Σε αντιδιαστολή με την περίπτωση Τραμπ ή Μακρόν, η εκτίναξη του Κασσελάκη από το πουθενά συνιστά κυριολεξία.
Κάποτε είχε συζητηθεί πλατιά το «δόγμα του σοκ» ως τρόπος υποταγής των κοινωνιών σε ένα είδος διακυβέρνησης: μια ρηξικέλευθη κυβερνητική πρωτοβουλία, η οποία υπό «κανονικές συνθήκες» θα δημιουργούσε μείζονες αντιδράσεις, επιβάλλεται αιφνιδιαστικά καταλαμβάνοντας όλους εξαπίνης, ενώ ακολουθείται ταχύτατα από μια ακόμη πιο ρηξικέλευθη και αυτή από μια επόμενη, έτσι ώστε εκείνοι που θα αντιδρούσαν να ζαλίζονται και να αδυνατούν να ιεραρχήσουν προτεραιότητες, ώστε να αντιπαρατεθούν με στοιχειώδη επάρκεια. Η συστηματική εφαρμογή του «δόγματος» αναστέλλει αντιδράσεις, εξασθενίζει αντιπολιτευτικές φωνές, διασπείρει φόβο («τι μέλλει ακόμη να μου συμβεί;») και γενικεύει μια αίσθηση ματαιότητας. Ετσι ανοίγονται τάφροι κάτω από τα ίδια τα βάθρα της νεωτερικής δημοκρατίας: θεσμοί ανίκανοι να προστατεύσουν, κόμματα χαμένα στον μυωπικό ανταγωνισμό τους, κριτικές αναλύσεις που δεν βρίσκουν λαβή στην κοινωνική ύλη, συλλογικότητες που διαλύονται. Η ανομία γενικεύεται, η αυτοδικία νομιμοποιείται, όλοι οι δαίμονες εγκαταλείπουν την κόλαση για να αναβιώσουν λογής φανατισμούς με φόντο την παράνοια. Οι θεωρίες συνωμοσίας πουλάνε καλά. Οσο πιο εξωφρενικές τόσο καλύτερα.
Η εφαρμογή του «δόγματος» σε πολλές χώρες (και στη δική μας) επέβαλε μια μορφή οικτρής «κανονικότητας», που συναντήθηκε με τις επάλληλες μεγάλες κρίσεις (χρηματοπιστωτική, οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή, οικολογική, κλιματική, προσφυγική και μεταναστευτική, πόλεμος της Ουκρανίας, πραξικοπήματα στην Αφρική, γενικότερη γεωπολιτική αναταραχή…) παροξύνοντας όλα τα παραπάνω και θέτοντας πλείστες χώρες σε κατάσταση κοινωνικής, θεσμικής και πολιτικής αστάθειας. Δηλαδή σε κάτι σαν μόνιμη κρίση, που έχει μάλιστα αποκτήσει το διεθνές της όνομα: permanent crisis ή permacrisis.
Με όλους τους θεσμούς απαξιωμένους και το έλλογο στοιχείο σε αποδρομή, ο πόνος, η απελπισία, η οργή, η απουσία διεκδικήσιμου μέλλοντος των ταπεινών και των καταφρονημένων παρωθείται στην αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων και στην αναμονή ενός Σωτήρα, που θα εμφανιστεί από το πουθενά για να προβάλει ένα υπερβατικό όνειρο ψευδεπίγραφης ελπίδας. Στις λεγόμενες «αναπτυγμένες χώρες», πραξικοπήματα πλέον δεν χρειάζονται. Η κυριαρχία της εικόνας και η υπαγωγή της πολιτικής ουσίας στην «επικοινωνία» αρκούν για να τύχει επεξεργασίας – συσκευασίας – κυκλοφορίας – διαφήμισης και πολλαπλά επικερδούς πώλησης η λαμπερή εικόνα του Σωτήρα (οπωσδήποτε «αντισυστημικού») που καλεί η στιγμή. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες, αυτός μπορεί κάλλιστα να επικρατήσει σε τυπικά αδιάβλητες εκλογές. Ο Τραμπ άνοιξε τη νέα εποχή. Ο Μπολσονάρου ακολούθησε. Ο Μακρόν πέτυχε κάτι ανάλογο σε πιο δημοκρατική κατεύθυνση. Τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν, ενώ νέα αναμένονται.
