Τα μεγάλα αστικά ΜΜΕ λογοκρίνουν τους συντάκτες τους. Πάντα έτσι ήταν και πάντα έτσι θα είναι. Από τότε που έκαναν τους δημοσιογράφους ο Μαρξ και ο Ένγκελς μέχρι τη στιγμή που κανένα αμερικανικό μέσο δεν δεχόταν να δημοσιεύσει κείμενα του Σίμουρ Χερς — ενός εκ των σημαντικότερων δημοσιογράφων-ερευνητών του 20ού και του 21ου αιώνα.
Η λογοκρισία γίνεται συχνότερα με έμμεσες πιέσεις και απειλές, οι οποίες δεν διατυπώνονται ρητά. Αρκεί ένα νεύμα του αρχισυντάκτη στον διάδρομο ή η τυχαία απόλυση ενός συναδέλφου (με πρόσχημα την οικονομική στενότητα) για να λάβεις το μήνυμα. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, εάν ο συντάκτης αγνοήσει το νεύμα, έρχεται το ψαλίδι. Και αν μιλήσεις δημόσια για αυτό το ψαλίδι έρχεται η απόλυση ή η εξώθηση σε παραίτηση, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Έλενας Ακρίτα.
Παλαιότερα, όταν εφαρμόζονταν παρόμοιες μορφές λογοκρισίας και απολύσεων, οι δημοσιογράφοι χωρίζονταν σε δύο στρατόπεδα: η μειοψηφία αντιδρούσε και η συντριπτική πλειονότητα λούφαζε, φοβούμενη ότι έρχεται και η σειρά της.
Αυτό που δεν είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα ήταν δημοσιογράφους και δημοσιολόγους να πανηγυρίζουν για τη λογοκρισία και να χειροκροτούν την απόλυση. Στις στιγμές της κρίσης, όμως, οι μάσκες πέφτουν και οι φιλελεύθεροι συνάδελφοι δείχνουν το πραγματικό, αντιδημοκρατικό τους πρόσωπο.
Πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που ξεχειλίζουν από οργή (και καλά κάνουν) όταν παρατηρείται παραβίαση της ελευθεροτυπίας σε κάποια χώρα που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Στο όνομα αυτής της ελευθεροτυπίας μάλιστα δεν διστάζουν να στηρίξουν ακόμη και ακραία ρατσιστικά δημοσιεύματα (βλ. Charlie Hebdo) και να μας θυμίσουν τη φράση που (δεν) είπε ο Βολταίρος για το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Στη δική τους χώρα, όμως, ζητούν ακόμη περισσότερη λογοκρισία.
Ο αρθρογράφος της Καθημερινής Σάκης Μουμτζής, παραδείγματος χάριν, χαρακτήρισε βλάκες και προβοκάτορες όσους παρεκκλίνουν από την πολιτική (στην ουσία κομματική) γραμμή του μέσου στο οποίο εργάζονται. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Άρης Πορτοσάλτε σημείωνε ότι τα μέσα πρέπει να διακόπτουν τη συνεργασία εάν ο αρθρογράφος ξεπεράσει τα εσκαμμένα.
(Κάπου την είχα ακούσει και εγώ αυτή τη φράση, να δεις ποιος μου την είχε πει;).
Ο Αρίστος Δοξιάδης από την πλευρά του χαρακτήρισε «κατάντια» για τον ελληνικό Τύπο, ότι η Έλενα Ακρίτα διατηρούσε στήλη (ο ίδιος το αποκαλεί στασίδι) στην εφημερίδα Τα Νέα για δυο δεκαετίες. Η φίμωσή της, λοιπόν, αποτέλεσε για αυτόν κάθαρση του χώρου των μέσων ενημέρωσης. Πρότεινε μάλιστα αυτή τη φορά η εφημερίδα να προσλάβει κάποιον «έξυπνο», αποκαλώντας έτσι την Ακρίτα ηλίθια.
Κάποιοι άλλοι, όταν βλέπουν ότι ο απολυμένος συνάδελφός τους στέκεται με το κεφάλι ψηλά και δεν γλείφει κατουρημένες ποδιές, όπως έκαναν αυτοί για να γίνουν δημοσιογράφοι, αντιδρούν ακόμη πιο επιθετικά. Ίσως γιατί συνειδητοποιούν ότι η δική του στάση εκθέτει τη δική τους μίζερη ύπαρξη.
Διαβάζοντας το βιβλίο «Η δημοσιογραφία ως τέχνη», που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τη συλλογή κειμένων του Γιώργου Δελαστίκ, έπεσα πάνω στο άρθρο που είχε γράψει για την απόλυσή του από την εφημερίδα Καθημερινή. Έγραφε χαρακτηριστικά για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η απόλυσή του: «Η αλληλεγγύη που εκδηλώθηκε από συναδέλφους και αναγνώστες μέχρι κι από τα πέρατα της οικουμένης, μαζί με απλό κόσμο και αγωνιστές της Αριστεράς κάθε τάσης, βαθύτατα συγκινητική σε προσωπικό επίπεδο και εξαιρετικά σημαντική σε πολιτικό, αποτύπωσε ανάγλυφα το ευρύτατο φάσμα αντιστάσεων και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην αποτυχία των πολιτικών στόχων αυτού του σχεδίου. Κυριαρχεί η οργή και η διάθεση αντίστασης αντί του φόβου που επεδίωκαν».
Σήμερα δεν μπορούμε να επαναλάβουμε τη φράση του. Αυτό που κυριάρχησε στον χώρο της ελληνικής δημοσιογραφίας ήταν η σιγή, η οποία επέτρεψε στους κολαούζους των εκδοτών να ακουστούν πιο δυνατά μέσα στο απόλυτο κενό.
Θα πρέπει κάποια στιγμή, όμως, να σταματήσουν να μας προκαλούν έκπληξη αυτές οι βαθιά αντιδημοκρατικές και χυδαίες φωνές. Οι δημοσιογράφοι δεν κρινόμαστε από αυτούς που συμφωνούν μαζί μας. Το να είσαι αρεστός σε όλους είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Κρινόμαστε από αυτούς που ενοχλούμε. Και όσο περισσότερα χαμόσυρτα, ταπεινωμένα ανθρωπάκια έχεις απέναντί σου, να τσιρίζουν για χάρη των αφεντικών τους, τόσο καλύτερα κάνεις τη δουλειά σου.