Για το Βασιλάκη της καρδιάς μου έχω ανάγκη να μιλήσω
Όταν παίρνεις μετάθεση σε άλλο τόπο, οι πρώτες εικόνες είναι που σηματοδοτούν τι θα σημαίνει για σένα αυτός ο τόπος. Στη Σκιάθο έξω από το σπίτι με τους συνεχείς ήχους του πιάνου στα σκαλοπάτια του καλντεριμιού, ένα αγόρι δευτέρας δημοτικού διάβαζε λογοτεχνικό βιβλίο. Και σήκωσες το βλέμμα το καθάριο, αγόρι μου, και χαμογέλασες πλατιά και γλύκανε αυτή η εικόνα την εμφάνισή μας στο νησί της Σκιάθου. Και μετά ανέβηκες με τον πατέρα σου να βοηθήσεις το ξεφόρτωμά μας. Και καθώς μας χώριζαν λίγα μόνο σκαλοπάτια, από τότε γίναμε μια διευρυμένη οικογένεια να πηγαινοερχόμαστε από το σπίτι με το πιάνο και τα πολλά βιβλία στο δικό μας. Και όταν αποκλειστήκαμε στο νησί από το πολύ χιόνι και χωρίς ρεύμα και μαζευτήκαμε στο δωμάτιο με τη σόμπα 12 άτομα, εσύ με 40 πυρετό, λεξούλα διαμαρτυρίας δεν έβγαλες.
Γιατί, εσύ, Βασίλειε μάτια μου, έμελλε για άλλα, για τα μεγάλα και τα άδικα του κόσμου τούτου να νοιάζεσαι, να μην αντέχεις και να διαμαρτύρεσαι. Είχες πολλή τρυφερότητα και ευαισθησία μέσα σου για να τα αντέχεις. Και αγωνιζόσουν, συνέχεια. Όταν κάνατε τα περπατήματά σας με τον πατέρα σου στην κορφή του Ολύμπου, θαύμασες πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Και στην τελευταία πορεία, μια μέρα πριν βγεις με το αδύνατο κορμάκι σου, να υπερασπίσεις το δίκιο των συλληφθέντων μ’ είχες δει και μου απευθύνθηκες και πάλι με κείνη την σπάνια ευγένειά σου και το γνωστό χαμόγελο του Βασίλειου της Σκιάθου μέσα στο χαμό. “Καλησπέρα, κυρία Λουίζα. Τι κάνετε;”
Είναι μικρός αυτός ο κόσμος για τα μέτρα σου, για τα πονεμένα σπασμένα πλευράκια σου, αγόρι μου.
Σε ποιο ταξίδι κίνησες να πας, μάτια μου;