ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Ανθρωποι

Εκεί που αναστενάζουν κάθε μέρα οι φτωχοί κι οι μεροκαματιάρηδες

 Παπαντωνίου Κώστας

Ο ένας πάνω στον άλλον σε τρόλεϊ και λεωφορεία – Η κυβέρνηση πάει παραλία, αλλά δεν έχει μπει ποτέ σε λεωφορείο – Ρεπορτάζ και οδοιπορικό της «Αυγής» στα τρόλεϊ και τα λεωφορεία της Αθήνας, σε δρομολόγια από την Ομόνοια έως τα Πατήσια και πίσω

Ποτέ δεν ήταν ακριβώς ευχάριστο το πήγαινε-έλα με το λεωφορείο. Ένα πρωινό πριν την πανδημία ήταν ολόιδια βουβό και άχρωμο με ένα πρωινό σήμερα. Είναι γνωστό άλλωστε ότι κανείς δεν μιλάει στις 6 το χάραμα στον διπλανό του, ακόμη κι αν πρόκειται για τον έρωτα της ζωής του. Όπως είναι γνωστό επίσης ότι ο ήλιος βγαίνει πάντα αργότερα από την ώρα που φεύγεις για να πας στη δουλειά.

Αν ήταν ένα πρωινό λοιπόν, πριν την πανδημία, θα πήγαινες στη στάση με ένα βάρος στο στήθος, μ’ ένα βάρος στα πόδια, μ’ ένα βάρος σ’ ολόκληρο το είναι σου κι εκεί θα συναντούσες πολλούς ακόμη ανθρώπους σαν εσένα, που κουβαλούν λίγο-πολύ το ίδιο βάρος, βρίσκονται στην ίδια διάθεση κι έχουν την ίδια κατεύθυνση στο βλέμμα. Προς τα κάτω. Στα παπούτσια με κάδρο τη μία ή τις δύο από τις γνωστές τετράγωνες πλάκες στα πεζοδρόμια που δεν αλλάζουν ποτέ, εκτός κι αν γίνονται έργα ανασκαφής για την αποχέτευση ή για το πιο πρόσφατο γεφύρι της Άρτας, τα ακριβή οφέλη του οποίου δεν έχει καταλάβει ακριβώς κανείς ακόμη, τις οπτικές ίνες.

Το βλέμμα θα μπορούσε επίσης να σεργιανίζει προς το αόριστο κενό. Ή προς την οθόνη του τατς κινητού, με τον δείκτη σε θέση σκρολ ντάουν. Όχι ότι υπάρχει καμία ιδιαίτερα διάθεση για φέισμπουκ και τσάτινγκ. Έτσι, για να περνάει η ώρα. Το χειρότερο όμως ξέρουμε όλες και όλοι ότι θα ακολουθούσε μετά.

Μέσα στο λεωφορείο δεν έχει θέσεις για όλους και δεν είναι πάντα όλοι ευγενικοί. Αν σε πατήσει κάποιος κατά λάθος, δεν θα ζητήσει πάντα συγγνώμη. Αν πατήσεις εσύ κάποιον κατά λάθος, ενδέχεται να εκνευριστεί δυσανάλογα. Οι φωνές θα ακουστούν μέχρι τον οδηγό. Και όλοι θα γυρίσουν το βλέμμα τους από το παράθυρο, το αόριστο κενό ή το κινητό, προς εσένα και το «θύμα», με σκοπό να αποφανθούν εκδίδοντας την ετυμηγορία. Αν είσαι μαύρος εσύ που πάτησες τον άλλο, είναι πιο πιθανό να κριθείς ένοχος από τους ντόπιας προέλευσης επιβάτες, απ’ ό,τι αν ήσουν κάποιος δικός τους. Μπορεί να σου πουν να γυρίσεις πίσω στη χώρα σου, ενώ εσένα το μόνο που σε απασχολεί είναι να γυρίσεις σε 8 ώρες από την ώρα που μπήκες στο λεωφορείο, που πάτησες κατά λάθος το πόδι του ρατσιστή, που στριμώχτηκες μαζί του για το υπόλοιπο της μεγάλης διαδρομής στο ίδιο στενάχωρο και στενόχωρο λεωφορείο, σπίτι σου με δυο δεκάευρα -έστω- μεροκάματο.

Ο ρατσισμός, ρατσισμός

Τα πράγματα με τον κορωνοϊό είναι δυσκολότερα. Όλα τα πράγματα με τον κορωνοϊό είναι δυσκολότερα, αλλά το κακό είναι ότι γίνονται και πιο μεγάλα. Γίνεται μεγαλύτερη, ας πούμε, η κούραση. Είναι άλλο να μετράς 15 στάσεις μέχρι να φτάσεις μέσα σε ένα όχημα με κλιματισμό και άλλο χωρίς. Είναι άλλο να φοράς μάσκα τρεις το μεσημέρι στο πικ του καύσωνα στην πόλη και άλλο χωρίς. Είναι άλλο να αισθάνεσαι το ίδιο σου το χνώτο, δύσοσμο από την αφαγία για όσο δούλευες, και άλλο να αναπνέεις χωρίς παρεμβολές. Νοσταλγείς ακόμη και το καυσαέριο.

Μεγαλύτερη επίσης γίνεται η διαδρομή. Όπως μου λέει μια γυναίκα γύρω στα 65 με 70, η οποία περιμένει το λεωφορείο στη στάση των Άνω Πατησίων, όποτε το βλέπει γεμάτο δεν μπαίνει μέσα. Το αποτέλεσμα είναι να φτάνει έως και μισή ώρα με τρία τέταρτα αργότερα στο σπίτι της. Μεγαλύτερος γίνεται όμως και ο ρατσισμός. Όπως μου λέει η ίδια γυναίκα, ένας λόγος που επίσης δεν μπαίνει μέσα είναι γιατί βλέπει «πολλούς αραπάδες». Μετά ακολουθεί το γνωστό «δεν είμαι ρατσίστρια, αλλά αυτοί μας κάνουν», που επεξηγείται, σύμφωνα με την ίδια κυρία, από το γεγονός ότι «μπαίνουν μέσα οι μουσουλμάνες με τα καρότσια και μπλοκάρουν τις πόρτες. Δεν μπορείς ούτε να βγεις ούτε να κατέβεις. Αυτές πάνε για ντόλτσε βίτα, εμείς πάμε στη δουλειά μας. Τι φταίμε να μην μπορούμε να σταθούμε;». Κανείς δεν φταίει κανενός, αλλά αυτή ήταν μια μεγάλη κουβέντα που δεν μπορούσε να γίνει εκείνη τη στιγμή.

Τι έγιναν τα λεωφορεία που έλεγαν;

Ένα ζήτημα, πάντως, με τον χώρο υπάρχει. Αλλά δεν φταίνε μόνο τα καρότσια, που και τα καρότσια στο κάτω-κάτω έχουν δικαίωμα στη μετακίνηση. Γιατί κι αλλιώς να το πάρουμε, πέρα από την ελευθερία να μετακινούμαστε όπου θέλουμε με όποιο μέσο θέλουμε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ζούμε ακόμη στην κοινωνία που δεν μπορούν όλοι να διαθέσουν χρήματα για ν’ αγοράσουν πρώτα και να συντηρήσουν στη συνέχεια ένα αυτοκίνητο.

Το μόνο πάντως που δεν φαίνεται να μεγαλώνει είναι ο στόλος των λεωφορείων. Επισήμως, έχουν βγει στον δρόμο 500 επιπλέον λεωφορεία και το υπουργείο είχε ανακοινώσει ότι θα βγουν στον δρόμο άλλα τόσα. Λείπουν όμως κάποια λίγα βασικά πράγματα. Τα ελατήρια, οι ρόδες κι οι οδηγοί.

