Πριν δυο χρόνια και κάτι η ΝΔ κέρδισε άνετα τις εκλογές. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Η επίπονη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του μνημονίου, αφήνοντας μάλιστα και μια παρακαταθήκη αρκετών δις πίσω του, δεν αποτιμήθηκε θετικά από τους πολίτες. Μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, που σήκωσε στις πλάτες της το βάρος της φορολόγησης χωρίς να βλέπει προοπτική αναδιανομής, παγιδεύτηκε στις υποσχέσεις που μοίραζε αφειδώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης περί ελαφρύνσεων, μεγάλων επενδύσεων και εξορθολογισμού του κράτους. Όμως οι ψήφοι δεν θα συνέρρεαν στη ΝΔ εάν αυτή η κοινωνική δυσφορία δεν έβρισκε συγκεκριμένη πολιτική έκφραση. Κι αυτό δεν ήταν τόσο αυτονόητο, δεδομένου ότι η ΝΔ είχε υποστεί σοβαρή ζημιά στα χρόνια των μνημονίων.
Σε αυτή τη συγκυρία, η σύμπηξη του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου αποδείχτηκε καθοριστικός παράγοντας, γιατί έτσι ενοποιήθηκαν όλες τις αντιδράσεις εναντίον της προηγούμενης κυβέρνησης. Παρότι στη δημιουργία αυτού του μετώπου συνέβαλε ένα ετερογενές μείγμα πολιτικών δυνάμεων, οι ψήφοι στις εκλογές ήταν κουκιά μετρημένα. Η λογική της «χαμένης ψήφου» εξακολουθεί να αποτελεί παγκόσμια σταθερά. Αφού λοιπόν έπρεπε να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, το εκλογικό σώμα στράφηκε προς τη ΝΔ. Άλλωστε, το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, αλλά και η συμφωνία των Πρεσπών, είχαν δημιουργήσει «ωσμώσεις» πολλών ειδών και τύπων ανάμεσα στη ΝΔ και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Δεν χρειαζόταν να αισθάνεται κανείς καθαρόαιμος δεξιός για να ψηφίσει Μητσοτάκη. Ψήφιζε, όπως είχει εισηγηθεί το 1989 ο Σαββόπουλος, τη «γραμμή ζιγκ-ζαγκ», δηλαδή τον «Μητσοτάκ». Άλλο που η γραμμή αυτή δεν ήταν καθόλου ζιγκ-ζαγκ, αλλά απολύτως ευθεία.
Δημιουργείται βεβαίως το ερώτημα τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ για να αντιμετωπίσει αυτό το μέτωπο που έβλεπε μέρα με την ημέρα να γιγαντώνεται. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό για μετά. Σημασία έχει ότι αμέσως μετά τη νίκη της ΝΔ, άρχισαν να εμφανίζονται τα προβλήματα το ένα μετά το άλλο· από την ελληνο-τουρκική κρίση μέχρι την πανδημία και από την όξυνση της κατάστασης στα Πανεπιστήμια μέχρι τις φετινές πυρκαγιές. Από μια μεριά μπορεί να πει κανείς ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετώπισε όλες αυτές τις καταστάσεις χαοτικά, με βάση το «βλέποντας και κάνοντας». Από μιαν άλλη οπτική γωνία φαίνεται όμως ότι η πολιτική της κυβέρνησης ακολούθησε απαρέγκλιτα ορισμένες συγκεκριμένες γραμμές.
Μία γραμμή ήταν η απόλυτη προτεραιότητα στην επικοινωνιακή αντιμετώπιση των κρίσεων, πριν και πέρα από τον οποιοδήποτε (πραγματικό) πολιτικό χειρισμό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όχι μόνο κεφαλαιοποίησε την επιρροή του στα ΜΜΕ, αλλά και φρόντισε να τη διευρύνει με κάθε ευκαιρία. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο ιστορικές εφημερίδες του κεντρώου χώρου, ΤΟ ΒΗΜΑ και ΤΑ ΝΕΑ, είναι πλέον απόλυτα δεμένες στο άρμα της δεξιάς, ενώ ένα τηλεοπτικό κανάλι, το MEGA, που τυπικά διευθύνεται από επιφανές στέλεχος της κεντροαριστεράς, επανεντάσσει στο επιτελείο του και αναβαθμίζει τον Πρετεντέρη. Η νομιμοποίηση της ΝΔ στα μάτια των κεντρώων ψηφοφόρων (και φυσικά των αδαών) θα γίνει ακόμα μεγαλύτερη στο μέλλον. Στο MEGA μεταγράφτηκαν φέτος όλοι οι παρουσιαστές που είχαν σημειώσει υψηλή τηλεθέαση στα άλλα κανάλια. Σε λίγο, το Μέσο αυτό θα είναι και πάλι θεσμός της «λαϊκής κουλτούρας» και ταυτόχρονα βασικός διαμορφωτής της πολιτικής συγκυρίας, όπως συνέβαινε προ μνημονίων.
