Διαβάζω σχόλια για την υπόθεση Μποτρίνι και ο άλλος λέει ότι τι να κάνουμε, όποιος έχει λεφτά δικαιούται να τρώει σε εστιατόρια υψηλών προδιαγραφών, καμιά επαφή με την πραγματικότητα, στα μάτια του ο 19χρονος μπορεί να είναι ένα ακόμη “απόβρασμα” ή κάτι τέτοιο, αναρωτήθηκε κανείς πόσο πιεστικά είναι τα πράγματα για τους πρακτικάριους στην εστίαση, για τους πρακτικάριους γενικώς, πόσο πιεστικά είναι τα πράγματα για τους εργαζόμενους στην εστίαση, κάθε βαθμίδας και παλαιότητας και πόσο άθλιο είναι να παίρνουμε ένα παιδί τόσο μικρό, να το ξεζουμίζουμε, να το διαβρώνουμε με τη δική μας τοξικότητα, να του λέμε, κοίτα μεγάλε, έτσι σκατένιος πρέπει να γίνεις και αν δεν σου αρέσει, τράβα αλλού, δεν σε κρατάει κανένας με το ζόρι, θα βρούμε άλλον, ενώ ο 19χρονος κάνει όνειρα ή μπορεί με τα ψίχουλα που παίρνει να πρέπει να συνεισφέρει στο σπίτι για να μην τους κόψουν το ρεύμα ξέρω ‘γω, αλλά ο Μποτρίνι χρωστάει κιόλας λένε, σιγά τα ωά, τόσοι και τόσοι εστιάτορες και εργοδότες χρωστούν αλλά το παίζουν κύριοι και ας μην μιλήσουμε για τη γαστρολατρεία που καθιέρωσε η αγορά, δε λέω, αν μου περισσεύουν δεν θα με χάλαγε να πάω να φάω μια αποδόμηση, έρως ανεκπλήρωτος το El Bulli φερ’ ειπείν, ανοιχτός είμαι και λατρεύω το φαγητό και είναι κορυφαία ανθρώπινη έκφραση στο πολιτισμικό γίγνεσθαι, αλλά έχω κλάψει με ναξιώτικη γραβιέρα, μια ντομάτα και ένα μπουκάλι κυδωνίτσα και συχνά -πολύ συχνά- θυμάμαι την σκηνή με τον Anton Ego στον Ρατατουη που τρώει την μπουκιά και γυρίζει πίσω, σπαράζει, όλοι νομίζουν ότι η ταινία ακολουθούσε το ρεύμα της εποχής με τους σεφ-αστέρες ή ότι ήταν ηθικοπλαστική, ίσως όμως αυτός που τη σκέφτηκε να έχασε τη μάνα του και να μην ξαναέφαγε ποτέ τα φαγητά της και αν με ρωτούσατε τώρα τι θα ήθελα να φάω, δεν θα μ’ ένοιαζε, φτάνει να ήταν απ’ τα χεράκια της μάνας μου…