Την Τρίτη το βράδυ επιτρέψαμε από τη Λέσβο, μαζί με τη Νάντια Ρούμπου. Μιλήσαμε με πρόσφυγες που περάσαν αυτές τις μέρες σε σκηνές χωρίς θέρμανση, μέσα στα χιόνια. Θα έχουμε μια Ανασκόπηση και τουλάχιστον δύο ρεπορτάζ από αυτό το ταξίδι, λοιπόν τώρα καταγράφω μια σκέψη που με καταδιώκει αυτές τις μέρες. Από όσα κουβεντιάσαμε, μου εντυπώθηκε μια λέξη που είπε η Έφη Λατσούδη, ότι αυτό που γίνεται είναι «απανθρωποποίηση». Και ενώ το Άουσβιτς είναι το κατ’ εξοχήν γεγονός που ποτέ δεν (πρέπει να) σχετικοποιείται, νομίζω ότι έχω αρχίσει να αντιλαμβάνομαι μια ισχυρή αναλογία.
Όταν είχα μιλήσει στην ημερίδα που είχε οργανώσει η πρωτοβουλία καλλιτεχνών Αγάπη Ρε Ματζόρε για τα κέντρα κράτησης, νομίζω ότι ήταν η Νατάσα Μποφίλιου που είχε αναφερθεί στο Άουσβιτς και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης αντέτεινε ότι δεν υπάρχει ποτέ καμία σύγκριση. Ότι κάθε τέτοια σύγκριση προδίδει άγνοια της διαφοράς κλίμακας και ασέβεια προς τη μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος. Πρόκειται για άνθρωπο που πάντα ξέρει τι λέει, που έχει ευαισθησία και ευρύτατη γνώση για το συγκεκριμένο θέμα, αλλά νομίζω ότι εδώ δεν έχει απόλυτο δίκιο. Είχα πει μετά ότι και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είχαν από την αρχή καμινάδα. Πάει να πει, μέχρι να οργανωθεί ένα μαζικό σχέδιο εξόντωσης, η κοινωνία είχε εξοικειωθεί με την ιδέα ότι μπορούσαν αυτές οι κατηγορίες των συμπολιτών τους να φυλακίζονται έτσι, χωρίς λόγο.
Μου περιέγραφε κάποιος μια σκηνή κατά την οποία, την ώρα που ένας πρόσφυγας βγαίνει από το καμπ, την ημέρα που έχει χιονίσει, ο αστυνομικός του ψάχνει την τσάντα και αστειεύεται λέγοντας «δεν πιστεύω να περνάς άσχημα εδώ», ξέροντας βέβαια ότι οι σκηνές δεν έχουν θέρμανση και ότι ο άνθρωπος αυτός έχει κοιμηθεί στην παγωνιά. Πώς γίνεται να το πεις αυτό; Υπάρχει μια απάντηση, και τη δίνει η μελέτη του Άουσβιτς.
Ένα από το πιο συνταρακτικά βιβλία για τη φιλοσοφία της βίας που έχω διαβάσει είναι το Humanity: A Moral History of the Twentieth Century, του Jonathan Glover. Αφιερώνει ο συγγραφέας εκεί ένα κεφάλαιο στο «σαδιστικό αστείο», («cold joke»), που είναι τα σχόλια που έκαναν οι ναζί την ώρα που οδηγούσαν τους Εβραίους στο κρεματόριο. Αναρωτιέται κανείς: μα πώς είναι δυνατόν να θέλεις να πεις σε αυτόν που οδηγείς στον θάνατο, «να ευχαριστηθεί το ντουζάκι του»; Να σημαδεύουν με όπλο μπουκάλια στο κεφάλι κρατουμένων σαν σπρο, και να πανηγυρίζουν όταν δεν τους σκοτώνουν, όπως κατέθεσε ένας μάρτυρας στη δίκη του Άιχμαν, ή ένας από τους φύλακες να προσποιείται μια παρωδία κηδείας με ψεύτικα ρούχα ιερέα, όταν φτάνουν στον χιλιοστό νεκρό. Έβαζαν κρατούμενους μουσικούς να παίζουν εύθυμη μουσική, την ώρα που σκάβονταν τάφοι, και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Για την ακρίβεια, αυτό το κεφάλαιο περιέχει ιστορίες που εμπλέκουν δεκάχρονα παιδιά, που δεν έχω το κουράγιο ούτε να τις αντιγράψω.
Πώς γίνεται να αφαιρείται τελείως η ιερότητα του θανάτου και να αντικαθίσταται από αυτή την ανατριχιαστική ελαφρότητα; Γιατί να προσθέσεις λίγο αλατοπίπερο ενός «αστείου», στην ακραία βία του βασανιστηρίου και του θανάτου; Η απάντηση είναι ότι μόνο υπό αυτόν τον όρο μπορεί να φερθεί έτσι ο ναζί φύλακας, και μόνο υπό αυτόν τον όρο μπορεί να φερθεί έτσι ο έλληνας μπάτσος. Το «αστείο» αυτό χρησιμεύει προκειμένου ο φύλακας να μπορέσει να διαπράξει κάτι που κανονικά κανείς δεν αντέχει να διαπράξει. Χρησιμεύει προκειμένου να μη βλέπει πια ως άνθρωπο αυτόν που βασανίζει.
Στη συνέντευξη που μας έδωσε ένας πρόσφυγας, που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του, μας έλεγε ότι δεν μένουν σαν τα ζώα, γιατί και τα ζώα έχουν κάποια αξία. Και με ρωτούσε πώς είναι δυνατόν να ζήσουν χωρίς θέρμανση; Αυτοί μπορούν; με ρώτησε, και μέχρι να ξαναδώ τη συνέντευξη στο μοντάζ ήμουν σίγουρος ότι με είχε ρωτήσει αν εγώ μπορώ.
Γίνεται, μόνο αν δεν τους θεωρούμε ανθρώπους. Αν υπάρχει η παραμικρή επαφή, η παραμικρή σκέψη ότι στη θέση του θα μπορούσα να ήμουν εγώ, θα ήταν αδύνατο να βλέπεις έναν άνθρωπο να τουρτουρίζει και να μη βρίσκεις μια λύση για να μην πεθάνει από το κρύο.
Δεν έχουμε πόλεμο, δεν έχουν λείψει τα χρήματα, αυτό που συμβαίνει στη «Μόρια ΙΙ», στο καινούργιο Κέντρο Υποδοχής του Καρά Τεπέ, που περιγράφεται ως ακόμα χειρότερο από τη Μόρια, είναι κάτι που δεν το χωράει ο νους μας, πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει. Και, όταν κάτι δεν το χωράει ο νους μας, κάνουμε σαν να μη συμβαίνει. Μια που ξεκίνησα με τον Ζουμπουλάκη, να κλείσω πάλι με δύο δικές του παρατηρήσεις, κι ας επαναλαμβάνω το παράπτωμα της σχετικοποίησης του ολοκαυτώματος.
Γράφει στις συζητήσεις του με τον Στρατή Μπουρνάζο ότι στην Ελλάδα κανείς δεν ξέρει ότι στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν τρία γκέτο για Εβραίους, ότι και εμείς οι πάντα αθώοι Έλληνες είχαμε γκέτο, και δεν υπήρχε μόνο στη Βαρσοβία. Ότι υπήρξε «Ολοκαύτωμα του ελληνικού εβραϊσμού». Αναφέρει στο ίδιο βιβλίο ότι στην Ουγγαρία δύο δραπέτες του Άουσβιτς ενημερώνουν το Εβραϊκό Συμβούλιο, όπου όμως δεν τους πιστεύουν!
Θέλω να συνδυάσω αυτές τις πληροφορίες με όσα είπα παραπάνω και με όσα μας είπαν οι πρόσφυγες με τους οποίους μιλήσαμε. Κάνουμε σαν να μη συμβαίνουν όλα αυτά, γιατί δεν αντέχουμε να σκεφτούμε ότι συμβαίνουν. Δεν μπορούμε να διατηρήσουμε την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και μαζί να παραδεχτούμε ότι συμβαίνουν εκεί που κάναμε διακοπές ή εκεί που δουλεύουμε ή διασκεδάζουμε. Αυτή είναι η δική μας άμυνα, που ζούμε αποστρέφοντας το βλέμμα. Και ο αστυνομικός τούς φέρεται σαν να είναι πράγματα, όχι άνθρωποι, γιατί αλλιώς κανείς δεν διανοείται κανείς να φέρνει έναν άνθρωπο σε αυτήν την κατάσταση. Αυτό είναι ίσως το άλλο όνομα του ρατσισμού: να μπορείς να φερθείς έτσι, γιατί ο άλλος δεν είναι σαν εσένα.
Δεν κομίζω καμία καινούργια σοφία από αυτό το ταξίδι. Μόνο την πολύ ισχυρή εμπέδωση αυτής της αλήθειας, πως δίπλα στο έγκλημα της Μόριας και της «Νέας Μόριας», του Καρά Τεπέ, δεν είμαστε αυτοί που λέμε στον εαυτό μας ότι είμαστε.