Πάντως, και με τα 500 επιπλέον οχήματα, ο κόσμος δεν μπορεί να πει κανείς ότι αισθάνεται πως έχει αλλάξει κάτι δραματικά. Ειδικά στις ώρες αιχμής, είναι αδύνατον να μη δεις άνθρωπο να στέκεται στο σκαλοπάτι του οχήματος, με την πλάτη έτοιμη να αφήσει στάμπα από τον ιδρώτα στη γυάλινη πόρτα που ανοιγοκλείνει. Εδώ να πούμε ότι οι γυάλινες πόρτες που ανοιγοκλείνουν είναι δύο πια κι όχι τρεις, διότι για λόγους προστασίας του οδηγού η μπροστινή δεν ανοίγει. Για τους ίδιους λόγους δεν κάθεται κόσμος στα μπροστινά καθίσματα και για τους ίδιους λόγους υπάρχει πλέον μια πλαστική θύρα πίσω από τους οδηγούς και μια ερυθρόλευκη αλυσίδα σε σχήμα «χ», που καθιστά απόλυτα σαφές ότι δεν γίνεται να πλησιάσεις τον οδηγό. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται σε όλα τα οχήματα.

Αντί για καθισμένοι, συνωστίζονται όρθιοι

Περισσότερο λοιπόν από τα καρότσια, που έχουν, όπως είπαμε, δικαίωμα κι αυτά στη μετακίνηση, για τον Αλέξη με τα γκρίζα μακριά μαλλιά και τη μαύρη υφασμάτινη μάσκα, που περιμένει τη σειρά του να επιβιβαστεί στο τρόλεϊ νούμερο 11 στην Πατησίων, το πρόβλημα δημιουργείται από τα ίδια τα μέτρα που έχουν ληφθεί όπως έχουν ληφθεί, καθώς αυτό που γίνεται είναι να «κρατάνε κενές θέσεις ανά δύο καθίσματα και να στριμώχνεται ο κόσμος στη μέση της πόρτας». Κοινώς, το υπουργείο πέτυχε αντί να συνωστίζει τον κόσμο καθισμένο, να τον συνωστίζει όρθιο. Το τρόλεϊ που φτάνει λίγο αργότερα μπροστά μας είναι γεμάτο. «Άσ’ το, θα πάω με τα πόδια». Δεν αντέχουν όλοι όμως να πηγαίνουν με τα πόδια. Ούτε είναι όλες οι διαδρομές για τα πόδια. Ειδικά κάτω από τον δυνατό ήλιο. Κι ειδικά από τη στιγμή που οι περισσότεροι επιβάτες είναι μεγαλύτερης ηλικίας. Πώς θα μπορέσει να γυρίσει σπίτι με τα πόδια ο ηλικιωμένος με το «πι», που για να χωρέσει στο τρόλεϊ που άφησε ο Αλέξης πίσω του κάθισε κάτω; Πώς ακριβώς προστατεύεται η υγεία του όταν ακουμπά με το σώμα εκεί που ακουμπά το παπούτσι;

Ο κόσμος περιμένει συνήθως στη στάση 1,3,5,7,9, ακόμη και 20 λεπτά. Ανάλογα τι δείχνει ο ηλεκτρικός πίνακας. Ανάμεσα σ’ εκείνους που περιμένουν είναι η Γκαμπριέλα από τη Ρουμανία. Επί 25 χρόνια περιμένει στη στάση ένα τρόλεϊ ή λεωφορείο και τα περισσότερα από αυτά ήταν χωρίς ηλεκτρικό πίνακα. «Έχω περάσει πιο δύσκολα στη ζωή μου, οπότε δεν θα φοβηθώ τώρα». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κουράζεται. «Καμιά φορά περιμένουμε πολύ. Περιμένουμε στη ζέστη ακόμη και 20 λεπτά». Όρθια στέκεται, συνήθως και μέσα στο τρόλεϊ. Όμως η λέξη που λέει ξανά και ξανά είναι «υπομονή». Την έχει μάθει καλά τόσα χρόνια, που βρίσκεται στο πλάι ηλικιωμένων και τους φροντίζει.

Η Δέσποινα, από την πλευρά της, που εργάζεται ως καθαρίστρια, λέει ότι ο πολύς κόσμος μετακινείται συνήθως το πρωί και με τα μεγαλύτερα λεωφορεία. Γυρίζοντας σπίτι της στον Περισσό με το τοπικό (605), συνήθως θα είναι μαζί με άλλους δύο έως έξι επιβάτες. Η φίλη της, που την συναντά κατά τύχη στα Άνω Πατήσια, λέει ότι το πρωί στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας το τρόλεϊ νούμερο 14 ήταν γεμάτο ασφυκτικά.

Μια άλλη γυναίκα, που βρίσκεται στην απέναντι στάση και περιμένει το Α8 με προορισμό τη Στουρνάρη, έχει να μου πει ότι στην Κηφισιά όπου εργάζεται τα δρομολόγια είναι ακριβώς τα ίδια με πριν. «Τα λεωφορεία έρχονται κάθε μισή ώρα, μη σου πω ότι κάνουν και παραπάνω». Επισημαίνει, πάντως, ότι στο κέντρο έχει παρατηρήσει να έρχονται πιο συχνά.

«Η κίνηση δεν είναι ακόμη η ίδια με πριν», σημειώνει, από τη μεριά της, υπάλληλος που κρατά περίπτερο στην πλατεία Κολιάτσου. Έχει παρατηρήσει επίσης ότι ο περισσότερος κόσμος αγοράζει εισιτήρια μέχρι τις 11 το πρωί και συνήθως, από τα πακέτα των δύο, των πέντε και των δέκα συν ένα, παίρνει αυτό με τα δύο εισιτήρια, «γιατί ακόμη δεν ξέρει πόσες φορές θα πρέπει να πηγαίνει στη δουλειά του».

«Φοράτε μασκούλες, γιατί μπαίνουν ελεγκτές»

Στην ίδια πλατεία κάθεται από τις 7 μέχρι τις 5 ένας σεκιούριτι με κίτρινο γιλέκο που επιβλέπει αν όλοι φοράνε μάσκα. «Το μόνο που κάνω είναι να τους ζητώ ευγενικά να φορέσουν μάσκα. Αν διαπιστώσω ότι κάποιος δεν φοράει, ενημερώνω τον οδηγό κι εκείνος πάει μετά στον επιβάτη.» Με βάση ό,τι βλέπει ο ίδιος, αλλά και ό,τι του λένε οι συναδέλφοί του, η εικόνα συνωστισμού από κόσμο στα λεωφορεία είναι αρκετά συχνή.

Στην πλατεία Αμερικής ένας συνάδελφός του επιχειρεί επίσης να προστατέψει τον κόσμο, αλλά από κάθε άποψη: «Φοράτε μασκούλες, γιατί μπαίνουν ελεγκτές κι ελέγχουν». Την ίδια καλοσύνη βλέπεις και μέσα στο λεωφορείο. Ένας νεαρός με καλοκαιρινό πουκάμισο, σκουλαρίκια και τατουάζ, που είχε χτυπήσει νωρίτερα κατά λάθος με τον αγκώνα ένα μετανάστη εργάτη από το Πακιστάν, ζητάει συγγνώμη και κάνει όσο μπορεί στην άκρη μετά για να περάσει. Με ένα νεύμα κι ένα κουρασμένο χαμόγελο, ο μετανάστης ανταποδίδει.

Έτσι βλέπουμε, ξανά, ότι δεν είναι όλοι το ίδιο. Είναι κι αυτοί που βλέποντας έναν άνθρωπο δίπλα τους, αντί να κοιτάνε το χρώμα του δέρματός του, κοιτάνε το κουρασμένο του βλέμμα και το σέβονται. Το ίδιο θα έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση. Αντί να κλωτσάει την μπάλα στην κερκίδα, αντί να στρέφει τις κάμερες στις πλαζ και στην ατομική ευθύνη, θα ήταν καλό μια μέρα να δει τι γίνεται κάθε μέρα στα λεωφορεία. Γιατί εκεί αναστενάζει η χώρα, όχι στις πλαζ.