Υπάρχει ένα θαυμάσιο διήγημα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, του (κατά Οργουελ) προφήτη του βρετανικού ιμπεριαλισμού, που έχει γίνει μια επίσης θαυμάσια ταινία από τον Τζον Χιούστον, με τους Σον Κόνερι και Μάικλ Κέιν, ιδανικό πρωταγωνιστικό δίδυμο. «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» είναι η ιστορία δύο Αγγλων τυχοδιωκτών, του Ντράβοτ και του Κάρνεχαν, που στα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς η αποικιοκρατούμενη Ινδία τούς έπεφτε μάλλον μεγάλη, αποφάσισαν να παραπλανήσουν μια φυλή στο Αφγανιστάν (στο Καφιριστάν, το σημερινό Νουριστάν που κατοικείται από τους Καλάς) και να γίνουν ηγεμόνες τους.
Χάρη σε έναν συνδυασμό εξαπάτησης και συμπτώσεων, ο Ντράβοτ θεωρήθηκε από τους ντόπιους άτρωτος και αθάνατος θεός και έγινε πράγματι βασιλιάς τους, αλλά, όταν η δαγκωματιά της τρομαγμένης –και απρόθυμης– υποψήφιας νεαρής συζύγου του αποκάλυψε ότι ματώνει κανονικότατα, άρα δεν είναι θεός, η απάτη ξεσκεπάστηκε, οι Καφίρ εξοργίστηκαν και ο Ντράβοτ κατέληξε σε φρικτό θάνατο, αν και με το στέμμα του βασιλιά σχεδόν καρφωμένο στο κεφάλι του. Κι ο Κάρνεχαν δεν είχε πολύ καλύτερη τύχη.
Είναι μια ευφυής και προφητική σάτιρα της αποικιοκρατικής και ιμπεριαλιστικής αλαζονείας, μια πρωθύστερη συμπύκνωση των δύο αιώνων διαπάλης των κατακερματισμένων Αφγανών -διαδοχικά- με τη βρετανική, τη σοβιετική και την αμερικανική αυτοκρατορία, με τις δυτικές αυτοκρατορίες εν γένει, αφού και η ΕΣΣΔ έγινε Δύση με τα όλα της, και στις επεκτατικές νίκες και στα Βατερλό της. Ο Κίπλινγκ μοιάζει να προοικονομεί τις σημερινές ιεραμιάδες για την ύστατη πτώση του Αφγανιστάν, θυμίζοντας το ρητό: μπορείς να εξαπατάς λίγους για πολύ, πολλούς για λίγο, αλλά όχι όλους για πάντα. Και εδώ και τώρα, η αποχώρηση των Αμερικανών και η άνετη επικράτηση των νεο-Ταλιμπάν στην πολύπαθη χώρα τους είναι το τέλος μιας διαχρονικής, συλλογικής, σχεδόν οικουμενικής εξαπάτησης.
Ας τα πούμε με τ’ όνομά τους: τι ακριβώς γινόταν στο Αφγανιστάν εδώ και είκοσι χρόνια; Κα-το-χή, όλο μαζί ΚΑΤΟΧΗ, σωστά; Ακόμη κι αν οι εισβολείς είχαν συμμάχους ή ντόπιες δυνάμεις ανοχής, η κατοχή ήταν κατοχή. Και τι γινόταν πριν την αμερικανο-βρετανική επέμβαση; Ενας εμφύλιος πόλεμος με διαρκή και διόλου διακριτική εμπλοκή της Δύσης. Και πριν από αυτόν; Μια δεκαετής σοβιετική κατοχή. Και πιο πριν; Μια αλληλουχία πραξικοπημάτων, λιγότερο ή περισσότερο αιματηρών, στο όνομα του εκσυγχρονισμού του Αφγανιστάν. Γιατί λοιπόν επικράτησαν τόσο άνετα οι νεο-Ταλιμπάν; Είναι η κατοχή, ηλίθιε! Είναι ότι σχεδόν μισός αιώνας εισαγόμενου «εκσυγχρονισμού» –σοβιετικής ή «καπιταλιστικής» χροιάς– κατέληξε σε ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο φτώχειας, καθυστέρησης και διαφθοράς.
Στο Αφγανιστάν επικράτησαν οι Ταλιμπάν απλά γιατί κέρδισαν μεγαλύτερη λαϊκή υποστήριξη. Και την κέρδισαν όχι γιατί οι Παστούν, οι Τατζίκοι ή οι Χαζάροι, που αποτελούν την πλειονότητα του φυλετικού συνονθυλεύματος, ξαφνικά αγάπησαν τους Ταλιμπάν, αλλά κυρίως γιατί απέρριψαν και μίσησαν τη σκληρή και βρόμικη αμερικανική κατοχή.
Οπως και οι Σοβιετικοί τη δεκαετία του ’80, έτσι κι οι Αμερικανοί είχαν, την τελευταία εικοσαετία, την ευκαιρία τους να πείσουν τους Αφγανούς με μια θεαματική αλλαγή στη ζωή τους. Στα είκοσι χρόνια «παιδαγωγικής» κατοχής, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο Αφγανιστάν υποτίθεται ότι σχεδόν διπλασιάστηκε. Αλλά, όταν το ένα τρίτο από το ετήσιο ΑΕΠ των 20 δισ. δολαρίων είναι διεθνής βοήθεια -το μεγαλύτερο μέρος της οποίας πάει στην «ασφάλεια» και στους εξοπλισμούς- αυτό δεν το λες επιτυχία. Με οικονομικούς όρους είναι ένα φιάσκο. Προσοδοφόρο μεν για τις αμερικανικές πολυεθνικές όπλων και τους εργολάβους του αμερικανικού στρατού, αλλά φιάσκο. Και γίνεται ακόμη χειρότερο, καθώς εδώ και πέντε χρόνια το εισόδημα της πάμφτωχης χώρας συρρικνώνεται ευθέως, ανάλογα με τη μείωση της διεθνούς βοήθειας.
