ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

Made in America

 

Η αρχή έγινε με την αθέτηση της προεκλογικής δέσμευσης των Δημοκρατικών για αύξηση του ωρομίσθιου στα 15 δολάρια σε ομοσπονδιακό επίπεδο, από τα 7,25 δολάρια που ισχύουν από το 2009. Δεν ήταν μόνο η λυσσαλέα αντίδραση των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο που απέτρεψε την έγκριση της αύξησης και τον διαχωρισμό της από το πακέτο μέτρων στήριξης για τον κορωνοϊό, συνολικού ύψους 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η αντίθεση των Ρεπουμπλικανών ήταν δεδομένη.  Όμως τη διαφορά και το αποτέλεσμα στη Γερουσία, όπου οι Δημοκρατικοί έχουν οριακή πλειοψηφία, έκριναν οι «πισώπλατες μαχαιριές» από δύο Δημοκρατικούς γερουσιαστές στην αρχή -Τζο Μάντσιν (Δυτική Βιρτζίνια) και Κίρστεν Σινέμα (Αριζόνα)- και από άλλους έξι στο τέλος της διαδικασίας.

Το ναυάγιο του ωρομίσθιου

Το σχέδιο που προώθησε η ομάδα των προοδευτικών Δημοκρατικών (Μπέρνι Σάντερς, Ελίζαμπεθ Γουόρεν κ.ά.) προέβλεπε σταδιακή αύξηση του ωρομίσθιου σε 15 δολάρια μέχρι το 2025. Τι ήταν αυτό που οδήγησε τους οκτώ Δημοκρατικούς γερουσιαστές να πάνε κόντρα στο επίσημο κομματικό πρόγραμμα και να αψηφήσουν ακόμα και τη δημοσκόπηση που έδειξε ότι τα δύο τρίτα των Αμερικανών (59%) υποστηρίζουν την αύξηση, ενώ το ένα τρίτο (34%) διαφωνεί (Reuters / Ipsos, 25.2.2021); Η απάντηση βρίσκεται στις πιέσεις από ομάδες ειδικών επιχειρηματικών συμφερόντων. Καθώς και σε μια έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμού του Κογκρέσου που προβλέπει ότι η αύξηση αυτή θα ωφελούσε μεν 17 εκατομμύρια εργαζόμενους και θα έβγαζε 1 εκατομμύριο ανθρώπους από το όριο της φτώχειας, αλλά θα έφερνε απολύσεις 1,4 εκατομμυρίων εργαζομένων και θα μεγάλωνε το ομοσπονδιακό έλλειμμα κατά 54 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε δέκα χρόνια λόγω της αύξησης του κόστους αγαθών και υπηρεσιών που πληρώνει το Δημόσιο.

Οικονομολόγοι όπως ο Μάικλ Ράιχ από το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ απάντησαν ότι η αύξηση του ωρομίσθιου δεν θα εκτοξεύσει το ομοσπονδιακό έλλειμμα, αντίθετα το κράτος θα έχει ετήσιο όφελος 65 δισεκατομμυρίων δολαρίων από φόρους και από τη μείωση δαπανών για κοινωνικά προγράμματα στήριξης εκείνων που τώρα βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Προφανώς, ο Ράιχ δεν έπεισε τους «δύσπιστους» Δημοκρατικούς…

Ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ένιψε τας χείρας στον «μεγάλο, υπέροχο νεροχύτη του Λευκού Οίκου», που θα έλεγε ο προκάτοχός του Ντόναλντ Τραμπ.  Όπως εξήγησαν οι συνεργάτες του, ο Μπάιντεν δεν ήθελε να το τραβήξει στα… άκρα και να επιχειρήσει να περάσει το μέτρο με απλή πλειοψηφία (που έτσι κι αλλιώς δεν είχε), ερχόμενος σε μεγάλη ρήξη με τους Ρεπουμπλικανούς (και τους δικούς του Γερουσιαστές). Γιατί ο Πρόεδρος φιλοδοξεί να ενώσει τους Αμερικανούς και όχι να τους διχάσει ακόμα περισσότερο, γιατί προτιμά συμβιβαστικές λύσεις και όχι ρήξεις χωρίς αποτέλεσμα, όπως λέει.

Παρ’ όλα αυτά, οι Δημοκρατικοί ψήφισαν μόνοι τους το πακέτο στήριξης για την πανδημία, χωρίς ούτε μια ρεπουμπλικανική θετική ψήφο στα δύο σώματα του Κογκρέσου.  Όμως στο όνομα της υπερκομματικής συνεργασίας και της «θεραπείας του έθνους» από τις διχαστικές πολιτικές του Τραμπ, ο Λευκός Οίκος άνοιξε μια φάμπρικα διαχωρισμού κρίσιμων μέτρων από σχέδια νόμου που θα… ενοχλούσαν τους Ρεπουμπλικανούς.

To New Deal του Μπάιντεν

Η μάχη έχει μεταφερθεί τώρα στο σχέδιο για δημόσιες επενδύσεις 2,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τις υποδομές. Περιλαμβάνει δαπάνες για δρόμους, γέφυρες, σιδηρόδρομους, πράσινη ενέργεια, επέκταση ψηφιακών δικτύων, ηλεκτροκίνητα οχήματα, αντικατάσταση μολυβδοσωλήνων στο σύστημα ύδρευσης, προγράμματα στήριξης σε υποβαθμισμένες περιοχές κ.ά. σε βάθος οκταετίας, με παράλληλη αύξηση της εταιρικής φορολογίας από το 21% σε 28%. Οι Ρεπουμπλικανοί στυλώνουν τα πόδια στην αύξηση της φορολογίας – πόσο μάλλον όταν το σχέδιο προβλέπει ότι το μεγαλύτερο βάρος θα πέσει στις μεγάλες επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν κατά κόρον από τις πολιτικές Τραμπ.

Αναμφίβολα ο οδικός χάρτης των δημόσιων επενδύσεων που χάραξε ο Μπάιντεν είναι τολμηρός -και αναγκαίος- για τα αμερικανικά δεδομένα.  Έχει άρωμα New Deal και το επιτελείο του Λευκού Οίκου θα ήθελε να μείνει στην Ιστορία όπως το πρόγραμμα επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων τη δεκαετία του 1930 από τον επίσης Δημοκρατικό Πρόεδρο Φράνκλιν Ρούζβελτ. «Δεν έχτισε η Γουόλ Στριτ αυτή τη χώρα. Εσείς, η μεσαία τάξη, χτίσατε αυτή τη χώρα και τα συνδικάτα έχτισαν τη μεσαία τάξη. Και είναι καιρός να ξαναχτίσουμε τη μεσαία τάξη. Θα τους ενώσουμε όλους» διακήρυξε ο Μπάιντεν παρουσιάζοντας το περίγραμμα του σχεδίου του την περασμένη Πέμπτη στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, μία από τις κρίσιμες πολιτείες στη «Ζώνη της Σκουριάς» που του έδωσαν την εκλογική νίκη.

Δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι Ρεπουμπλικανοί μιλούν ήδη για «συνταγή στασιμότητας και πτώσης». Το ερώτημα είναι τι θα κάνουν οι Δημοκρατικοί βουλευτές και γερουσιαστές. Η αριστερή πτέρυγα του κυβερνώντος κόμματος των Δημοκρατικών πιέζει για αλλαγές στη φορολογική κλίμακα για τα φυσικά πρόσωπα, ώστε να πληρώσουν περισσότερα οι έχοντες καθώς και για να κλείσουν «τρύπες» που ευνοούν τους πλούσιους. Επίσης, η προοδευτική πτέρυγα δεν κρύβει την ανησυχία της για τον κίνδυνο διαχωρισμού του σχεδίου των δημόσιων επενδύσεων από εκείνο για την αύξηση της φορολογίας καθώς και για «ψαλίδισμα» των μέτρων στο παζάρι που θα ακολουθήσει στις αίθουσες και στους διαδρόμους του Κογκρέσου. Με άλλα λόγια, φοβούνται επανάληψη των μεθοδεύσεων που μπλόκαραν την αύξηση του ωρομίσθιου από «πρόθυμους» συναδέλφους τους, οι οποίοι, παρά τις μεγαλοστομίες του Μπάιντεν, διατηρούν δεσμούς με τη Γουόλ Στριτ.