ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

Danny Katch/Θα είναι ο σοσιαλισμός βαρετός;

Ο σοσιαλισμός δεν έχει να κάνει με την επιβολή νηφάλιας μετριότητας. Έχει να κάνει με την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνατοτήτων όλων.

Το έτος ήταν το 2081, και επιτέλους όλοι ήταν ίσοι. Δεν ήταν μόνο ίσοι ενώπιον του Θεού και του νόμου. Ήταν ίσοι από κάθε άποψη. Κανείς δεν ήταν πιο έξυπνος από κάποιον άλλον. Κανείς δεν ομορφότερος από κάποιον άλλον. Κανείς δεν ήταν πιο δυνατός ή πιο γρήγορος από κάποιον άλλο. Όλη αυτή η ισότητα οφειλόταν στην 211η, 212η και 213η τροποποίηση του Συντάγματος και στην αδιάκοπη επαγρύπνηση των πρακτόρων του Στρατηγού Χάντικαπερ των Ηνωμένων Πολιτειών.

Αυτή δεν είναι η δική μου εκδοχή του 2081, αλλά του Kurt Vonnegut στις πρώτες γραμμές του «Harrison Bergeron», μιας σύντομης ιστορίας για ένα μέλλον στο οποίο όλοι είναι ίδιοι. Οι ελκυστικοί άνθρωποι αναγκάζονται να φορούν μάσκες, οι έξυπνοι άνθρωποι να έχουν ακουστικά που αποσπούν σε τακτά διαστήματα τις σκέψεις τους με δυνατούς θορύβους και ούτω καθεξής.

Όπως θα περίμενε κανείς από τον Vonnegut, υπάρχουν μερικές σκοτεινές ξεκαρδιστικές στιγμές – όπως μια παράσταση μπαλέτου στην οποία οι χορευτές έχουν βάρη δεμένα στα πόδια –  αλλά σε αντίθεση με τις περισσότερες ιστορίες του, το “Harrison Bergeron” βασίζεται σε μια αντιδραστική υπόθεση: η ισότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της κατακρήμνισης των πιο ταλαντούχων στη μετριότητα των μαζών.

Στην επιστημονική φαντασία ο σοσιαλισμός έχει συχνά απεικονιστεί με τέτοια μοτίβα γκρίζων δυστοπικών όρων, που αντικατοπτρίζουν την αμφιθυμία που έχουν πολλοί καλλιτέχνες απέναντι στον καπιταλισμό. Οι καλλιτέχνες συχνά απωθούνται από τις αντιανθρωπιστικές αξίες και την εμπορευματοποιημένη κουλτούρα της κοινωνίας τους αλλά γνωρίζουν επίσης ότι έχουν μια μοναδική θέση μέσα σε αυτήν, που τους επιτρέπει να εκφράσουν τη δημιουργική τους ατομικότητα — αρκεί αυτή να πουλάει. Φοβούνται ότι ο σοσιαλισμός θα τους αφαιρέσει αυτό το προνόμιο και θα τους υποβιβάσει στο επίπεδο των απλών εργατών, επειδή δεν μπορούν να φανταστούν έναν κόσμο που εκτιμά και ενθαρρύνει την καλλιτεχνική έκφραση όλων των μελών του.

Φυσικά υπάρχει ένας άλλος λόγος που οι σοσιαλιστικές κοινωνίες φαντάζονται ζοφερές και θλιβερές: οι περισσότερες από τις κοινωνίες που αυτοαποκαλούνταν σοσιαλιστικές ήταν ζοφερές και θλιβερές. Λίγο μετά τις επαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη που τερμάτισαν την κυριαρχία της Σοβιετικής Ένωσης, οι Rolling Stones έδωσαν μια θρυλική συναυλία στην Πράγα στην οποία τους υποδέχτηκαν ως πολιτιστικούς ήρωες.

Το πρόβλημα είναι ότι ήταν 1990, ο Mick και ο Keith ήταν σχεδόν πενήντα, και είχαν περάσει χρόνια από την πιο πρόσφατη επιτυχία τους, ένα τραγούδι που ονομάζεται “Harlem Shuffle” που είναι απαίσιο. Ξεχάστε τα λογοκριμένα βιβλία και τις απαγορεύσεις διαδηλώσεων. Αν θέλετε να καταλάβετε πόσο βαρετή ήταν η σταλινική κοινωνία, δείτε το βίντεο για το «Harlem Shuffle» και μετά σκεφτείτε μια από τις πιο όμορφες πόλεις της Ευρώπης να χάνει τα λογικά της από τη χαρά που είχε την ευκαιρία να δει αυτούς τους τύπους.

Έχει πραγματικά σημασία αν ο σοσιαλισμός είναι βαρετός; Ίσως φαίνεται ανόητο, ακόμη και προσβλητικό, να ανησυχούμε για ένα τόσο ασήμαντο θέμα σε σύγκριση με τη φρίκη που επιφέρει ο καπιταλισμός όλη την ώρα. Σκεφτείτε τους κινδύνους των αυξανόμενων τυφώνων και των πυρκαγιών που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή, το τραύμα να χάνεται το σπίτι ή την δουλειά σας ή την ανασφάλεια του να μην ξέρετε εάν ο άντρας που κάθεται δίπλα σας, σας σκέφτεται να σας βιάσει. Μας αρέσει να παρακολουθούμε ταινίες για το τέλος του κόσμου ή ανθρώπους που αντιμετωπίζουν αντιξοότητες, αλλά στην πραγματική μας ζωή οι περισσότεροι από εμάς προτιμούν το προβλέψιμο και τη ρουτίνα.

Το να ανησυχείς ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να είναι βαρετός μπορεί να φαίνεται σαν το απόλυτο «πρόβλημα των λευκών», όπως θέλει να λέει το διαδίκτυο. Σίγουρα θα ήταν ωραίο να εξαλείψουμε τη φτώχεια, τον πόλεμο και τον ρατσισμό,  … αλλά τι γίνεται αν βαρεθώ;

Αλλά έχει σημασία, φυσικά, γιατί δεν θέλουμε να ζούμε σε μια κοινωνία χωρίς δημιουργικότητα και ενθουσιασμό, και επίσης επειδή εάν αυτά τα πράγματα καταπνίγονται, τότε πρέπει να υπάρχει μια ορισμένη κυρίαρχη κλίκα ή τάξη που τα πνίγει — είτε πιστεύουν ότι αυτό είναι για το καλό μας, είτε όχι. Τέλος, αν ο σοσιαλισμός είναι μπαγιάτικος και στατικός, δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει τον καπιταλισμό, που μπορεί να κατηγορηθεί για πολλά άσχημα πράγματα, αλλά η βαρεμάρα δεν είναι ένα από αυτά.

Ο καπιταλισμός έχει επαναστατικοποιήσει τον κόσμο πολλές φορές τα τελευταία διακόσια χρόνια και άλλαξε τον τρόπο σκέψης, εμφάνισης, επικοινωνίας και εργασίας μας. Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες, αυτό το σύστημα προσαρμόστηκε γρήγορα και αποτελεσματικά στο παγκόσμιο κύμα διαμαρτυριών και απεργιών στις δεκαετίες του ’60 και του ’70: τα συνδικαλιζόμενα εργοστάσια έκλεισαν και μεταφέρθηκαν σε άλλες γωνιές του κόσμου, ο δεδηλωμένος ρόλος της κυβέρνησης μετατοπίστηκε από τη βοήθεια προς τους ανθρώπους στη βοήθεια προς τις εταιρίες προκειμένου εκείνες να βοηθήσουν τους ανθρώπους και τελικά όλες αυτές οι αλλαγές και άλλες επίσης μας πουλήθηκαν ως σαν αυτό για το οποίο αγωνίζονταν οι διαδηλωτές – έναν κόσμο στον οποίο κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί γεννιούνται με ίσο δικαίωμα να αγοράσει όσα smartphone και βιομηχανικά σκισμένα τζιν θέλει.

Ο καπιταλισμός μπορεί να επανεφεύρει τον εαυτό του πολύ πιο γρήγορα από οποιαδήποτε προηγούμενη οικονομική τάξη πραγμάτων. «η αμετάβλητη διατήρηση του παλιού τρόπου παραγωγής», γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, «αποτελούσε τον πρώτο όρο ύπαρξης όλων των προηγούμενων βιομηχανικών τάξεων. Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση διακρίνουν την αστική εποχή από όλες τις προηγούμενες».

Το αποτέλεσμα είναι ένας κόσμος σε συνεχή κίνηση. Η χθεσινή βιομηχανική περιοχή είναι η σημερινή παραγκούπολη είναι η αυριανή γειτονιά των χίπστερ. Ό,τι είναι στερεό γίνεται αέρας. Αυτή είναι μια άλλη γραμμή από το Μανιφέστο και επίσης το όνομα ενός υπέροχου βιβλίου του Marshall Berman, ο οποίος γράφει ότι το να ζούμε στον σύγχρονο καπιταλισμό σημαίνει «να βρεθούμε σε ένα περιβάλλον που μας υπόσχεται περιπέτεια, δύναμη, χαρά, ανάπτυξη, μεταμόρφωση του εαυτού μας και του κόσμου — και ταυτόχρονα, αυτό απειλεί να καταστρέψει όλα όσα έχουμε, όλα όσα γνωρίζουμε, όλα όσα είμαστε».

Ωστόσο, οι περισσότερες από τις ζωές μας είναι κάθε άλλο από συναρπαστικές. Δουλεύουμε για τα αφεντικά που θέλουν να είμαστε ανεγκέφαλα drones. Ακόμη και όταν μια cool καινούργια εφεύρεση έρχεται στο χώρο εργασίας μας, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τελικά θα χρησιμοποιηθεί για να μας κάνει να βγάζουμε περισσότερη δουλειά σε λιγότερο χρόνο, κάτι που μπορεί να ηδονίζει τους μάνατζερ αλλά θα γεμίσει τις μέρες μας με περισσότερη αγγαρεία.

Εκτός δουλειάς, είναι η ίδια ιστορία. Τα σχολεία βλέπουν ως πρωταρχικό τους καθήκον την παροχή  «ετοιμότητας για καριέρα», η οποία είναι μια αθώα φράση που σημαίνει την προετοιμασία των παιδιών στο να χειριστούν τις μαλακίες της εργασίας. Ακόμη και εκείνες οι λίγες ώρες που υποτίθεται ότι είναι δικές μας, αφιερώνονται ως επί το πλείστον σε πλύσιμο ρούχων, μαγείρεμα, καθάρισμα, έλεγχο των ασκήσεων και σε όλες τις άλλες απαραίτητες εργασίες για να ετοιμάσουμε τους εαυτούς μας και τις οικογένειές μας για την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Οι περισσότεροι από εμάς βιώνουμε την έξαψη του καπιταλισμού μόνο ως κάτι που συμβαίνει κάπου αλλού: νέα gadget για πλούσιους ανθρώπους, ξέφρενα πάρτι για διασημότητες, εκπληκτικές παραστάσεις για να παρακολουθήσει κανείς από τον καναπέ του. Από τη θετική πλευρά, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι καλύτερες από το “Harlem Shuffle”.

Ακόμη χειρότερα, όταν ερχόμαστε σε άμεση επαφή με τον ενθουσιασμό, είναι συνήθως επειδή η θέση μας πρόκειται να χειροτερεύσει. Οι δουλειές μας αντικαθίστανται από αυτό το απίστευτο νέο ρομπότ, αδυνατούμε πλέον να πληρώσουμε το νοίκι μας από τότε που χτίστηκε ο όμορφος πολυτελής πύργος απέναντι. Προσθέτοντας προσβολές στο τραύμα μας λένε τότε πως αν παραπονιόμαστε στεκόμαστε εμπόδιο στην πρόοδο.

Η θυσία ατόμων στο όνομα της κοινωνικής προόδου λέγεται ότι είναι μια από τις φρικαλεότητες του σοσιαλισμού, ενός κόσμου που διοικείται από απρόσωπους γραφειοκράτες που υποτίθεται ότι ενεργούν για το κοινό καλό. Υπάρχουν όμως πολλοί αόρατοι και μη εκλεγμένοι που λαμβάνουν αποφάσεις στον καπιταλισμών, από αξιωματούχους ασφαλιστικών φορέων που δεν μας γνωρίζουν αλλά μπορούν να καθορίσουν αν μια χειρουργική επέμβαση μας είναι «απαραίτητη» μέχρι ιδρύματα που χρηματοδοτούνται από δισεκατομμυριούχους που αποφασίζουν ότι σχολεία που δεν έχουν επισκεφτεί ποτέ είναι «αποτυχημένα». .»

