Δεν το παθαίνω συχνά. Ισα ίσα παθαίνω ακριβώς το αντίθετο. Μπαστακώνομαι κι άντε να με διώξεις. Εκεί, όμως, το ‘παθα. Και μάλιστα, για τα καλά.
Μια φίλη που ξέρει την περιοχή μού είπε ότι ίσως φταίει ο σίδηρος. «Και άλλοι το πάθανε» με καθησύχασε. Εγώ πάλι, ακόμη προσπαθούσα να γαληνέψω την ανάσα μου. Με το που πάτησα το πόδι μου, σαν να ‘πεσε ο τρυπημένος βράχος τριγύρω πάνω στο στέρνο μου και ν’ ανασάνω δεν. Ασε και το άλλο! Λες και μου μιλούσαν οι νεκροί. Λες κι ούτε αυτοί, έναν αιώνα μετά, δεν έχουν μπορέσει να βρουν ησυχία.
Ποια θάλασσα, ποια ταβέρνα, ποιο μπάνιο και ξεμπάνιο; Για πότε μπήκα στ’ αμάξι, για πότε έγινε το χιλιάρι φεράρι, για πότε πέρασα τις απότομες στροφές κι έφτασα στην πέρα μεριά, μήτε το καλοκατάλαβα. Ελα όμως που σ’ όλη τη διαδρομή και το στροφιλίκι, όλα τους ήταν ακόμη εκεί: οι στοές, τα αφημένα βαγονέτα, τα παλιά σίδερα των μεταλλείων, εκείνοι…
Διόλου λίγοι δεν ήταν εκείνοι οι «εκείνοι». Οι πιο πολλοί άνδρες του νησιού εκεί δούλευαν. Δούλευαν… αμ, δεν δούλευαν απλώς. Εκεί ζούσαν. Μέσα στο βουνό, μυρμήγκια-σκλάβοι, φαντάσματα ζωντανά. Μα όχι τρομακτικά. Γενναία.
Μέρα δεν έβλεπαν. Νύχτα έμπαιναν, νύχτα έβγαιναν. «Μόνο σκοτάδι και σίδερο» γράφει η εγγονή του μπαρμπα-Νικόλα, Χαρά Γιαννακοπούλου. «Μόνο σκοτάδι και σίδερο, ώρες ατελείωτες. Τα πρόσωπά τους μόνο σκοτάδι, σίδερο και πέτρα -λες ήταν κι οι ίδιοι ρημαγμένο βουνό. Ομως ήταν και η ψυχή τους από σίδερο και δεν άντεξε την αδικία».
Ο προ-προ-πάππους της, ο Νικόλας, ήταν ένας από ‘κείνους. Πρωτοστάτησε στον αγώνα που οργάνωσε ο Κωνσταντίνος Σπέρας. Αναρχοσυνδικαλιστής ήταν ο υπέροχος αυτός άνθρωπος, μαθημένος από μοναχός του και από πολύ νωρίς να αντιδρά σε κάθε αδικία αλλά και σε κάθε πατρονάρισμα του ίδιου και των άλλων από όποιον «άλλον» (ακόμα κι απ’ το Κόμμα). Στη Λούξεμπουργκ πίστευε και στην ανεξαρτησία του εργάτη από κάθε είδους δεσμά.
Πρωτοστάτησε στην ίδρυση της ΓΣΕΕ, ήθελε να την εντάξει στη Γ’ Διεθνή, υποστηρίζοντας τον ενιαίο και μαζικό χαρακτήρα της Συνομοσπονδίας, καταγγέλλοντας τους «διαιρούντες» την εργατική τάξη. Η ΟΠΛΑ τον σκότωσε σαν σήμερα, το 1943 -γιατί ήταν αυτός που ήταν και όχι αυτός που «έπρεπε». Γίνονταν κι αυτά τότε… Ο Σπέρας διοργάνωσε τη μεγάλη, την πρώτη εργατική απεργία στην Ελλάδα, αυτή που εξαιτίας της για πρώτη φορά διεκδικήθηκε το 8ωρο. Ηταν 21η Αυγούστου 1916. Και την έκαμαν οι μεταλλωρύχοι της Σερίφου.
Ιδιοκτήτης (πιότερο «διοικητής») των μεταλλείων ήταν ο σκληρός Γερμανός Γεώργιος Γκρόμαν. Οι εργάτες υπό τον Σπέρα ζητούσαν 8ωρο και ασφάλιση. Η κρατική χωροφυλακή τάχθηκε με τη γερμανική ιδιοκτησία και επιτέθηκε βίαια. Σκότωσε τέσσερις. Εριξε τα πτώματα στη θάλασσα. Οι απεργοί νίκησαν. Για λίγο, μα νίκησαν. Μαζί με τους κατοίκους, για 15 μέρες πήραν όλο το νησί στα χέρια τους. Ολη η Σέριφος έγινε ένα μικρό σοβιέτ.
Ο σίδηρος έφευγε με καράβια έξω. Οπως έγινε και χρόνια αργότερα με τη γαλλική ΠΕΣΙΝΕ στη Βοιωτία, έτσι και τότε, η πρώτη ύλη ανήκε σε ξένους, έφευγε έξω πάμφθηνα και μετά ξαναγυρνούσε ως πανάκριβα «καταναλωτικά είδη».
Ο σπουδαίος στοχαστής Ιμάνουελ Βαλερστάιν, που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας, ήταν από τους πρώτους που το είπαν ήδη από το ’60: ο (πρώιμος, εμπορικός) καπιταλισμός σε αυτού του είδους την αποικιοκρατία βασίστηκε και θέριεψε, ήδη από τον 16ο αιώνα, για να γίνει το τέρας του 21ου! Να φεύγει ο σκλάβος από την Αφρική, να «δουλεύει» σε ορυχεία και φυτείες στην Αμερική, να ‘ρχεται η πρώτη ύλη στην Ευρώπη, να γίνεται «προϊόν» και να ξαναγυρίζει πανάκριβο προς κατανάλωση.
«Δεν πρέπει η Ιστορία να έχει χαρακτήρα κοινωνιολογικό, αλλά να αναπτύσσει την εθνική συνείδηση» είπε προψές η Κεραμέως και ανατρίχιασαν οι στοές της Σερίφου.
«Ο,τι σε βαραίνει να το φωνάζεις. Ο,τι σε κάνει λιγότερο άνθρωπο να το διώχνεις» είπε ο απεργός εργάτης μπαρμπα-Νικόλας έναν αιώνα πριν, δίνοντάς της την καλύτερη απάντηση.
Και κάνοντας μια καλή αρχή.