Θεωρητικά, το βιοτικό επίπεδο των Αφγανών βελτιώθηκε, αλλά πάνω από τους μισούς ζουν κάτω από το όριο φτώχειας. Η θνησιμότητα μειώθηκε, η πρόσβαση στο σύστημα υγείας βελτιώθηκε, το προσδόκιμο ζωής υποτίθεται ότι αυξήθηκε, αλλά μιλάμε για μια χώρα που η σχέση της με τη στατιστική είναι πρόσφατη και οι δυνάμεις κατοχής είχαν κάθε λόγο να εξωραΐζουν τους δείκτες. Αρα, τις βελτιώσεις ακούστε τις βερεσέ. Αφήστε δε που, αν βάλουμε στη στατιστική τις «παράπλευρες απώλειες» των βομβαρδισμών, των αντιτρομοκρατικών εκκαθαρίσεων, του σιωπηρού εμφυλίου και του ακατάπαυστου προσφυγικού κύματος, το βελτιωμένο προσδόκιμο πάει για βρούβες.
Και, έπειτα, το Αφγανιστάν, μια καθαρά αγροτοκτηνοτροφική οικονομία, είδε σε μια εικοσαετία το αγροτικό της προϊόν (συμπεριλαμβανομένου του οπίου) ως μερίδιο του ΑΕΠ να μειώνεται δραματικά υπέρ των υπηρεσιών -των υπηρεσιών που αναπτύχθηκαν κυρίως γύρω από ή με αφορμή τον στρατό κατοχής και τους έμμεσους ή άμεσους συνεργάτες του-, παρότι ο πληθυσμός παρέμεινε κυρίως αγροτικός. Αντιθέτως, ο ορυκτός του πλούτος, που κατά πολλούς είναι ο πραγματικός θησαυρός του Αφγανιστάν με κοιτάσματα εκατοντάδων δισ. δολαρίων, όχι μόνο έμεινε αναξιοποίητος, αλλά η εξόρυξή του μειώθηκε δραματικά, κάτω από τα επίπεδα ακόμη και της δεκαετίας του ’80.
Αν, λοιπόν, η ισχυρότερη και σταθερότερη εδώ και έναν αιώνα αυτοκρατορία του κόσμου, με την τεράστια στρατιωτική και οικονομική της ισχύ, αποδεικνύεται ανίκανη να αναμορφώσει την οικονομία μιας απελπιστικά φτωχής χώρας, αν απέτυχε να διαμορφώσει με βία ή με πειθώ έστω μια καρικατούρα κράτους δικαίου, να απαλλάξει τους πολίτες από τη μάστιγα της διαφθοράς των δυτικότροπων γραφειοκρατών και των ακατέργαστων πολέμαρχων, αν τα πολιτικά δικαστήρια της Καμπούλ αποδείχτηκαν πιο αργυρώνητα και ανέντιμα από τους περιφερειακούς καδήδες της σαρία, αν το αμερικανικό χρήμα δεν κατάφερε για είκοσι χρόνια παρά να ταΐσει μια ελίτ που, ανεξαρτήτως καλών ή κακών προθέσεων, ζούσε αποκλειστικά υπέρ και χάρη στους εισβολείς, τότε οι απεχθείς νεο-Ταλιμπάν, οι μαθητές των δωρεάν ισλαμικών σχολείων των προσφυγικών στρατοπέδων, οι εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες πιστοί του Αλλάχ, μπορούν να διεκδικήσουν ξανά τον ρόλο της εναλλακτικής λύσης για τους απελπισμένους και θυμωμένους Αφγανούς.
Τι είδους εναλλακτική λύση; Αυτή που διαμορφώνει η ζωντανή ιστορία, με όλες τις τρομακτικές και σκοτεινές αντιφάσεις της. Είναι οι εκφραστές των φτωχών αγροτών, φανατικά θρησκόληπτοι, σκοταδιστές, βαθιά μισογύνηδες -αλλά όχι χωρίς την υποστήριξη και γυναικών- αντικομμουνιστές, αντιαμερικανοί, αντιδυτικοί εν γένει, αλλά είναι και αυτοί που σήκωσαν το βάρος της αντίστασης σε μια μακρόχρονη, σκληρή, βάρβαρη και σπάταλη εισβολή, που δεν είχε την παραμικρή σχέση με ανθρώπινα δικαιώματα και δημοκρατία. Οσο κι αν η πολιτική νίκη των νεο-Ταλιμπάν προκαλεί φλύκταινες στη Δύση, η δεύτερη ευκαιρία τους θα κριθεί –κατά την ταπεινή μου γνώμη…– από δύο πράγματα: από τον γρήγορο και ξεκάθαρο διαχωρισμό τους από τους ισλαμοφασίστες του ISIS και από τον απογαλακτισμό της αφγανικής οικονομίας από τις δουλείες της αμερικανικής κατοχής.
Ευσέβεια δεν είναι μόνο να στρέφετε ανατολικά και δυτικά τα πρόσωπά σας, αλλά για εκείνον που πιστεύει στον Αλλάχ και στην Εσχατη Μέρα, στους Αγγέλους και στο Βιβλίο και στους προφήτες, ευσέβεια είναι να δίνει από την περιουσία του για τους συγγενείς του και για τα ορφανά και για τους απόρους και για τους οδοιπόρους και τους ζητιάνους και για την απελευθέρωση των σκλάβων…»
Μωάμεθ, «Το Κοράνι»