Ο σοσιαλισμός επίσης περιλαμβάνει πολλές αλλαγές, ανατροπές, ακόμη και χάος, αλλά αυτό το χάος, όπως θα μπορούσε να έλεγε ο Hal Draper, προέρχεται από τα κάτω. Κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης, η σοβιετική κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Μπολσεβίκων αφαίρεσε τον γάμο από τον έλεγχο της εκκλησίας ένα μήνα μετά την ανάληψη της εξουσίας και επέτρεψε στα ζευγάρια να χωρίσουν κατόπιν αιτήματος εκάστου συντρόφου.

Αυτοί οι νόμοι άλλαξαν δραματικά τη δυναμική της οικογένειας και τη ζωή των γυναικών, όπως αποδεικνύεται από μερικούς από τους στίχους τραγουδιών που γίνονται δημοφιλείς στα αγροτικά ρωσικά χωριά:

«Κάποτε ο άντρας μου χρησιμοποιούσε τις γροθιές και τη δύναμη του. Τώρα όμως είναι τόσο τρυφερός. Γιατί φοβάται το διαζύγιο. Δεν φοβάμαι πλέον τον άντρα μου. Αν δεν μπορέσουμε να συνεργαστούμε, θα πάω στο δικαστήριο και θα χωρίσουμε».

Φυσικά, το διαζύγιο μπορεί να είναι σπαρακτικό αλλά όπως και λυτρωτικό. Οι επαναστάσεις θέτουν τα πάντα υπό ένα νέο φως, από τους ηγέτες μας μέχρι και τους αγαπημένους μας, κάτι που μπορεί να είναι συναρπαστικό και ανυπόφορο. «Τα γιγαντιαία γεγονότα», έγραφε ο Τρότσκι σε ένα άρθρο το 1923, «έχουν πέσει πάνω στην οικογένεια με το παλιό της σχήμα, τον πόλεμο και την επανάσταση. Και ακολουθώντας τα ερχόταν σιγά-σιγά ο υπόγειος τυφλοπόντικας — η κριτική σκέψη, η συνειδητή μελέτη και αξιολόγηση των οικογενειακών σχέσεων και των τρόπων ζωής. Δεν είναι περίεργο που αυτή η διαδικασία επιδρά με τον πιο οικείο και ως εκ τούτου πιο οδυνηρό τρόπο στις οικογενειακές σχέσεις».

Σε άλλο άρθρο του ο Τρότσκι περιέγραφε την καθημερινή εμπειρία στην επαναστατική Ρωσία ως «τη διαδικασία με την οποία η καθημερινή ζωή για τις εργαζόμενες μάζες διαλύεται και διαμορφώνεται εκ νέου». Όπως ο καπιταλισμός, αυτά τα πρώτα βήματα προς τον σοσιαλισμό πρόσφεραν τόσο την υπόσχεση της δημιουργίας όσο και την απειλή της καταστροφής, αλλά με την κρίσιμη διαφορά ότι οι άνθρωποι για τους οποίους έγραφε ο Τρότσκι έπαιζαν ενεργό ρόλο στον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο άλλαζε ο κόσμος τους.

Απείχαν πολύ από το να έχουν τον πλήρη έλεγχο, ειδικά πάνω στη μαζική φτώχεια και τον αναλφαβητισμό που τους είχαν κληροδοτήσει ο τσάρος και ο παγκόσμιος πόλεμος. Αλλά ακόμη και σε αυτές τις άθλιες συνθήκες, τα χρόνια μεταξύ της Οκτωβριανής Επανάστασης και της τελικής εδραίωσης της εξουσίας του Στάλιν έδειξαν τον ενθουσιασμό μιας κοινωνίας στην οποία ανοίγονταν για πρώτη φορά νέες πόρτες στις πλειοψηφούσες τάξεις.

Υπήρξε μια έκρηξη τέχνης και πολιτισμού. Πρωτοπόροι ζωγράφοι και γλύπτες διακοσμούσαν τις δημόσιες πλατείες των ρωσικών πόλεων με τη φουτουριστική τους τέχνη. Για την ιστορία, ο Λένιν μισούσε τους φουτουριστές, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει το περιοδικό τους, Art of the Commune. Τα μπαλέτα και τα θέατρα άνοιξαν στο ευρύ κοινό. Πολιτιστικές ομάδες και επιτροπές εργαζομένων συνεργάζονταν προκειμένου να φέρουν την τέχνη και την καλλιτεχνική εκπαίδευση στα εργοστάσια. Ο σκηνοθέτης Σεργκέι Αϊζενστάιν κέρδισε παγκόσμια φήμη για την πρωτοποριακή τεχνική των ταινιών του που απεικονίζουν τη Ρωσική Επανάσταση.

Η ανόητη υπόθεση του «Harrison Bergeron» διαψεύστηκε. Ο σοσιαλισμός δεν θεώρησε ότι οι ταλαντούχοι καλλιτέχνες αποτελούν απειλή για την «ισότητα» ή δεν βρήκε κάποια αντίφαση μεταξύ της εκτίμησης προς μεμονωμένος καλλιτέχνες και του ανοίγματος του προηγουμένως ελιτιστικού κόσμου της τέχνης στις μάζες των εργατών και των αγροτών.

Οι δυνατότητες του σοσιαλισμού που ο κόσμος φευγαλέα αντίκρισε στη Ρωσία για λίγα χρόνια δεν ήταν ένα αποστειρωμένο πείραμα ελεγχόμενο από μια χούφτα θεωρητικών, αλλά ένα ακατάστατο και συναρπαστικό δημιούργημα δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που έψαχναν για έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας και ανθρώπινων σχέσεων, με όλες τις δεξιότητες, τα εμπόδια και τις νευρώσεις που είχαν αποκτήσει ζώντας στον καπιταλισμό, στις φρικτές συνθήκες μιας φτωχής, κατεστραμμένης από τον πόλεμο χώρας. Τα σκάτωσαν με όλους τους τρόπους, αλλά έδειξαν επίσης ότι ο σοσιαλισμός είναι μια πραγματική πιθανότητα, όχι ένα ουτοπικό όνειρο που δεν ταιριάζει με στις ανάγκες των πραγματικών ανθρώπινων όντων.

Και η κοινωνία προς την οποία έδειχναν ήταν ένα μέρος όπου η ισότητα δεν σήμαινε υποβάθμιση αλλά ανύψωση του γενικού πολιτιστικού και πνευματικού επιπέδου της κοινωνίας. Στα πολλά μυθιστορήματα, ταινίες και τις άλλες καλλιτεχνικές αποδόσεις του σοσιαλισμού, γίνεται ελάχιστη αναφορά στα αυξανόμενα ποσοστά διαζυγίων και στις έντονες συζητήσεις για την τέχνη. Τα περισσότερα από αυτά τα έργα περιγράφουν κοινωνίες χωρίς σύγκρουση, γι’ αυτό και φαντάζουν τόσο ανατριχιαστικά — συμπεριλαμβανομένων εκείνων που στόχο έχουν να προάγουν τον σοσιαλισμό.

Ένα παρόμοιο πρόβλημα υπάρχει στο εσωτερικό πολλών κινήματα διαμαρτυρίας σήμερα, στα οποία ορισμένοι ακτιβιστές θέλουν να οργανώσουν δράσεις και συναντήσεις γύρω από ένα μοντέλο συναίνεσης, πράγμα που σημαίνει ότι σχεδόν όλοι οι παρόντες πρέπει να συμφωνήσουν σε μια απόφαση προκειμένου αυτή να υιοθετηθεί. Η συναίνεση μπορεί μερικές φορές να είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ ανθρώπων που δεν γνωρίζουν και δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, ειδικά επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτήν την υποτιθέμενη δημοκρατική κοινωνία δεν έχουν σχεδόν καμία εμπειρία συμμετοχής σε δημοκρατική διαδικασία διαλόγου, αντιπαράθεσης και στη συνέχεια πλειοψηφικής ψηφοφορίας.

