Πόσες πιθανότητες έχει καμιά/νείς από τη λαϊκή κινηματική βάση, από τους ανώνυμους είλωτες της βάσης των κομμάτων της Αριστεράς, όχι πια να ανέλθει στα ψηλά της ιεραρχίας αλλά να εκλεγεί, έστω, μεσαίο στέλεχος; Στη μεταδημοκρατική μας εποχή, μάλιστα, όταν οι παραδοσιακοί τρόποι συγκρότησης των κομματικών σχηματισμών (κινήματα, ενεργή κομματική ζωή, αυστηρή ιδεολογική συνοχή κ.ο.κ.) υποχωρούν, με την ταυτόχρονη σύγχυση στον τρόπο λήψης των αποφάσεων (αθέατα παράκεντρα εξουσίας), η δυσκολία να ανέλθεις με το πολιτικό σου εκτόπισμα, με κριτήριο δηλαδή την προσφορά σου στο συλλογικό καλό, μεγαλώνει.
Μια σύντομη ανάγνωση των, περιώνυμων και στην Αριστερά, βιογραφικών, επί παραδείγματι, των νέων βουλευτριών/τών είναι ενδεικτική: γιατροί, δικηγόροι και άνθρωποι της τηλοψίας, επαγγέλματα δηλαδή υψηλής αναγνωρισιμότητας, σχεδόν εκτοπίζουν όλα τα άλλα. Χειρώνακτες, αγρότες, υπάλληλοι κ.ο.κ., άνθρωποι δηλαδή των στρωμάτων που ταξικά και ταυτοτικά συγκροτούν την Αριστερά, υποεκπροσωπούνται, αν δεν απουσιάζουν θεαματικά. Όχι βεβαίως διότι υπολείπονται σε ιδεολογική επάρκεια ή σε κινηματική δράση, τουναντίον. Αλλά διότι η όξυνση των ταξικών ανισοτήτων μποϋκοτάρει και την πολιτική ισότητα, άρα και τη δημοκρατία, παντού. Κι όταν η δημοκρατία διαβρώνεται, πρυτανεύει η λογική της ανάθεσης που αλλάζει τους συσχετισμούς: η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία εκτοπίζεται από τις περσόνες. Η νέα, μεταδημοκρατική αριστοκρατία είναι εδώ: λόγος ανάδειξης δεν είναι πια τα λεγόμενα “ένσημα” στους κοινωνικούς αγώνες αλλά η, με οποιονδήποτε τρόπο αποκτημένη, δυνατότητα να σε αναγνωρίζουν.
Αόρατοι και “επώνυμοι”
Έτσι, οι αόρατοι/ες εργάτες/τριες του κόμματος που κινούνται στις γειτονιές, κουβαλούν καρέκλες για τις εκδηλώσεις, μοιράζουν φυλλάδια στις λαϊκές, δίνουν σπίθα στα κινήματα, όταν επιθυμήσουν να εκλεγούν στα κέντρα λήψης αποφάσεων, έχουν μηδενικές πιθανότητες να υποσκελίσουν το δυναμικό κομμάτι εκείνων που η ζωή -και η ταξική της συγκρότηση- τα ‘φερε έτσι ώστε να αναγνωρίζονται από εξωκομματικές – εξωπολιτικές δράσεις. Η ιδεολογική / πολιτική συγκρότηση παραμερίζεται μπροστά στο ιλουστρέ των λεγόμενων “επώνυμων”, πρωταγωνιστών είτε της ζωής της περιφέρειας είτε της ευρύτερης, πανελλαδικής.
Βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε μια ολική διαφοροποίηση της συνείδησης: ο αριστερός άνθρωπος δεν πριμοδοτεί πια τον/ην όμοιό/ά του αλλά εκείνον/ην που θεωρεί, τρόπον τινά, ανώτερο/η: τον/ην καθ’ οιονδήποτε τρόπο διάσημο/η. Η συμμετοχή των μαζών περνά μέσα από τη εκλογή όχι των πραγματικών εκπροσώπων τους αλλά των από πάνω. Το πλεονέκτημα της αναγνωρισιμότητας κάνει πραγματικότητα την αρχή της ανάθεσης, με όλες τις ανισότητες που αυτή επιφέρει, και δίνει προβάδισμα όχι πάντα στους αξιότερους.