Μια δεύτερη γραμμή που ακολούθησε η κυβέρνηση της ΝΔ ήταν η επιθετική προώθηση νεοφιλελεύθερων μέτρων, που εδραιώνουν την ηγεμονία της και καθιστούν δυσκολότατο το έργο της επόμενης κυβέρνησης -αν ποτέ αλλάξουν τα πράγματα. Οι νέες ρυθμίσεις στα εργασιακά, στα αυτοδιοικητικά, στην ανώτατη εκπαίδευση, δημιουργούν προηγούμενα που δεν αναιρούνται «με έναν νόμο και ένα άρθρο». Για παράδειγμα, από την εφαρμογή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα Πανεπιστήμια θα μειωθούν φέτος οι εισακτέοι κατά αρκετές χιλιάδες. Αν αυτό ισχύσει για δύο ακόμα χρόνια και παγιωθεί, ελάχιστοι στα ΑΕΙ θα συνηγορήσουν κατόπιν στην αλλαγή του. Το διδακτικό προσωπικό στα Ιδρύματα είναι λιγοστό και οι προϋπολογισμοί φθίνουν. Ποιος θα έχει λοιπόν το θάρρος (ή την ενόραση) να εισηγηθεί ή να αποδεχτεί στο μέλλον την αναδρομική αύξηση των εισακτέων;
Η τρίτη και κυριότερη όμως γραμμή που ακολουθεί σταθερά η σημερινή κυβέρνηση είναι η υπόθαλψη του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Εάν εκλεγεί ο Λοβέρδος πρόεδρος στο ΚΙΝΑΛ, αυτό θα σημάνει την αναβάθμιση του μετώπου σε μόνιμο στοιχείο της πολιτικής ζωής. Αλλά, πέρα από αυτό, είναι πασίδηλο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όχι χωρίς εσωκομματικές τριβές, έχει φροντίσει επιμελώς να προβάλει τα στελέχη της κυβέρνησής του που προέρχονται από το Ποτάμι και το ΚΙΝΑΛ. Έτσι αφήνει ανοιχτούς τους διαύλους με την ήσσονα αντιπολίτευση και εξακολουθεί να συνομιλεί με παράγοντες που μισούν θανάσιμα τον ΣΥΡΙΖΑ (π.χ., Βενιζέλος). Το κλείσιμο του ματιού είναι φανερό: σας υπολογίζουμε όλους και όλες σας στο μέλλον, γιατί διαθέτετε «τεχνογνωσία διακυβέρνησης» και πραγματικά στηρίγματα τόσο στις οικονομικές ελίτ όσο και στις τοπικές κοινωνίες.
Εδώ ακριβώς είναι το σημείο όπου πρέπει κανείς να ρωτήσει τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια προηγούμενη φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ προσέλκυσε λόγω της συμφωνίας των Πρεσπών και της αποδέσμευσης από τους ΑΝΕΛ αρκετά στελέχη από το ΚΙΝΑΛ, τη ΔΗΜΑΡ και το Ποτάμι. Αυτά τα στελέχη θα μπορούσαν υπό συνθήκες να δημιουργήσουν μια «γέφυρα» προς τον μεσαίο χώρο -δηλαδή το ΚΙΝΑΛ, διότι οι άλλοι φορείς έχουν αυτοδιαλυθεί. Με μοχλό την απλή αναλογική, που θα ισχύσει υποχρεωτικά στις επόμενες εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε ‘έτσι να ανακόψει την επικράτηση της ΝΔ.
Δύο χρόνια μετά τη στελεχιακή διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι η συλλογιστική αυτή ήταν υπερ-απλουστευτική και λανθασμένη εκ θεμελίων. Οι «μεταγραφέντες» δεν διαθέτουν σοβαρά ερείσματα στο ΚΙΝΑΛ ή αλλού (όπως φάνηκε εξ άλλου από τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις αρχαιρεσίες σε φορείς και οργανισμούς). Το αντίθετο μάλιστα. Ο χώρος από τον οποίο προήλθαν τους θεωρεί αποστάτες και καιροσκόπους. Πέρα όμως από αυτό, η προσέγγιση με το ΚΙΝΑΛ δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στη στοχοθεσία και την πολιτική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ.
Λίγο προσοχή εδώ. Η προοπτική μιας νέας, διευρυμένης και ηγεμονικής πολιτικής με τον τρόπο που είχε υπονοήσει ο Αλέξης Τσίπρας το βράδυ των εκλογών δεν ήταν κακή ιδέα. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε ούτως ή άλλως να εφεύρει μια καινούργια στάση στη μεταμνημονιακή εποχή, εκτιμώντας επιτυχίες και λάθη κατά τη διάρκεια της δικής του διακυβέρνησης. Επίσης, θα έπρεπε να εντάξει στις τάξεις του ανθρώπους με έργο και αντίκτυπο στην κοινωνία, που για χψ λόγους είχαν αποστασιοποιηθεί ή είχαν κρατήσει αποστάσεις λόγω ΑΝΕΛ, μνημονίου ή αλαζονικής συμπεριφοράς ορισμένων πρωτοκλασάτων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν μιλάμε όμως για αυτό. Ουσιαστικά, η συστηματική και συντεταγμένη (βλέπε προγραμματική) αλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καν αρχίσει. Υπάρχουν μεν ψήγματα προγραμματικών θέσεων σε αρκετές θεματικές και κάπου-κάπου πιο ολοκληρωμένες επεξεργασίες (όπως, π.χ., στην Υγεία), αλλά πέραν αυτού ουδέν. Το κυριότερο: την ηγεσία του κόμματος δεν φαίνεται να την απασχολεί πως θα προκύψει ένα διακριτό, αριστερό (δηλαδή φιλολαϊκό και συμπεριληπτικό) στίγμα, που θα ξεχωρίσει τον ΣΥΡΙΖΑ του χτες από τον ΣΥΡΙΖΑ του σήμερα ή έναν «μεταλλαγμένο» (δηλαδή δεξιόστροφο) ΣΥΡΙΖΑ από έναν ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο ριζοσπαστικό.
Να γίνω πιο συγκεκριμένος σε αυτό το «πιο ριζοσπαστικό», για να συνεννοηθούμε. Αλλού μιλάνε για εβδομάδα 4 εργάσιμων ημερών. Εδώ τι; Οι άλλοι ξέρουν ότι το μεγάλο ποσοστό των πόρων από το ταμείο Ανάκαμψης θα το διαχειριστεί η ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ πως τα λογαριάζει υπό αυτές τις συνθήκες; Αλλού έχουν πλήρως κατανοήσει τι συνεπάγεται για την εκπαίδευση (και όχι μόνο) η ψηφιακή συνθήκη. Η Αριστερά τι φρονεί; Χωρίς στοιχεία σαν κι αυτά και χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο αναδιανομής και ανασυγκρότησης του κράτους ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ δεν καταγράφεται στην κοινωνία.
Για να μην μακρηγορούμε: ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά (και εκτός) από την κυβέρνηση στο θέμα της πανδημίας, στα ελληνο-τουρκικά, στην αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης, στην ανάπλαση του εκπαιδευτικού συστήματος, στο Περιβάλλον. Δυστυχώς δεν βρίσκεται. Και αυτό συμβαίνει διότι αντιμετωπίζει το ζήτημα της διεύρυνσης και της αλλαγής της πολιτικής του εντελώς μηχανιστικά: ως μετατόπιση προς πιο «ήπιες» (δηλαδή δεξιές) θέσεις, που δημιουργούν διαύλους προς τη φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία. Εν τω μεταξύ, αυτή η Σοσιαλδημοκρατία πνέει (διεθνώς) τα λοίσθια. Και ως εκ τούτου, το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, επικρατούντος ή όχι του Λοβέρδου, δεν έχει καμία προοπτική πέραν του συνεταίρου της ΝΔ.
Προφανέστατα λοιπόν, ο καταλύτης για να διαλυθεί το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δεν είναι ένα «μέτωπο» ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ. Μην κρίνουμε από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Εκεί οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές -δεν είναι της παρούσης, αλλά ψάξτε τη διάταξη και τις θέσεις των πολιτικών δυνάμεων. Άλλωστε, θα δούμε στο μέλλον αν αυτά τα εγχειρήματα θα επιβιώσουν. (Το λέω διότι υπήρξε και στη Γαλλία μέτωπο Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών στο παρελθόν.)
Αν αφαιρέσουμε όμως το ΚΙΝΑΛ, τι απομένει; Απομένουν τα πραγματικά μεγέθη, οι πραγματικοί συσχετισμοί και ο «σκληρός Απρίλης», δηλαδή η στιγμή που τελειώνουν τα ψέματα. Εκεί θα μετρηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι απλώς ως κόμμα, αλλά ως ιστορικό εγχείρημα και φορέας μιας ρεαλιστικής προοπτικής για τον δημοκρατικό δρόμο στον σοσιαλισμό. Τα υπόλοιπα είναι σκόνη και θόρυβος στη ροή της Ιστορίας.