Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, οι νέες τεχνολογίες, η υπερεντατικοποίηση(ο θάνατος του Δημήτρη Δαγκλή στην COSCO), η διαρκής πίεση για την αύξηση της αποδοτικότητας που ασκείται στους μισθωτούς (αλλά και στους free lancer ντελιβεράδες), η τηλε-εργασία, ο ανταγωνισμός, οι αριθμοί-στόχοι, η εργασία-σπορ(η νίκη επί των ανταγωνιστών!), η εξαφάνιση της αλληλεγγύης και η δέσμευση με βάση την ατομική ευθύνη, η ανάπτυξη ενός «faux self»(ψεύτικου εαυτού) που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της επιχείρησης, η προσαρμοστικότητα και η απόδοση (είμαστε τα likes και ο αριθμός των ακολούθων στα κοινωνικά δίκτυα), όλα αυτά αντιστοιχούν σε μια νέα οργάνωση της εργασίας, που οξύνει τις ασθένειες που συνδέονται με την εργασία, αλλά και διαμορφώνει το ανώτατο στάδιο του ατομικισμού που είναι ο παθολογικός ναρκισσισμός ενός νέου ανθρωπότυπου. Για την ακρίβεια δύο: Του ανθρωπότυπου που αντιστοιχεί στα διευθυντικά στελέχη(των CEO, chief executive officer, που συνήθως είναι και οι ιδιοκτήτες-μεγαλομέτοχοι), δηλαδή των «πάνω», και των αναλώσιμων εργαζόμενων, δηλαδή των «κάτω».
Οι ‘πάνω’ είναι οι Her Omnes, (οι Κύριοι Όλος ο Κόσμος), όπως αποκαλούσε ο Φρ. Κάφκα τα τεράστια Εγώ, τα κοσμο-εγώ. Είναι αυτοί για τους οποίους μιλάει και ο Ντελίλο στο μυθιστόρημα: Κοσμόπολις, (Εστία). Είναι ο Έρικ, ο πολυεκατομμυριούχος χρηματιστής, του οποίου ο Εαυτός ισούται με όλον τον κόσμο: Πίστευε ότι «Με το θάνατό του δεν θα τελείωνε ο ίδιος. Θα τελείωνε ο κόσμος»! Ο Έρικ είναι όπως τα τεράστια κελύφη, τα ακόρεστα Εγώ, που ότι κι αν κατασπαράζουν παραμένουν αδειανά. Μπορεί να ικανοποιήσει, όπως στο «Παιγνίδι του καλαμαριού», κάθε του επιθυμία, ακόμα και να σκοτώσει, βάζοντας τους άλλους να αλληλοσκοτωθούν. Αλλά επειδή ακριβώς μπορεί να ικανοποιεί κάθε του επιθυμία (κυρίως τις «επιθυμίες των άλλων»), δεν έχει πλέον επιθυμία, κανένα παιγνίδι δεν τον συγκινεί, καθώς πάσχει από έλλειψη συγκίνησης, από απώλεια νοήματος, γι’ αυτό και από έλλειψη ορίων και ηθικής. Εδώ δεν ισχύουν “οι (καπιταλιστές) ηδονιστές χωρίς καρδιά” του Μ. Βέμπερ, γιατί ετούτοι είναι ευνουχισμένοι από επιθυμία, άρα και από ηδονή. Γι’ αυτό σκοτώνουν για να σκοτώνουν, καταστρέφουν για τους αριθμούς-στόχους, για τη νίκη, για το παιγνίδι.
Αυτοί είναι οι «θρύλοι» που έχουν ανατραφεί από λύκους, με μόνη πίστη τους την «πληροφόρηση» και τα data. Όλα γι’ αυτούς είναι μετατρέψιμα σε κυματιστές αράδες πληροφοριών. Το σώμα, η ψυχή, όλα συρρικνώνονται σε μία δομή πληροφοριών. Το παν είναι η σκέψη, το παιγνίδι με τη σκέψη, η σκέψη έξω από τα όρια, η επίθεση στα όρια της αντιληπτικής ικανότητας, η σπέκουλα στο κενό, το παιγνίδι στο χάος, το στοίχημα, το «Squid Game»…
Σ’ αυτό το περιβάλλον διαμορφώνονται οι «μεγάλοι νάρκισσοι», οι παθολογικοί νάρκισσοι, «οι κύριοι όλος ο κόσμος». Αυτοί που χρειάζονται οι σύγχρονες επιχειρήσεις. Αυτοί που θυσιάζουν την αληθινή τους προσωπικότητα και αναπτύσσουν ένα «faux self», έναν προσωπικό μηχανισμό που υιοθετεί συμπεριφορές που η επιχείρηση περιμένει απ’ αυτούς. Όλοι τους επιδίδονται στην αυτοβελτίωση με τη βοήθεια των «προσωπικών προπονητών της ψυχής». Εκεί μαθαίνουν να βιώνουν την εργασία σαν σπορ όπου το ουσιώδες είναι η νίκη, να προσαρμόζονται σαν τον χαμαιλέοντα και να υπερβαίνουν διαρκώς τα όριά τους, φθάνοντας στο σημείο να ξεχάσουν την αληθινή προσωπικότητά τους και να γίνουν «άλλοι», αυτοί που θέλουν οι επιχειρήσεις και το άτεγκτο «πνεύμα» της διαρκούς αύξησης του ποσοστού κέρδους. Εδώ θα καλύψουν τον ευάλωτο ναρκισσισμό τους με ενέσεις “αναγνώρισης” και μια “απόλυτη αλήθεια”, μια ιδεολογία, που τους καθιστά ευεπίφορους στον επηρεασμό και στη χειραγώγηση. Σ’ αυτό το πεδίο αναπτύσσεται το burn out (το «κάψιμο»), μια παθολογία που αρθρώνεται σε τρεις διαστάσεις: τη συναισθηματική κόπωση, την αποεπένδυση των προσωπικών σχέσεων που ωθείται ως τον κυνισμό, και στην πτώση του αισθήματος της προσωπικής ολοκλήρωσης. Αυτό το σύνδρομο επικαλύπτεται από τις στρατηγικές υπερδραστηριότητας, στη λογική του «εντελώς απασχολημένου», που προβάλει ως δικαιολογία την ευθύνη απέναντι στη … δουλειά.
Το σύγχρονο management αξιοποιεί τα υπερτροφικά εγώ, αυτά που είναι έτοιμα για όλα προκειμένου να πετύχουν.
Τα μεγάλα-Εγώ θέλουν να βελτιώνουν συνέχεια τη θέση τους. Έτσι για να προχωρήσουν στην ιεραρχία δεν διστάζουν να αποδυναμώσουν τη θέση ή τη φήμη του ανταγωνιστή τους.
Η συνεχής ένταση συνδεδεμένη με την εντατικοποίηση της εργασίας μπορεί να γίνει πιο ισχυρή αν συνδυαστεί με ένα στυλ καταστροφικού management. Παντού η αξία της ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ υποχωρεί.
Η οργάνωση της εργασίας γίνεται εξαιρετικά αυταρχική. Τα στελέχη και τα μικρά αφεντικά με το άμετρο εγώ, όντας βέβαια για την ανωτερότητά τους, είναι έτοιμα να τσακίσουν οποιονδήποτε δεν ανταποκρίνεται. «Σκοτώνουν», επίσης, όσους ασκούν την παραμικρή κριτική. Όπως όλοι οι μεγα-νάρκισσοι, δεν αντέχουν την κριτική και επιτίθενται σ’ εκείνους που εκπέμπουν αρνητικές κατά τη γνώμη τους κρίσεις για την «εξιδανικευμένη άποψη» που έχουν για τον εαυτό τους. Η ναρκισσιστική ευθραυστότητα αυτών των προσώπων μπορεί να τους οδηγήσει σε παραβατική επιθετικότητα. Πρόσωπα με ισχυρή αυτοεκτίμηση αλλά πολύ εύθραυστη, τείνουν να επιτίθενται στους άλλους προκειμένου να προστατευθούν, όπως αυτά νομίζουν. Η συμπεριφορά τους γίνεται επιθετική όταν το «εγώ» τους μοιάζει να απειλείται. Απέναντι σε κάθε κατάσταση αβεβαιότητας, κριτικής ή αποστέρησης, δεν αμφισβητεί τον εαυτό του, αλλά μεταθέτει τις ευθύνες στους άλλους.
Οι αναλώσιμοι
Στην «Κοσμόπολη» του Ντελίλο, στην άλλη όχθη, απέναντι από το μεγα-Εγώ του εκατομμυριούχου Έρικ βρίσκεται το Εγώ ενός από τους «κάτω», ενός αναλώσιμου, επισφαλώς εργαζόμενου, του άνεργου Μπέννο Λέβιν. Αυτός είναι ένας νέος άντρας που δεν υπήρξε ποτέ παιδί (ακριβώς όπως ο «υπέροχος Γκάτσμπι» του Φιτζέραλντ), που έχει ακόμη αντιστάσεις. Το Εγώ εδώ βιώνει την απόλυτη μοναξιά του απορριπτέου, του απολυμένου, του περιττού, αυτού που όχι μόνο δεν έχει κάποιον να τον αγαπήσει, αλλά δεν έχει και κανέναν να αγαπήσει γατί «δεν έχει απομείνει κανένας». Ο Μπέννο ήταν “ένα ασήμαντο τεχνικό στοιχείο”, ένα τεχνικό γεγονός, που αντικαταστάθηκε με ένα πιο αποδοτικό «τσιπ». Απολύθηκε και μάλιστα εθελουσίως, χωρίς καμία αποζημίωση. Έχει κι αυτός Εγώ, αλλά είναι χωρίς δουλειά, «ρέστος» και ατσίγαρος. Είναι δηλαδή αποστερημένος από τις κοινά αναγνωρισμένες πλευρές του Εγώ. Είναι ευνουχισμένος από κάθε επιθυμία επειδή δεν μπορεί να υλοποιήσει καμία, ενώ ο πλούσιος Έρικ είναι ευνουχισμένος από την επιθυμία επειδή μπορεί να έχει τα πάντα, να υλοποιεί κάθε του «επιθυμία», ακόμη και τις «επιθυμούμενες επιθυμίες» των άλλων.
Το σημερινό management οδηγεί στην απομόνωση τους εργαζόμενους, καθώς πλέον δεν εργάζονται σε ομάδες. Ζητούν από τους εργαζόμενους να δεσμεύονται ακόμα κι αν είναι αναλώσιμοι, ακόμα και αν την επόμενη μέρα ενδέχεται να απολυθούν. Καθιστούν υπεύθυνα τα άτομα (ατομική ευθύνη) και τα ενοχοποιούν αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι. Μ’ αυτόν τον τρόπο απαιτούν την απόλυτη υπακοή τους.
Πολλές επιχειρήσεις υιοθετούν καταχρηστικούς κανόνες, νομιμοποιούν βίαιες πρακτικές και ενισχύουν τον ανταγωνισμό προκειμένου να διαλύσουν τις ομάδες αλληλεγγύης.
Οι εργασιακές σχέσεις γίνονται όλο και σκληρότερες. Οι εργαζόμενοι ζουν με την διαρκή απειλή της απόλυσης, ή της διαθεσιμότητας. Γι’ αυτό ο καθένας «κοιτάει» τον εαυτό του, καθώς στην περίπτωση περικοπών θα μείνει ο «πιο καλός». Ο κανόνας είναι ότι πρέπει να είσαι σκληρός σε ένα κόσμο σκληρών και πως δεν πρέπει να διστάσεις να λειώσεις τον άλλον αν μπαίνει εμπόδιο στην επιτυχία σου(ακόμα και να τον σκοτώσεις όπως στο «Squid Game»)…
Ο «αναλώσιμος» Μπέννο θέλει να υπάρξει, να αποκτήσει ορατότητα, θέλει να αφηγηθεί τη ζωή του, θέλει ουσιαστικά να ανασυστήσει το θρυμματισμένο Εγώ του με τη μετουσίωση της βιο-ιστορίας του σε τέχνη. Το φαντασιακό ενεργοποιείται, αλλά αποτυγχάνει. Η φαντασία, αυτό που είναι το «υποκείμενο τονούμενο» δεν υπάρχει. Τότε παθαίνει «σούστο», δηλαδή απώλεια ψυχής (ασθένεια του διαδικτύου), χάνει την οικογένειά του, αλλά το μόνο που καταφέρνει να βρει για παρηγοριά, για να σπάσει τη μοναξιά του είναι «κάτι να μισεί», όπως ο ξένος του Καμύ. Θέλει να σκοτώσει για να αξίζει κάτι και η δική του ζωή. Μόνο στο θάνατο μπορεί, τελικά, να δει το πρόσωπό του. Στο θάνατο του άλλου, γιατί ο δικός του έχει ήδη επισυμβεί. Βέβαια, ο Ντελίλο δεν μπόρεσε να προβλέψει τη δράση, την «εκδίκηση» των θυμάτων της ιστορίας (είτε είναι εργαζόμενοι/ες είτε κοινωνικές κατηγορίες, όπως οι γυναίκες, οι ΛΟΑΤΚΙ…) μέσω της χρήσης των κοινωνικών δικτύων, με τον εκδημοκρατισμό της γραφής, με τη συνάντηση και τη δημιουργία ομάδων αλληλεγγύης.
Τα νέα δίκτυα μπορεί ενισχύουν τον ναρκισσισμό(ατομικισμό), αλλά συγχρόνως τον αναιρούν μέσα από τις ομάδες «αλληλεγγύης» που δημιουργούν, μέσα από τις αλγοριθμικές «φούσκες». Οι φούσκες μπορεί να οδηγούν είτε σε μία πολυδιάσπαση των εργαζομένων είτε σε μία “μεγα-φούσκα” που να συμπεριλαμβάνει όλους/ες. Γι αυτό η χρήση των κοινωνικών δικτύων δεν λειτουργούν πάντα σε βάρος των εργαζομένων. Μια οργανωμένη χρήση τους στην υπηρεσία της αλληλεγγύης και σε συνεργασία με τον παραδοσιακό “δρόμο” μπορεί συστήσει τον νέο τρόπο αντιμετώπισης της δυστοπίας που εγκαθιδρύει ο σύγχρονος καπιταλισμός. Αυτό έδειξαν οι νίκες των εργαζομένων στην πλατφόρμα efood και στην COSCO…