Δυόμισι χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, το λιγότερο που μπορεί να αξιώνει κάποιος πολίτης από την κυβέρνηση της χώρας του, είναι να έχει την αίσθηση ότι κυβερνά και ότι δεν αντιπολιτεύεται την προηγούμενη κυβέρνηση και την ανάμνησή της. H συνείδηση ευθύνης για οτιδήποτε συμβαίνει στη χώρα, είναι θεμελιώδης προϋπόθεση της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Διαφορετικά, μια κυβέρνηση δεν κυβερνά, αλλά βρίσκεται απλώς στην εξουσία.
Οι σκέψεις αυτές γεννήθηκαν αυθόρμητα ακούγοντας την Τετάρτη τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη Βουλή να μιλά για την πανδημία σαν ένας απλός παρατηρητής, σαν να μην είναι αυτός –ο πρωθυπουργός δηλαδή της χώρας– που έχει την ευθύνη του σχεδιασμού και της υλοποίησης ενός πλάνου αντιμετώπισης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην οποία βρισκόμαστε. «Να μην κομματικοποιούμε άσκοπα μια μεγάλη εθνική μάχη που πρέπει να κερδηθεί», είπε, χρησιμοποιώντας –συνειδητά ή ασυνείδητα– παθητική φωνή και εκπέμποντας έτσι το σήμα ότι ο ίδιος στέκεται πάνω απ’ αυτό που συμβαίνει, πως δεν είναι δική του ευθύνη να δρομολογήσει λύσεις.
Μάχη που «πρέπει να κερδηθεί» και όχι «πρέπει να την κερδίσουμε», αφαιρώντας από τον εαυτό του –στη συγκεκριμένη και μόνο περίπτωση– την πρωταγωνιστική ιδιότητα του ρυθμιστή των εξελίξεων.
Τις δηλώσεις στη Βουλή ακολούθησε προγραμματισμένη τηλεοπτική του συνέντευξη στο Μέγκα, στην οποία έδωσε εξαρχής τον τόνο: «δεν θεωρώ ότι η πανδημία μας έχει ξεφύγει», τόνισε, διαψεύδοντας με κυνικό τρόπο αριθμούς και ποσοστά. Εμφανίστηκε απολύτως ικανοποιημένος από τα μέτρα που τίθενται από σήμερα σε ισχύ, χαρακτήρισε το 4ο κύμα της πανδημίας «πανδημία των ανεμβολίαστων», που αφορά –όπως είπε– μια μειοψηφία των Ελλήνων, απέκλεισε κατηγορηματικά ένα νέο λοκντάουν, υπεραμύνθηκε της απόφασης να μην υπάρχει κανένας έλεγχος στις εκκλησίες –με το σκεπτικό ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εφαρμοστεί– ξεκαθάρισε ότι δεν τίθεται θέμα υποχρεωτικού εμβολιασμού στα σώματα ασφαλείας και δήλωσε εμφατικά –από πού αντλεί, άραγε, τα στοιχεία– πως «υπάρχουν ακόμα αντοχές στο σύστημα υγείας». Φαίνεται πως κανείς δεν του έδειξε τα πλάνα με τον διευθυντή της κλινικής COVID στο νοσοκομείο της Λάρισας να καταρρέει από την κούραση μπροστά στις κάμερες…
Δεν προκαλεί, πλέον, καμία απορία το γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει να αγνοήσει τα συντριπτικά στοιχεία και κατ’ επέκταση την πραγματικότητα της πανδημίας.
266 νεκροί στις 31/08/20, 13.691 ένα χρόνο μετά, στις 31/08/21. 360 νεκροί το διάστημα Σεπτέμβρης – Οκτώβρης 2020, 2.247 νεκροί το αντίστοιχο φετινό δίμηνο.
Κι όλα αυτά, παρά την ύπαρξη του εμβολίου και παρά το γεγονός ότι είχε ξεδιπλωθεί στην ολότητά του, υποτίθεται, το «επιτελικό» κυβερνητικό σχέδιο. Πώς μπορεί, λοιπόν, το νέο αφήγημα –«πανδημία των ανεμβολίαστων»– να κρύψει την κυβερνητική αποτυχία, αφού ακόμη και τα ποσοστά –59,5% εμβολιασμένοι στην Ελλάδα, 72,5% στην Ιταλία, 78,8% στην Ισπανία, 86% στην Πορτογαλία– αποδεικνύουν ξεκάθαρα πως κάθε άλλο παρά «άριστοι» ήταν οι σχεδιασμοί του Μεγάρου Μαξίμου. Και πως το υψηλό ποσοστό ανεμβολίαστων δεν μπορεί να είναι η δικαιολογία, αλλά η απόδειξη αυτού του κυβερνητικού βατερλώ. Ένα βατερλώ από το οποίο συστηματικά επιχειρείται –μέσω όλων των πρόθυμων, μιντιακών κυρίως, μηχανισμών– να εξαιρεθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προκειμένου να μη φθαρεί η εικόνα του.
Είναι ενδεικτικό ότι και στη συνέντευξή του στο Μέγκα δεν υπήρξε ίχνος αυτοκριτικής. Όπως, όμως, δεν υπήρξε ούτε μία επίμονη ερώτηση –έστω για την τιμή των όπλων ή την (χαμένη) τιμή της δημοσιογραφίας– για την τραγική κατάσταση στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στα εργοστάσια, στους χώρους δουλειάς.
Αφέθηκε να ξεδιπλώνει, χωρίς αντίλογο, ένα αισιόδοξο αφήγημα που θέλει το Εθνικό Σύστημα Υγείας να αντέχει, αγνοώντας τις καθημερινές κραυγές αγωνίας των υγειονομικών. Και έδινε την εντύπωση –με τις επιδέξιες δημοσιογραφικές «πάσες», βεβαίως– πως, λίγο – πολύ, είναι όλα υπό έλεγχο. Ούτε μία φορά δεν ακούστηκε ο τραγικός αριθμός των άνω των 16.000 νεκρών. Ούτε μία φορά δεν ανέλαβε οποιουδήποτε είδους ευθύνη για αυτή την εξέλιξη. Ούτε μία φορά δεν έδειξε να συναισθάνεται τις διαστάσεις μιας τραγωδίας, η οποία φέρει και τη δική του σφραγίδα –όσο και αν το «σύστημα Μαξίμου» παλεύει, με νύχια και με δόντια, να τον κρατήσει εκτός του κάδρου των ευθυνών.
Επιλέγει να υποδαυλίσει τον κοινωνικό αυτοματισμό μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, έτσι ώστε να περάσουν σε δεύτερη μοίρα τα λάθη, οι ολιγωρίες, αλλά και οι συνειδητές επιλογές του ίδιου και της κυβέρνησής του, ενώ δεν διστάζει –στο όνομα του πολιτικού κόστους– να αφήσει στο απυρόβλητο την εκκλησία (με τους μη υποχρεωτικούς ελέγχους) και τα σώματα ασφαλείας (με τη μη υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού), υπολογίζοντας ότι μια ενδεχόμενη σύγκρουση μαζί τους, σε θέματα δημόσιας υγείας, θα του στοίχιζε σε επιρροή στις πιο συντηρητικές τάξεις των ψηφοφόρων του.
Κι όσο κι αν ομνύει στον ορθολογισμό, είναι η ίδια η κυβέρνηση της ΝΔ που, ακολουθώντας μια λαϊκίστικη ψηφοθηρική λογική, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στις οδηγίες των επιστημόνων. Γιατί πώς μπορεί να εξηγηθεί επιστημονικά η άποψη του υπουργού Υγείας(!) Θ. Πλεύρη πως «ο ιός μεταδίδεται περισσότερο στους χώρους εστίασης απ’ ό,τι στην εκκλησία» ή οι αντίστοιχες των Α. Γεωργιάδη και Μ. Βορίδη ότι «άλλο η πίστη άλλο τα κομμωτήρια»;
Όχι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνηση της οποίας ηγείται, δεν βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. Ξέρουν πολύ καλά τι λένε. Συγκεκριμένο σχέδιο έχουν και συγκεκριμένο σχέδιο υλοποιούν. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι, παρά την έκτακτη υγειονομική κρίση, δεν αναθεώρησαν ούτε κατ’ ελάχιστο τις προτεραιότητές τους. Βλέπουν την πανδημία ως ευκαιρία να προωθήσουν συγκεκριμένες πολιτικές, γι’ αυτό και είναι λάθος η –και σε προσωπικό επίπεδο– υποτίμησή τους.
Κι επειδή η κυβέρνηση δείχνει πως δεν σκοπεύει να αλλάξει ρότα, κι επειδή οι νεκροί αντιμετωπίζονται πια σαν ρουτίνα, κι επειδή είναι στην κυριολεξία θέμα ζωής ή θανάτου, οφείλει η Αριστερά να μπει μπροστά. Να ηγηθεί της εμβολιαστικής, και όχι μόνο, προσπάθειας και να διατυπώσει γενναίες προτάσεις, ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους.