«O σεβασμός μου στα μνημεία και στην πολιτιστική μας κληρονομιά είναι δεδομένος και αναμφισβήτητος». Το δηλώνεις μόνος σου για να βγάλεις τους άλλους από τον κόπο. Και επειδή «είναι αναμφισβήτητος», τον αμφισβητείς εσύ. Σου έρχεται αρχικά η ιδέα να πας στις Μυκήνες, να καθαρίσεις το πούσι. Σκέφτεσαι όμως ότι θα τις μάζεψαν πια τις πευκοβελόνες, μετά την πυρκαγιά.
Αδεια; Από ποιον; Εσύ, ένα τωρινό έμβλημα, κάνεις τη χάρη σ’ ένα άλλο, γερασμένο, να φωτογραφηθείς μπροστά του. Κι ύστερα, είναι εύκολο για οποιονδήποτε. Μπαίνεις στο τουτού, πατάς με τακτ την Αρεοπαγίτου –είναι πεζόδρομος, αλλά και σε τροχαίους να πέσεις, θαυμαστές σου θα είναι–, ανηφορίζεις στην Ακρόπολη, πατάς με τακτ τις πέτρες του Πικιώνη, στρίβεις, έφτασες. Και λες κι ένα τραγούδι ενθουσιασμένος.
Ποιο τραγούδι; Ιδού κάποιοι τίτλοι του κ. Σάκη Ρουβά ερμηνευτικοί της ασύδοτης έπαρσης που τον οδήγησε στο Ηρώδειο: «Μια χαρά να περνάς» – η χαρά είναι το παν, όχι οι σκοτούρες για το τι κάνω κι αν πρέπει να το κάνω. «Σπασμένη κλειδαριά» – τωόντι, βρήκε σπασμένη την κλειδαριά και τα σκυλιά δεμένα, οπότε μπούκαρε. «Για φαντάσου» – έλα ντε, για φαντάσου, ένα μουσικόφιλο τζιπ στο Ηρώδειο.
Α ναι. Ζήτησε συγγνώμη ο κ. Ρουβάς. «Για την όποια αναστάτωση προκλήθηκε». Οχι για τη βάναυση απρέπειά του. Και με «story» στο Ινσταγκραμ. Εικοσιτετράωρης ζωής. Μάγκικα πράματα.