“…Ρουφιάνοι στα περίπτερα, λίτες στα λεωφορεία Ξεχασμένοι χουντικοί μες στα συνοικιακά κουρεία Το παίρνω με τα πόδια κι όλο βρίσκω μπελάδες Τραγουδώ για τις χαμένες βδομάδες…” ΛΕΞ, VITTORIO
Μπορεί η τέχνη να σώσει τον κόσμο; Να τον απαλλάξει από τη δυστυχία, να καταργήσει δια παντός τα σύνορα, να άρει την κοινωνική αδικία, να εξαφανίσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο;
Αν ακολουθήσουμε τους συλλογισμούς του Φρίντριχ Σίλερ, ο οποίος συνδέει το πολιτικό πρόβλημα της ελευθερίας με την αισθητική τελείωση του ανθρώπου, να βρεθεί λαός άξιος και ικανός ώστε να καταργήσει το “κράτος της ανάγκης”, αποτελεί, όντως, μιαν εξόχως “καλλιτεχνική” υπόθεση.
Αλλά ο Γερμανός ιδεαλιστής παραδέχεται επίσης πως τούτο είναι κομματάκι δύσκολο. Στη 10η επιστολή του προς τον πρίγκιπα του Αουγκούστενμπουργκ, ο σκεπτικισμός του για τον εξεγερσιακό ρόλο της τέχνης είναι παραπάνω από προφανής: «πρέπει να μας προβληματίζει η διαπίστωση ότι σχεδόν κάθε εποχή της ιστορίας στην οποία οι τέχνες ανθούν και επικρατεί η καλαισθησία, η ανθρωπότητα βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής και δεν μας δίνει ούτε ένα παράδειγμα όπου ο υψηλός βαθμός αισθητικής αγωγής και η πλατιά διάδοσή της σ’ έναν λαό συμβάδισαν με την πολιτική ελευθερία”*. Έτσι, ακόμη κι αν παραδεχτούμε πως η μουσική των ράπερ καλλιεργεί μιαν αποδομημένη αισθητική, όχι στα πρότυπα που επιθυμεί ο Σίλερ, αλλά στα άλλα, τα βαρβαρικά – επαναστατικά, που, όπως λέει, άνοιξε η Γαλλική Επανάσταση, η σχετική απαισιοδοξία του παραμένει.
Επειδή δε η ανθρώπινη ελευθερία προϋποθέτει την αισθητική ελευθερία, οι ράπερ σήμερα θα έπρεπε να είναι οι προπομποί μας επανάστασης, των αισθήσεων έστω. Κάτι σαν τους σουρεαλιστές, ας πούμε. Μια μορφή “αόρατης ακτίνας” που θα επιτρέπει, φωτίζοντάς το, το όνειρο της επικράτησης των από κάτω.
Κι επειδή “η αντίσταση της τέχνης είναι σήμερα μια από τις δυνάμεις εκείνες που μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην καταρράκωση και στο γκρέμισμα των καθεστώτων που έχουν στερήσει την καταπιεζόμενη τάξη από κάθε ελπίδα”, οι σύγχρονοι ναΐφ εναλλακτικοί μουσικοί, ακολουθώντας Μανιφέστο Καλλιτεχνικής Δημιουργίας των Μπρετόν – Τρότσκι, θα έπρεπε, επίσης, να ξεσηκώνουν τα πλήθη σε διαρκή αντίσταση.
Τίποτα, όμως. Τι κι αν κατά χιλιάδες οι ρομαντικοί αγάπησαν το Σίλερ, κατά χιλιάδες οι ριζοσπάστες τον Μπρετόν, κατά χιλιάδες τώρα, εν Ελλάδι, ακούνε ΛΕΞ; “…Φέτος το καλοκαίρι τα τριαντάφυλλα είναι γαλάζια· το δάσος είναι γυάλινο”. Αλλά “η ύπαρξη βρίσκεται αλλού”**: στον νεκρό νεαρό ηλεκτρολόγο του εργοστασίου, στον νεκρό εργάτη της οικοδομής, στον νεκρό, πνιγμένο μετανάστη. Μια τέχνη τέτοια που να στέλνει τους φιλότεχνους κατευθείαν στον αγώνα για τον άνθρωπο, μια τέχνη που να διατυπώνει καθαρά την ανάγκη για την υπέρβαση του ίδιου του απολίτικου χαρακτήρα της, μια τέχνη όχι μεταφυσικά εξωκοινωνική αλλά ουσιωδώς μετασχηματιστική, παραμένει ζητούμενο.
Γιατί τότε, λοιπόν, χαρήκαμε με τα πλήθη των νεολαίων στη συναυλία του ΛΕΞ; Διότι, πάντα μα πάντα, μια κίνηση – δήλωση κριτικής, εναντίον ενός συστήματος που κανονικοποιεί την αδικία, είναι μια χαρμόσυνη υπόθεση. Ακόμα κι όταν δεν προσμετριέται με όρους πολιτικής ή αισθητικής αναμόρφωσης. Ακόμα κι όταν, αν και τέχνη από τα κάτω για τους από κάτω, δεν μοιάζει ικανή να λειτουργήσει σωτηριωδώς για όσα εκπροσωπεί και, εν τέλει, για τον ίδιο τον εαυτό της.
*«Για την αισθητική παιδεία του ανθρώπου»
* *Μανιφέστο του σουρεαλισμού