Δεν ήταν, σίγουρα, αυτό που χαρακτήρισε το 3ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν, όμως, από αυτά που δεν περιμένεις, που σε ανατριχιάζουν όταν τα βλέπεις στο συνέδριο ενός κόμματος της Αριστεράς με μακρά παράδοση στον διάλογο, στην ανεκτικότητα, στον σεβασμό στην άλλη άποψη.
Ο λόγος για τα μεμονωμένα μεν, αποκρουστικά δε, περιστατικά τραμπουκισμών απέναντι σε στελέχη όπως ο Θοδωρής Δρίτσας, ο Δημήτρης Βίτσας, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, όταν αυτοί βρίσκονταν στο βήμα και διατύπωναν μία διαφορετική από αυτήν του προέδρου άποψη. Περιστατικά που, αν και όχι κυρίαρχα, άφησαν αποτύπωμα στις εργασίες του συνεδρίου, αφού μετέφεραν κάποιες από τις πιο απεχθείς παραδόσεις άλλων κομματικών χώρων, και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Φραστικές επιθέσεις, ανοίκειοι χαρακτηρισμοί βγαλμένοι από τη δεκαετία του ‘80, ύβρεις και χουλιγκανικές συμπεριφορές από νεοεισερχόμενους οπαδούς, που κάποιοι βάφτισαν «συντρόφους».
Και είναι αλήθεια ότι πάρα πολύς κόσμος, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, περίμενε την καταληκτική ομιλία του προέδρου του κόμματος, προκειμένου να ακούσει από τον ίδιον την απόλυτη καταδίκη αυτών των φαινομένων, να εισπράξει το αυστηρό, κατηγορηματικό του μήνυμα προς όλους όσοι ονειρεύονται εκκαθαρίσεις, να τον δει να υψώνει ο ίδιος ανάχωμα απέναντι σε απεχθείς, διαλυτικές λογικές που δημιουργούν βαθιά ρήγματα στην ψυχή και στο σώμα του κόμματος. Δυστυχώς, το μήνυμα δεν εκπέμφθηκε. Τουλάχιστον όχι με την ένταση που απαιτούσε η κρισιμότητα των στιγμών. Όχι με τρόπο που αυτοί –οι εκπαιδευμένοι στη λογική «αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω»– θα καταλάβαιναν πως στο κόμμα στο οποίο ήρθαν, τέτοιες συμπεριφορές δεν είναι απλώς κατακριτέες, αλλά συνιστούν και αιτία αποπομπής από αυτό.
Το γιατί είναι το μεγάλο ερώτημα. Γιατί ο Αλέξης Τσίπρας –ο οποίος, προφανώς, ούτε προέρχεται από τέτοιου είδους παραδόσεις, ούτε μετέρχεται, προσωπικά, τέτοιες πρακτικές, ούτε αρμόζει στον χαρακτήρα του και στην πολιτική και ιδεολογική του συγκρότηση– δεν εμφανίζεται περισσότερο αποφασιστικός στην αντιμετώπιση και πάταξη αυτών των φαινομένων; Γιατί επιτρέπει να καλλιεργείται στο εσωτερικό του κόμματος, στο οποίο ηγείται, η απεχθής κουλτούρα των προπηλακισμών και της δολοφονίας χαρακτήρων, ενώ γνωρίζει άριστα πως η θέση ισχύος στην οποία βρίσκεται –πρόεδρος γαρ του κόμματος– του δίνει την άνεση να ανάβει το πράσινο ή το κόκκινο φως, να επιτρέπει να διαιωνίζονται ή να κόβει με το μαχαίρι, τέτοιες συμπεριφορές.
Έχει, ένθεν κακείθεν, χυθεί πολύ μελάνι για το πού πρέπει να πάει ο ΣΥΡΙΖΑ, ποια θα πρέπει να είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της πολιτικής του, ποιο το στίγμα του, ποια η κατεύθυνσή του.
Έχει αναλωθεί πολύς χρόνος και έχουν υπάρξει ευκρινείς διαφοροποιήσεις όχι ως προς την ανάγκη –που συνομολογείται από όλους– αλλά ως προς το περιεχόμενο της διεύρυνσής του. Είναι σαφείς οι διαφορετικές απόψεις σε σχέση με τη διατήρηση της αριστερής του φυσιογνωμίας ή τη διολίσθηση σε σοσιαλδημοκρατικά μονοπάτια. Όπως έχει γίνει σαφής η λυσσαλέα προσπάθεια του πολιτικού–εκδοτικού κατεστημένου να πείσει τον πρόεδρο του κόμματος πως είναι για το συμφέρον του η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα «κανονικό» κόμμα, μακριά από τις …εξαλλοσύνες του παρελθόντος.
Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο, έχει σημασία το μήνυμα που εκπέμπει η ηγεσία απέναντι σε φαινόμενα που θυμίζουν άλλους χώρους και άλλες εποχές. Έχει σημασία όταν υποθάλπεται, αν όχι δια της σιωπής, πάντως μέσω της χλιαρής αποδοκιμασίας, ένα κλίμα ανθρωποφαγίας που ειδικά σήμερα –την εποχή του διαδικτύου και των σόσιαλ μίντια– τείνει να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Έχει σημασία όταν δεν λαμβάνονται μέτρα εναντίον όσων ασχημονούν σε βάρος συντρόφων μέσα στο ίδιο τους το κόμμα, μέτρα εναντίον των ηθικών αυτουργών, αυτών που πυροδοτούν ένα κλίμα που ευνοεί τη δολοφονία χαρακτήρων και οδηγεί στον εξοστρακισμό κάθε μη αρεστής άποψης.
Και έχει σημασία αν η μία ή η άλλη κατεύθυνση που θα επιλέξει τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ, προϋποθέτει την αποδοχή ή τη διολίσθηση σε τέτοιου είδους παραδόσεις. Γιατί αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να απαντηθεί και το ερώτημα: θεωρείται αλληλένδετη η διεύρυνση του κόμματος με την αποδοχή απορριπτέων συμπεριφορών; Επιτρέπονται, δικαιολογούνται τα πάντα στην πορεία προς τον επιθυμητό για όλους στόχο, την ανατροπή δηλαδή της ανάλγητης δεξιάς κυβέρνησης της ΝΔ;
Αρχές, αξίες, ιδέες, κώδικες μπαίνουν στην άκρη στο όνομα της ευκταίας εκλογικής επικράτησης;
Γιατί αν είναι έτσι, πλησιάζει δυστυχώς η στιγμή που το κοίταγμα στον καθρέφτη θα είναι πολύ, μα πολύ, επώδυνο.
Τα καυτά προβλήματα που απαιτούν λύσεις, η ανακούφιση των εκατομμυρίων πολιτών που νιώθουν στη ζωή και την καθημερινότητά τους τη σκληρή πολιτική της ΝΔ, χρειάζονται ένα διαφορετικό μοντέλο πολιτικής. Που πέρα από μελετημένους αριθμούς, πέρα από επεξεργασμένα σχέδια, δεν μπορεί να εμπεριέχει εκπτώσεις στο ήθος. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της Αριστεράς, που δεν πρέπει να το χάσει στο όνομα –και με πρόσχημα– την απαραίτητη πολιτική αλλαγή, η οποία, αναμφίβολα, πρέπει να επέλθει το συντομότερο δυνατό.
Τα όσα –μεμονωμένα, επαναλαμβάνω– συνέβησαν στο Τάε Κβον Ντο κατά τη διάρκεια του 3ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση. Που οφείλουν, ωστόσο, οι έχοντες την ευθύνη της ομαλής συνύπαρξης όλων στο κόμμα, να τα πατάξουν όσο είναι ακόμη καιρός. Αν δεν θέλουν να χρεωθούν τη διαιώνιση και την παγίωση τέτοιων διχαστικών φαινομένων, με άδηλη την επίδρασή τους στη φυσιογνωμία του κόμματος και στο μήνυμα που εκπέμπει.