Ωστόσο, όταν οι διοργανωτές βλέπουν τη συναίνεση όχι μόνο ως προσωρινή τακτική αλλά ως πρότυπο για το πώς πρέπει να διοικείται η κοινωνία, υπάρχει πρόβλημα. Θέλω να ζω σε μια δημοκρατική κοινωνία με συγκρούσεις και επιχειρήματα, όπου οι άνθρωποι δεν θα φοβούνται να υπερασπιστούν αυτό που πιστεύουν και δεν θα πιέζονται να λειάνουν τις απόψεις τους, ώστε, όταν επιτευχθεί συμβιβασμός, να μπορούμε να προσποιούμαστε ότι όλοι συμφωνούσαμε από την αρχή. Εάν η αντίληψη σας για το σοσιαλισμό βασίζεται στην ιδέα ότι οι άνθρωποι θα σταματήσουν να μπαίνουν σε διαμάχες και ακόμη και περιστασιακά να συμπεριφέρονται σαν κόπανοι, μάλλον θα πρέπει να βρείτε άλλο σκοπό.

«Ο σοσιαλισμός δεν πρόκειται να δημιουργηθεί», έγραψε κάποτε ο Λένιν, «με αφηρημένο ανθρώπινο υλικό, ή με ανθρώπινο υλικό ειδικά προετοιμασμένο από εμάς, αλλά με το ανθρώπινο υλικό που μας κληροδότησε ο καπιταλισμός. Είναι αλήθεια ότι αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά καμία άλλη προσέγγιση αυτού του καθήκοντος δεν είναι αρκετά σοβαρή ώστε να δικαιολογεί συζήτηση».

Στο να είσαι ένας αποτελεσματικός σοσιαλιστής, είναι εξαιρετικά χρήσιμο να αγαπάς τους ανθρώπους. Όχι η ανθρωπιά ως έννοια αλλά οι πραγματικοί, ιδρωμένοι άνθρωποι. Στο «All That Is Solid Melts into Air», ο Berman αφηγείται μια ιστορία για τον Robert Moses, τον διάσημο πολεοδόμο της Νέας Υόρκης που ισοπέδωσε ολόκληρες γειτονιές που στέκονταν ως εμπόδια στα σημεία όπου οραματιζόταν νέους αυτοκινητόδρομους. Ο Μωυσής, ένας φίλος, είπε κάποτε, «αγαπούσε τον κόσμο, αλλά όχι ως ανθρώπους». Έφτιαξε πάρκα, παραλίες και αυτοκινητόδρομους για να χρησιμοποιούν οι μάζες, παρόλο που μισούσε τους περισσότερους Νεοϋορκέζους της εργατικής τάξης με τους οποίους που ήρθε σε επαφή.

Το να αγαπάς τον κόσμο αλλά όχι τους ανθρώπους είναι επίσης χαρακτηριστικό των ελιτίστων σοσιαλιστών, των οποίων η πίστη βασίζεται περισσότερο σε πενταετή αναπτυξιακά πλάνα, ουτοπικά σχέδια ή τη νίκη στις μελλοντικές εκλογές παρά στα θαύματα που μπορούν να επιτύχουν εκατοντάδες εκατομμύρια όταν εμπνευστούν και απελευθερωθούν. Γι’ αυτό και τα οράματά τους για το σοσιαλισμό είναι τόσο άψυχα και δίχως φαντασία.

Αντίθετα, ο Μαρξ, ο οποίος συχνά παρουσιάζεται ως ένας απομονωμένος διανοούμενος, ήταν ένα θορυβώδες, εριστικό, αστείο, παθιασμένο άτομο που είχε δηλώσει κάποτε ότι η αγαπημένη του φράση ήταν η αρχή: «Είμαι άνθρωπος, και τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πώς ένας κόσμος που θα κυβερνάται από την πλειοψηφία των ανθρώπων, με όλα τα ένδοξα και εξοργιστικά διαφορετικά ταλέντα, προσωπικότητες, τρέλες και πάθη μας, θα μπορούσε ποτέ να είναι βαρετός.