ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

Στο λεγόμενο Trump ban το πιο σημαντικό δεν είναι ότι έκλεισε ο λογαριασμός

Στο λεγόμενο Trump ban το πιο σημαντικό δεν είναι αν το Twitter έκανε καλά που έκλεισε το λογαριασμό του Trump.  Προφανώς δεν μπορούμε να δεχθούμε να σπέρνει κάποιος σε εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο και επί τετραετία μισαλλόδοξο, ρατσιστικό, ακροδεξιό λόγο από οποιοδήποτε Μέσο, ιδιαίτερα αν είναι ο αρχηγός του κράτους που οφείλει να είναι επικεφαλής όλων των πολιτών. Αυτό το ερώτημα όμως  έφυγε μαζί με τον Trump. Αν συνεχίζουμε να το συζητάμε νομίζω κάνουμε δωρεάν (και) σχέσεις εταιρικής επικοινωνίας  του Twitter.

Το ερώτημα που παραμένει όμως είναι αν δικαιούται να ορίζει μια ιδιωτική εταιρεία τα όρια της ελευθερίας του Λόγου, ένα από τα σημαντικότερα δικαιώματα και προϋπόθεση για πολλά άλλα δικαιώματα όπως του συνέρχεσθαι, της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, της εκπαίδευσης κ.ά.  Δηλαδή αν μια ιδιωτική κερδοσκοπική εταιρεία μπορεί να έχει το δικαίωμα να καθορίζει τις πολιτικές ελευθερίες των πολιτών. Φοβάμαι ότι αυτό πάει πιο πέρα και από κει που πήγε ο Όργουελ.  Οι ιδιωτικές εταιρείες των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης και γενικά των ΜΜΕ είναι εμπορικοί οργανισμοί  και ύπατη αξία τους είναι το κέρδος όχι οι πολιτικές ελευθερίες των πολιτών. Γι’ αυτό το Twitter εδώ και τέσσερα χρόνια δεν πήρε κανένα μέτρο εναντίον του μισαλλόδοξου λόγου του Trump παρά μόνο τώρα που φεύγει. Γι’ αυτό το Facebook πούλησε τα προσωπικά δεδομένα στην Cambridge Analytica που βοήθησαν τον Trump να εκλεγεί με τη παραγωγή και μαζική αποστολή προσαρμοσμένων στα προσωπικά δεδομένα των χρηστών, παραποιητικές ειδήσεις. Γι’ αυτό το Twitter βρίσκεται σε τροχιά συμβιβασμού με τον δικτάτορα Ερντογάν για πρακτικές που ουσιαστικά παραβιάζουν την ελευθερία λόγου των τούρκων πολιτών, γι’ αυτό η Netflix ήδη ήρθε σε παρόμοιο συμβιβασμό με την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας κοκ. Να γιατί δεν μπορούμε να αφήσουμε την προστασία της ελευθερίας του λόγου σε καμιά ιδιωτική εταιρεία, πολύ δε περισσότερο όταν αυτή η ελευθερία συνδέεται με πλήθος άλλων ατομικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών. Γιατί απλούστατα αυτές οι πολιτικές ελευθερίες δεν είναι προς πώληση.  Χωρίς πολιτικό και νομοθετικό πλαίσιο δεν υπάρχει ελευθερία του λόγου.

Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν επεκτείνει την δημόσια σφαίρα και το δικαίωμα λόγου σε οικουμενική κλίμακα. Γι’ αυτό χρειάζεται μια ανάλογη πολιτική δημοκρατική ρύθμιση σε οικουμενική κλίμακα. Αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφήσουμε να το κάνει μια ιδιωτική αμερικανική εταιρεία, κάτι που ενέχει και άλλες παραμέτρους, περισσότερο πολιτικές στον ορίζοντα των διεθνών σχέσεων. Μια τέτοια ρύθμιση πρέπει από τη μια πλευρά να θέτει φραγμό στους κινδύνους που προέρχονται από την αγορά και από την άλλη να θέτει φραγμό στους κινδύνους που προέρχονται από την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή  από τις κυβερνήσεις ή και από συναφείς διεθνείς οργανισμούς. Αν η οικουμενική ρύθμιση  δεν γίνει με δημοκρατικό τρόπο είτε θα την κάνει με αντιδημοκρατικό τρόπο ένας άλλος Trump, είτε θα καταλήξουν μια σειρά χώρες να υψώνουν τη φωνή ενός διαδικτυακού εθνικισμού, να περιχαρακώνουν δηλαδή τα διαδικτυακά τους σύνορα με έλεγχο, απαγορεύσεις και καταστολή με στόχο άλλες πολιτικές ελευθερίες. Είτε θα γίνονται αυτά όχι μέσω πολιτικών ρύθμισης, αλλά μέσω κανόνων «αγοράς».  Δεν πρέπει να φοβόμαστε τη ρύθμιση αλλά τους ρυθμιστές, το ποιοι θα είναι οι ρυθμιστές,  άρα και τι κανόνες ρύθμισης θα θεσπίσουν. Η ρύθμιση της παγκόσμιας ελευθερίας του λόγου στα ΜΚΔ είναι δηλαδή ζήτημα σχέσεων εξουσίας στο πεδίο της επικοινωνίας σε παγκόσμια κλίμακα.

