιότητα για τον δράστη, ενδέχεται να επηρεάσει ψυχοπαθητικές προσωπικότητες και να αποτελέσει αφορμή για την εκτέλεση παρόμοιων εγκληματικών πράξεων.
Ειδεχθή εγκλήματα όπως οι γυναικοκτονίες, οι ρατσιστικές δολοφονικές επιθέσεις κ.ά. πρέπει να βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Οι αποκαλύψεις αυτές θα πρέπει να γίνονται με προσοχή από τα Μ.Μ.Ε. για να μην έχουμε νέα παρόμοια εγκλήματα. Απαιτείται αφύπνιση, αναθεώρηση στάσεων και συμπεριφορών και λύση της σιωπής από τα υποψήφια θύματα.