Εχουμε πλέον εμπεδώσει δύο πράγματα. Πρώτον, στις μέρες μας, η πολιτική έχει υποταχθεί στην οικονομία κατά το ότι οι απαραίτητες όψεις των λειτουργιών της πρώτης περιστέλλονται στη διαχείριση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. «Περιστρεφόμενες πόρτες» εναλλάσσουν τις κορυφές των οικονομικών κολοσσών (ή διεθνών οικονομικών θεσμών) με εκείνες της άρχουσας πολιτικής και η αναπαραγωγή εξασφαλίζεται απρόσκοπτα. Δεύτερον, η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει καταστήσει τις αντίστοιχες πρακτικές ασύδοτες. Σχετικά συχνή είναι η επιθετική εξαγορά (offensive takeover) μιας εταιρείας μέσω της τεχνητής υποτίμησης της αξίας των μετοχών της, την αγορά τους και τη διάλυσή της προκειμένου τα κομμάτια της να πουληθούν με μεγάλο κέρδος. Ετσι, παρά τις υποσχέσεις που έχει παράσχει αφειδώς η επιτιθέμενη εταιρεία, οι εργαζόμενοι της προσβαλλόμενης πληρώνονται με ανεργία. Συνιστώ την ταινία «Wall Street» του Ολιβερ Στόουν, με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Ντάγκλας (βραβείο Οσκαρ).
Η περίπτωση Κασσελάκη μού έφερε στον νου τα παραπάνω, για δύο βασικά λόγους. Ο πρώτος: σε αντιδιαστολή με την περίπτωση Τραμπ ή Μακρόν, η εκτίναξή του από το πουθενά συνιστά κυριολεξία: μόλις δύο μήνες πριν, συλλήβδην ο δημόσιος χώρος σχεδόν αγνοούσε την ύπαρξή του. Ωστόσο, μέσω μιας άκρως αποτελεσματικής επικοινωνιακής καμπάνιας, η εικόνα του κατόρθωσε να αναδειχθεί στο κατοπτρικό είδωλο της εικόνας που έχει φιλοτεχνήσει για τον νυν πρωθυπουργό ο επικοινωνιολόγος του. Με την ισχυρή συνδρομή των πιο μαύρων σελίδων του Διαδικτύου. Τόσο κατοπτρικό μάλιστα («μόνον εγώ μπορώ να νικήσω τον Μητσοτάκη»), ώστε να δημιουργείται ευλόγως το ερώτημα αν ίδιος επικοινωνιολόγος χρησιμοποιείται και από τους δύο.
Ο δεύτερος λόγος: ο κ. Κασσελάκης εμπνεύστηκε τη μεταφορά του οικονομικού offensive takeover στο πεδίο της αριστερής πολιτικής. Οπου το να γνωρίζει καλά το πρώτο πεδίο δεν συνεπάγεται ότι μπορεί καν να υποψιάζεται την υφή του δεύτερου – τον κοινωνικό ρόλο, την οργάνωση, την ιστορία, τα βάσανα και τις υπαρξιακές δεσμεύσεις του. Απλώς το καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. άφηνε το κόμμα παντελώς απροστάτευτο από τέτοια «μεταμοντέρνα» ενδεχόμενα. Προφανώς δεν μιλώ εδώ για κυριολεκτική «εξαγορά» – το όλο παιχνίδι παίζεται στο συμβολικό επίπεδο. Μολαταύτα το pattern –ας χρησιμοποιήσω κάποιες παραπάνω αγγλικές λέξεις, όπως επιτάσσει το κλίμα των ημερών– είναι αυστηρά παρόμοιο. Το τι μέλλει να συμβεί is anybody’s guess.
O κ. Αριστείδης Μπαλτάς είναι ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ, πρώην υπουργός.