Οι αποτυχίες διαχείρισης κρίσεων αναδεικνύονται ως το βασικό χαρακτηριστικό της τρέχουσας επικίνδυνης κυβέρνησης. Και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να επιβεβαιώνει την αποτυχία αυτή με διαδοχικές αφορμές. Γιατί με τον κρατικό μηχανισμό συρρικνωμένο σε όλους τους τομείς (πλην της αστυνομίας) και στελεχωμένο από μια αριστεία των manual και του άτεχνου τεχνοκρατισμού κάθε πρόβλημα μετατρέπεται σε κρίση και κάθε μικρή κρίση σε βιβλικό μη διαχειρίσιμο φαινόμενο. Και όλα αυτά εντός της μεγαλύτερης κρίσης της πανδημίας που οι ίδιοι οι αριθμοί αναδεικνύουν ως την μεγαλύτερη αποτυχία της κυβέρνησης. Η διαχείριση των κρίσεων μετατρέπεται σε διαχείριση των επιπτώσεων των κρίσεων αυτών και πιο πολύ των εντυπώσεων που αυτές αφήνουν. Ως μιντιακή διαχείριση της πληροφορίας της καταστροφής, ως επιδοματική πολιτική πρόχειρων μπαλωμάτων, ως ένα μοίρασμα ευθυνών σε οποιονδήποτε μοιάζει εύκαιρος ώστε να προστατευτεί ο πρωθυπουργικός πυρήνας και η αυτού εξοχότητα ο μονίμως απών Άνακτας.
Μια τέτοια συνθήκη όχι μόνο είναι ακραία επικίνδυνη και επιβλαβής για την πλειονότητα των πολιτών είναι ταυτόχρονα και εξοργιστική χωρίς όριο. Το ζητούμενο εδώ είναι γιατί δεν πέφτει μία κυβέρνηση που έχει αποδείξει τόσο περίτρανα την ανικανότητά της και που μια μεγάλη πλειοψηφία έχει μετατρέψει το όνομα του επικεφαλής της της σε punchline υβριστικών τραγουδιών και ανεκδότων ίσως για πρώτη φορά στην μεταπολίτευση. Και ακόμα περισσότερο για ποιόν λόγο η αντιπολίτευση στην δεδομένη στιγμή όχι μόνο δεν καταφέρνει να ανέβει δημοσκοπικά, αλλά ακόμη περισσότερο να διαμορφώσει ένα κοινωνικό ρεύμα αλλαγής ορατό με τέτοιον τρόπο ώστε οι δημοσκοπήσεις να αποτελούν απλώς την αυτονόητη επικύρωσή του.
Οι απαντήσεις κυμαίνονται φυσικά ανάλογα με το ποιόν σκοπό έχει η διατύπωση της ερώτησης. Άλλοι θα πουν πως για όλα ευθύνεται η στάση των ΜΜΕ που αποκλείουν την αριστερά από τις αφηγήσεις τους και άλλοι θα κάνουν λόγο για την αδιανόητη εσωστρέφεια του ΣΥΡΙΖΑ στη δεδομένη στιγμή και το συνέδριο που ολημερίς το χτίζανε και τη νύχτα γκρεμιζόταν. Και ενώ τα παραπάνω μοιάζουν σωστά δεν πιστεύω πως αποτελούν τον κύριο λόγο της αντοπολιτευτικής αποτυχίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να έχει επιλέξει την στρατηγική του ώριμου φρούτου. Μια στρατηγική που λέει πως η αναμονή αρκεί ώστε να φανεί τόσο η κοινωνική αναλγησία της κυβέρνησης όσο και η ανικανότητά της ώστε ο πολίτης τελικά να επιλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ ως καλύτερο και πιο κοινωνικά ευαίσθητο διαχειριστή.
Αν η αριστερά πιστεύει πως αρκεί να περιγράψει τον εαυτό της ως απλώς έναν καλύτερο διαχειριστή των καταστάσεων κάνει μεγάλο λάθος. Και πέρα από το λάθος ορίζει τον εαυτό της ως μέγεθος αναλώσιμο, εύκολο να αντικατασταθεί από οποιονδήποτε άλλο μπορεί να προσφέρει αντίστοιχα εχέγγυα διαχείρισης. Δεν έχει νόημα να περιγράφεις τον εαυτό σου ως πιο ικανό εντός ενός λάθους πλαισίου. Αυτό που έχει νόημα είναι να απαιτήσεις ένα νέο πλαίσιο. Και όχι μόνο να το απαιτήσεις ή να το περιγράψεις αλλά ουσιαστικά να το ενσαρκώσεις πρακτικά με την στάση σου σε μια σειρά από περιπτώσεις.
Η χιονόπτωση ήταν μόνο μία από τις άπειρες αφορμές που είχε η αντιπολίτευση ώστε να κάνει ορατό ένα άλλο παράδειγμα έμπρακτης κοινωνικής συμμετοχής (όπως έκανε σε μικρή κλίμακα το ΚΚΕ και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά μοιράζοντας είδη πρώτης ανάγκης στην εγκλωβισμένη Αττική οδό). Στην περίοδο των απανωτών κρίσεων το παράδειγμα της αλληλεγγύης προσφέρεται όχι μόνο ως ένας τρόπος άμεσης βοήθειας σε συγκεκριμένες ανάγκες αλλά ταυτόχρονα ως μια περιγραφή ενός νέου κοινωνικού δεσμού που μπορεί να αποτελέσει πυξίδα για μια αυριανή κυβέρνηση. Η κριτική, ο σχολιασμός και η επιχειρηματολογία για την αυτονόητη αποτυχία μιας γελοίας κυβέρνησης είναι προφανώς αυτονόητες αλλά διαρκούν όσο μια πρόποση στο τραπέζι της αυταρέσκειας. Η πρακτική εμπλοκή σε μεγάλη κλίμακα, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια των κρίσεων είναι αυτή που στην πραγματικότητα μπορεί να δημιουργήσει ένα ουσιαστικό κύμα ριζοσπαστικοποίησης με βάση τις ανάγκες και αλλαγής με βάση τις συλλογικές επιθυμίες. Αν η αριστερά δεν αντιληφθεί το συμπέρασμα αυτό αλλά ακόμη περισσότερο αν δεν το ενσαρκώσει θα καταλήξει όμοια με το κόμμα των Άγγλων Εργατικών τη δεκαετία του 80 ή το SPD τις τελευταίες δεκαετίες κατά την μονοκρατορία της Μέρκελ. Στα χρόνια της περιπλάνησης στην ερημιά των χαμένων ευκαιριών, της εκλογικής στασιμότητας και της μηδενικής κοινωνικής απεύθυνσης.