Η μεταδημοκρατία της “επωνυμίας”
Έτσι: η παρότρυνση του συντρόφου Αλέξη Τσίπρα, από το βήμα του συνεδρίου, στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. που έχουν δικαίωμα ψήφου για τη νέα Κ.Ε., “μην πάτε να ψηφίσετε με τα χαρτάκια και τις λίστες που θα σας δώσουν οι τάσεις και τα ρεύματα ιδεών”, κρίνεται ως μη ορθή. «Σας καλώ όλους να κάνουμε μια δημοκρατική επανάσταση όχι μόνο στον τρόπο εκλογής αλλά και στον τρόπο σκέψης μας», είπε, λησμονώντας πως δημοκρατική επανάσταση δεν είναι να προτάσσεις το βιογραφικό -τούτο αποτελεί υπόθεση των πολυεθνικών που αναζητούν αγοραία προσοντούχους- αλλά το ακριβώς ανάποδό του. Να δίνεις ρόλο στο μέλος που η αναγνωρισιμότητά του δεν υπερβαίνει τα όρια της γειτονιάς και, φυσικά, είναι απολύτως αναντίστοιχη με την προσφορά του, να δίνεις ρόλο στην/ον διανοούμενο/η που εκτοπίζεται από τον/ην τηλεοπτικό δημοσιολογούντα, να δίνεις ρόλο στη νεαρή γκαρσόνα και την καθαρίστρια ή στον νεαρό ντιλίβερι μπόι, αυτό αποτελεί επαναστατική διαδικασία. Κι αυτό αρμόζει σε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Διότι, ας μην γελιόμαστε: καταρχάς, ομαδοποιήσεις “χωρίς ιδεολογική στρατηγική και χωρίς πολιτική διακριτότητα” ουδέποτε υπήρξαν. Ούτε στην Αριστερά ούτε πουθενά αλλού στο πολιτικό φάσμα. Οπότε, ο καθείς και η καθεμιά, για να (ανα)γνωρίσει τους/ις ομοϊδεάτες/ισσες, πέραν των “σταρ”, χρειάζεται υπόδειξη. Διότι συχνά μπορεί να (ανα)γνωρίζει τα πρόσωπα και την προσφορά τους, δεν μπορεί όμως πάντα, μέσα στην πολυπλοκότητα της σύγχρονης ζωής, να τα αντιστοιχίσει στα ονόματα που βλέπει στο χαρτί.
Οφείλουν οι τάσεις και τα ρεύματα ιδεών να μοιράζουν σε συντρόφους/ισσες τα, κατασυκοφαντημένα, χαρτάκια διότι έτσι θα καταφέρουν να συστήσουν κάποιους/ες από τους/ις ανώνυμους/ες εργάτες/τριες της βάσης. Και θα τους πριμοδοτήσουν με ψήφους ώστε να μην καθίσταται η λήψη των αποφάσεων προνόμιο μιας ιδιότυπης δήθεν αξιοκρατίας των βιογραφικών και μιας απολιτίκ δημοφιλίας -την οποία η Αριστερά πλήρωσε, συχνά, ακριβά.
Ισότητα των ευκαιριών
Η “ποιότητα της εσωκομματικής μας δημοκρατίας” για την οποία μίλησε ο σ. Τσίπρας εξαρτάται από τη διασφάλιση της ισότητας των ευκαιριών των μελών. Η οποία, σε μια τέτοια, δυστοπική, βαθιά ανταγωνιστική, ακραία ταξική κοινωνία, μοναχά με την πριμοδότηση των ανθρώπων που πορεύονται στα χαμηλά μπορεί να εξασφαλιστεί. “Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά”, λέει ο ποιητής. Και οι αγωνιστές/στριες πορεύονται συχνότατα δίχως αριστεύσαντα βιογραφικά, δίχως φώτα και προβολείς στα πρόσωπά τους, δίχως την εξουσία της δημοσιότητας. Μαθαίνονται από στόμα σε στόμα, από λίστα σε λίστα κι από χαρτάκι σε χαρτάκι. Μέχρι να προχωρήσουμε σε δραστικές λύσεις -νέες ποσοστώσεις, εξαιρέσεις και περιορισμούς των περσόνων, εκείνων που διατηρούν προβάδισμα λόγω τηλοψίας, καλλιτεχνών, δημοσιογράφων ή και επιστημόνων κ.ο.κ.-, οι λίστες και τα χαρτάκια όλων των τάσεων είναι, ίσως, ο μόνος, και σίγουρα ο πιο αποτελεσματικός, τρόπος να ακουστεί η φωνή των από κάτω. Τον χρειάζονται όλοι/ες οι πραγματικοί είλωτες της κομματικής βάσης, ώστε να βγουν από το φάσμα του αποκλεισμού και να συνδιαμορφώσουν, όπως τους αξίζει, τις τύχες τους.
*Η Κατέ Καζάντη είναι μέλος της Ο.Μ. Νεάπολης Εξαρχείων του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ.