Ο Δεκέμβρης είναι οι σφαίρες που βρίσκαμε στις αλάνες στο Περιστέρι, λίγο παραπάνω από το γήπεδο του Ηφαίστου και τα μισογκρεμισμένα πλινθόκτιστα σπιτάκια, ανατιναγμένα και παρατημένα από τότε αλλά και το σκουριασμένο βλήμα από όλμο που βρήκαμε πιτσιρικάδες, μέσα στο ρέμα κάτω από το χωράφια εκεί που μετά φτιάξανε το γήπεδο του Ηρακλή.
Αλλά, για μένα, είναι κυρίως αυτά που μου έλεγε ο πατέρας μου. Στην αρχή, κάπου εκεί 77 -80 δεν τους έδινα σημασία,. κνίτης εγώ και αυτός “εσωτερικό”… Στα τελευταία τον τσίγκλαγα να μου λέει την ίδια και την ιδία ιστορία.
Ο πατέρας μου, ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, τον Δεκέμβρη του 44, στις 5 ή ΄6 του μήνα. Στο Καματερό, εκεί που στρατοπεύδευσαν, πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που κοιμήθηκε στο χώμα της.
…”Στον Μελιγαλά εμείς πήγαμε την επόμενη μέρα” μου είχε πει. “Δεν ήταν έτοιμος ο λόχος μας και φτάσαμε αφού είχε τελειώσει η μάχη”… “Μετά τους κυνηγήσαμε στους Γαργαλιάνους, στην Πύλο και τελικά κλείστηκαν στην Τρίπολη. Τους είχαμε περικυκλώσει, αλλά κάποια στιγμή είδαμε στο βάθος, στη κοιλάδα να φεύγουν μερικά αυτοκίνητα. Είπαν ότι ήταν ο Κανελόπουλος με τον Ζεύγο. Ο ταγματασφαλίτες μας κορόιδευαν κιόλας…”…ε τώρα είμαστε συναγωνιστές” μας έλεγαν. …Πήγαν καμιά χιλιάδα από αυτούς στον Πόρο και εμείς πήγαμε στην Κόρινθο”
Στην Κόρινθο, με το 6ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, παρέλασαν μπροστά από τον Σκόμπυ, τότε δεν έπρεπε να μπουν οι αντάρτες στην Αθήνα, για αυτό ο Εγγλέζος πήγε εκεί. Μετά μπήκε ο Δεκέμβρης….
“Γύρω στις 6 του Δεκέμβρη, με ένα τραίνο που είχε επιτάξει ο ΕΛΑΣ, από την Κόρινθο ανεβήκαμε στην Αθήνα. Κατεβήκαμε στα Λιόσια και από κει πήγαμε στο Καματερό“. Μετά στα Εξάρχεια, στην μπλε πολυκατοικία. “Σε κάτι γαϊδούρια φορτώσαμε τα πολυβόλα και από την Αγίου Μελέτιου βγήκαμε εκεί“.
“Εκεί στη γωνία είναι ακόμα μια πολυκατοικία, μας είπαν ότι ήταν και το Υπουργείο εργασίας. Από εκεί βαράγαμε στην γενική Ασφάλεια”….”Είχαμε πιάσει ένα παράθυρο, βάλαμε και ένα κομμάτι μάρμαρο από πάνω..“….”..κάποια στιγμή ένα εγγλέζικο τανκ ήρθε στην πλατεία, από την πλευρά της Τρικούπη. Νόμιζαν ότι είμαστε στο σινεμά στο Βόξ που είναι απέναντι. Έριξε μια και το γκρέμισε.”
“Υπήρχαν συνεργεία που μας φέρναν φαγητό. Μια φορά, ενώ συνήθως ερχόντουσαν τρεις – τέσσερις μαζί, ήρθε μια γυναίκα μόνη της…. “που είναι οι άλλοι”…”φοβήθηκαν και το’ σκάσαν μας λέει…”
“Εκεί που βαράγαμε, μια σφαίρα χτύπησε στον τοίχο. Ήρθαν τότε κάτι αστυνομικοί του ΕΛΑΣ να κάνουνε έρευνες. Από που ήρθε; Μήπως ήταν αδέσποτη; Μήπως ήταν τίποτα ελεύθεροι σκοπευτές;”
“Στα Εξάρχεια μείναμε μέχρι τις 12 -13 του μήνα, μετά η ασφάλεια άδειασε και φύγαμε και εμείς. Στο δρόμο είδαμε κάτι γυναίκες. Ο γυναικείος λόγος του ΕΛΑΣ είπανε ότι είναι”
Μετά ήλθε οπισθοχώρηση. “Από την ιερά οδό στο μπαρουτάδικο, φτάσαμε στα Μέγαρα. Κάποια στιγμή να ‘σου τρία – τέσσερα εγγλέζικα τανκς που μας έχουν πάρει στο κατόπι. Τραβήξαμε τον ανήφορο και κρυφτήκαμε με άλλους δυο – τρεις σε έναν αχυρώνα. Μετά από λίγο ήρθε μια γυναίκα μας είδε και μετά ο ιδιοκτήτης. “Συναγωνιστές”, μας λέει, “φύγανε οι Εγγλέζοι”, καθίστε λίγο εδώ και μετά περάστε από την πλατεία. Αυτός είχε ένα μαγαζάκι και έκανε γιαούρτια, μας έδωσε μερικά και πήγαμε στο καλό ….”
Πόσες φορές τον είχα ρωτήσει; Ούτε που θυμάμαι…
Ο πατέρας μου ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, τον Δεκέμβρη του 44, στο Καματερό.
Θα μπορούσε να είχε φύγει, από σφαίρα ταγματασφαλίτη, στην Πύλο ή στους Γαργαλιάννους. Θα μπορούσε να είχε φύγει από το εγγλέζικο τανκ που τους έριξε, όταν με τους σ.φους του, βαράγανε από την μπλε πολυκατοικία στα Εξάρχεια, εκείνον τον Δεκέμβρη, με το πολυβόλο την Γενική ασφάλεια, στην Πατησίων,.
Αλλά και αργότερα, στα Τρόπαια, όταν ο μπάτσος τον πέταξε από τις σκάλες….
Η στα χαντάκια που άνοιγε αργότερα στην Αθήνα και τις κατεδαφίσεις που έκανε με τον γκασμά, για να μας ζήσει, εμάς τα παιδιά…
Ο πατέρας μου τα πέρασε όλα αυτά, αλλά ο χρόνος έτρεξε γρηγορότερα…
Εκεί στο Καματερό, τον αφήσαμε τον Σεπτέμβρη, πριν από 3 χρόνια, να αναπαυθεί….