Επιπρόσθετα, το ερώτημα σχετικά με το ποιος ρυθμίζει την ελευθερία του λόγου στα ΜΚΔ δεν είναι το μόνο ερώτημα σχετικά με την ελευθερία του λόγου και του Τύπου γενικά. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας σημειώθηκε πλήθος παραβιάσεων της ελευθερίας του Τύπου σε πολλές χώρες, γεγονός που ώθησε πολλούς διεθνούς οργανισμούς όπως το ECPMF, τους RSF κ.ά. που εργάζονται για την ελευθερία του Τύπου να αποστείλουν επιστολές στους ηγέτες της ΕΕ ζητώντας τους να γίνει να γίνει σεβαστή η Ελευθερία του Τύπου κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς είχαν παρατηρήσει σοβαρές παραβιάσεις. Ενδεικτικά, στην Ουγγαρία ψηφίστηκε η ποινική δίωξη των παραποιητικών ειδήσεων (fake news) χωρίς να ορίζονται αυτές οι ειδήσεις. Στη Σλοβενία η κυβέρνηση εγκαινίασε  εκστρατεία κατά των επικριτών της στα ΜΜΕ, στην Ιταλία επιβλήθηκαν περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης, ενώ στην Ελλάδα επιβλήθηκαν τρία (3) φίλτρα λογοκρισίας στην απογευματινή ενημέρωση κατά την ενημέρωση των δημοσιογράφων για την πορεία της πανδημίας : α) ως προς το ποιοι δημοσιογράφοι έχουν πρόσβαση στη συνέντευξη Τύπου – δεν είχαν όλοι, β) πώς έθεταν οι δημοσιογράφοι τις ερωτήσεις – τις έθεταν by proxy, με πρόσωπο που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση όχι τα ΜΜΕ και γ) οι δημοσιογράφοι είχαν δικαίωμα να υποβάλλουν μια (1) ερώτηση ενώ υπήρχε ενημέρωση από εκπροσώπους τριών (3) κυβερνητικών φορέων.

Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, λ.χ. στη Ρουμανία, καθιερώθηκε και ένας ακόμα μηχανισμός ελέγχου των ΜΜΕ, που ήταν η χρηματοδότησή τους, ιδιαίτερα των ιδιωτικών, από τον κρατικό προϋπολογισμό, με πρόσχημα την ενημέρωση για τον κορονοϊό. Η οποία όπως δείχνουν τα στοιχεία αναφορικά με τις ειδήσεις ήταν εξαιρετικά περιορισμένη στις κρίσιμες υγειονομικές διαστάσεις του ζητήματος. Με δυο λόγια βρισκόμαστε σε μια περίοδο έντασης ενός φαινομένου που το αποκαλώ «αυταρχική διαχείριση της ενημέρωσης» από την πλευρά της εκτελεστικής εξουσίας σε πλήθος χώρες, και στην Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα έχουν πληθύνει οι αναφορές για παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου στους σχετικούς πίνακες του Mapping Media Freedom. Υπάρχουν επιβεβαιωμένες αναφορές για πάνω από 130 περιπτώσεις το τελευταίο διάστημα μεταξύ των οποίων η παραίτηση της Δ. Κρουστάλλη, η λογοκρισία στην Ε. Ακρίτα, η επίθεση της αστυνομίας με μηχανές εναντίον φωτορεπόρτερ στις 6/12/2020 κ.ά. Κρίσιμη συνισταμένη αυτού του φαινομένου είναι η επιβολή μιας «ολοκληρωτικής μονομέρειας». Πάντα υπήρχε μονομέρεια στα κυρίαρχα ΜΜΕ, αλλά υπήρχαν, έστω και διακοσμητικά, αντιθετικές φωνές. Τώρα υπάρχουν μόνο καταφατικές φωνές, φωνές που συμφωνούν, ενίοτε διθυραμβικά με την εκτελεστική εξουσία, ενώ έξω από τα ΜΜΕ, αυξάνεται η κοινωνική και κοινωνική πόλωση, αν και δεν αυξάνεται ανάλογα η πολιτική.  Με δυο λόγια, αναπτύσσεται πλήθος επιχειρήσεων εξοβελισμού των επικριτικών φωνών της εκτελεστικής εξουσίας και εκτιμώ ότι το φαινόμενο θα ενταθεί την ερχόμενη περίοδο. Είτε με Trump είτε με Orban είτε χωρίς αυτούς διάγουμε μια περίοδο έντονου  ορμπανο-τραμπισμού και κρίσης Δημοκρατίας.