Στη Θεσσαλονίκη χτυπούν. Στα Εξάρχεια χτυπούν.
Οι βιαστές ελεύθεροι, οι αντιβιαστές συλλαμβάνονται.
Ξανά και ξανά το θέμα της δικαιοσύνης και της καταστολής.
Υπάρχει τάχα ανεξάρτητη και αδέκαστη δικαιοσύνη;
Ο νομπελίστας Ελίας Κανέτι χαρακτήριζε την δικαιοσύνη «θεσμό παραγωγής της αδικίας» και έφερνε ως παράδειγμα τον εμπρησμό του δικαστικού μεγάρου της Βιέννης (15 Ιουλίου 1927) μετά από την αθώωση αστυνομικών που είχαν σκοτώσει εργάτες σε μία διαδήλωση. Τότε, ο πρωτοσέλιδος τίτλος «Δίκαιη απόφαση» της βασικής κυβερνητικής εφημερίδας δημιούργησε έναν πρωτοφανή αυθόρμητο ξεσηκωμό των εργατών, που έβαλαν φωτιά στο δικαστικό μέγαρο.
Ο Κανέτι, αυτόπτης μάρτυρας των διαδηλώσεων, έβλεπε ότι οι διαδηλωτές εκεί που διαλύονταν, αίφνης ανασυντάσσονταν: «Τον εμπρησμό του δικαστικού μεγάρου εγώ ο ίδιος δεν τον είχα δει, έμαθα όμως γι’ αυτόν προτού δω τις φλόγες, τον έμαθα μέσα από την αλλαγή στον τόνο φωνής της μάζας. Φώναζαν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλον αυτό που είχε συμβεί, εγώ στην αρχή δεν το κατάλαβα, ακουγόταν χαρούμενο, όχι δυσάρεστα διαπεραστικό, όχι άπληστο, ακουγόταν απελευθερωτικό. Η φωτιά ήταν η συνοχή. Την ένιωθες τη φωτιά, η παρουσία της ήταν συναρπαστική, ακόμα κι εκεί όπου δεν την έβλεπες την είχες στο κεφάλι σου, η έλξη η δική της και εκείνη της μάζας ήταν ένα και το αυτό»*, έγραφε.
Αυτή η αυθόρμητη, ακαθοδήγητη κι απαραπλάνητη («χωρίς αρχηγό») μάζα, που η κίνησή της εναντίον του άδικου είχε ως στόχο το συμβολικό και ουσιαστικό θεσμό παραγωγής της αδικίας, το δικαστικό μέγαρο, είχε διάρκεια όση και η διάρκεια της φωτιάς.
Αλλά για τη διαιώνισή της φρόντισαν τα χτυπήματα της αστυνομίας (90 διαδηλωτές δολοφονήθηκαν), που λειτουργούσαν το ίδιο υπέρ της συνοχής όσο και οι φλόγες.
Αυτά έγραφε ο Κανέτι για τον θεσμό της δικαιοσύνης ως θεσμού παραγωγής της αδικίας, για τη σύμπραξη της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας μέσω του κατασταλτικού μηχανισμού, αλλά και για την έκφραση του κοινού περί δικαίου αισθήματος στο «Δρόμο»…
* «Μάζα και εξουσία» (εκδ. Ηριδανός 1971)