Παύλος Κλαυδιανός
** Του κορωνοϊού, αφενός, και του ιού του νεοφιλελευθερισμού, αφετέρου
** Και η σύγκρουση θα είναι ανάμεσα στην ανασυγκροτούμενη, μετά τον αιφνιδιασμό της από την κρίση, Δεξιά
και τη διάσπαρτη κινηματική και πολιτική Αριστερά.
Ενώ συνεχίζουμε σε έναν «αναποδογυρισμένο κόσμο», όπως εύστοχα παρατηρεί ο ιταλός διανοούμενος Μάρκο Ρεβέλι («Αυγή», 22/3/2020), όσα συνέβησαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Πέμπτη απόγευμα προς Παρασκευή, έρχονται να μας επιβεβαιώσουν ότι δεν είμαστε ακόμη στην αρχή της αντιμετώπισης του τρομακτικού προβλήματός μας. Διεθνώς, όχι μόνο στην Ευρώπη. Ζούμε την επίθεση δυο ιών: του κορωνοϊού αφενός και του ιού του νεοφιλελευθερισμού, όπως μάλιστα τον διαβάζει άτεγκτα η Γερμανία. Και αυτό παρά το γεγονός ότι, σχεδόν, παντού αλλού, ακόμη και στη Μέκκα, την Αμερική, έστω πρόσκαιρα – να δούμε, βέβαια, πόσο πρόσκαιρα – πετούν στη θάλασσα μεγάλο μέρος των δογμάτων τους για να σωθούν.
Τι δεν κατανόησαν οι Γερμανοί;
Τι δεν κατανόησαν οι Γερμανοί, και οι λίγοι, πλέον, σύμμαχοί τους; (Ο Δημ. Σμυρναίος στη σελ. 6 πρόλαβε μερικές μεστές εκτιμήσεις και κρίσεις). Πολλά, ασφαλώς, ισχύουν αλλά τώρα να πούμε το εξής σπουδαίο. «Η κρίση αυτή είναι μια Ευρωπαϊκή κρίση και απαιτεί μια ευρωπαϊκή λύση»! Αυτό το απλό τονίζουν σε ένα σύντομο κείμενο (σελ. 7) τετρακόσιοι και πλέον πανεπιστημιακοί οικονομολόγοι που, εν είδει επιστολής, απευθύνονται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και ζητούν την έκδοση Ευρωομόλογου.
Αλλά παρεμβαίνουν και πρώην υψηλοί κοινοτικοί αξιωματούχοι. Ο Μάριο Ντράγκι, για παράδειγμα, δεν μασάει τα λόγια του και προτείνει ως και «να διαγραφούν ιδιωτικά χρέη»! «Είμαστε σε πόλεμο», υποστηρίζει. Επομένως, συνεχίζει, «απαιτείται μία ενιαία παρέμβαση, η οποία θα καλύψει, με μία χωρίς όρια διεύρυνση του δημόσιου χρέους, τη διασφάλιση της «λειτουργίας” του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, ο οποίος διαφορετικά θα είναι αδύνατο να επανεκκινήσει με δικές του δυνάμεις μετά την πανδημία…». Πιο σπουδαίο ακόμη, η διάδοχός του, η κ. Λαγκάρντ, έσπευσε να στηρίξει την επιστολή των εννέα πρωθυπουργών – μεταξύ των οποίων και ο κ. Κ. Μητσοτάκης – λέγοντας ότι είναι έτοιμη να αγοράσει «εφ’ άπαξ» ένα ομόλογο για κάλυψη δαπανών υγείας όσο διαρκεί ο κορωνοϊός. Η κ. Μέρκελ έγινε έξαλλη. Διότι υποστήριξε, επιπλέον, ότι στα μέτρα, εκτός από τη ρευστότητα και τις εγγυήσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, πρέπει να περιλαμβάνονται και «οι πιστωτικές γραμμές από τον ESM». Μα, αυτό ήταν, ακριβώς, το δεύτερο αίτημα των πρωθυπουργών, εκτός από το ευρωομόλογο, που απέρριψε η Γερμανία.
Από την ύφεση στην κρίση
Κάθε μέρα που περνά, οι εκτιμήσεις και προβλέψεις όλο και αλλάζουν, μάλιστα ραγδαία, προς το χειρότερο. Ενώ δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί η ένταση και η χρονική διάρκεια του υγειονομικού μέρους της κρίσης, η μόνη ασπίδα που επιλέγεται, και σωστά, είναι το σταμάτημα, κατά μεγάλο μέρος, της κοινωνικής – οικονομικής δραστηριότητας. Αλλά αυτό μας πάει κατ’ ευθείαν στην ύφεση και αμέσως στην οικονομική κρίση. Δημιουργεί όχι μόνο πρόβλημα στη ζήτηση αλλά, πλέον, στην προσφορά.
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στα οικονομικά για να το προβλέψει αυτό. Ούτε να συνειδητοποιήσει ότι στον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό όπου ζούμε, αρχή της λύσης είναι η παρέμβαση σε διεθνές επίπεδο και η προσφυγή σε εργαλεία του κλασικού κεϋνσιανισμού. Και αν ακόμη αυτό συμβεί, πάλι το βάθος της κρίσης θα είναι μεγάλο και οι συνέπειες τρομακτικές μέσω της αισθητά υψηλής ανεργίας και της φτωχοποίησης χαμηλοεισοδημάτων πάσης φύσεως. Και αν αυτό συμβεί, και έχει θετική έκβαση, πάλι θα είναι ανοικτό ένα ζήτημα, μπροστά μας, για το οποίο θα υπάρξει σύγκρουση: ποια κοινωνικά στρώματα, μετά την επιδημία θα πληρώσουν όλα αυτά τα κόστη; Και η σύγκρουση θα είναι ανάμεσα στην ανασυγκροτούμενη, μετά τον αιφνιδιασμό της από την κρίση, Δεξιά και τη διάσπαρτη κινηματική και πολιτική Αριστερά.
Η κυβέρνηση κατασυκοφαντεί κάθε κριτική
Αυτό το θέμα δεν έχει φθάσει ακόμη στο τραπέζι αλλά σίγουρα θα έλθει. Η κυβέρνηση το γνωρίζει, γι’ αυτό από τώρα επιχειρεί, με βάση τη διαχείριση του προβλήματος, να κερδίσει κύρος, να στριμώξει την αντιπολίτευση, ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Προσπαθεί να κατασυκοφαντήσει όποια κριτική, να τη στηλιτεύσει σαν ανεύθυνη, να τρομοκρατήσει όσους το τολμούν. Προς το παρόν, ο πρωθυπουργός αφήνει τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, τον κ. Πέτσα, να επιτίθεται στην αξιωματική αντιπολίτευση. «Δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα», σημείωσε, θέλοντας να υπονομεύσει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ τον οποίο κατηγόρησε για «φθηνό λαϊκισμό» στα εργασιακά. Όπως και για «μικροπολιτική» και «υποκρισία» στο ζήτημα της – υπέρογκης – αποζημίωσης των ιδιωτικών ΜΕΘ.
Φραγμό στην κριτική δεν συναντάμε μόνο στο λόγο της κυβέρνησης. Τον συναντάμε και στον φιλοκυβερνητικό Τύπο. Και δεν εννοούμε το «Πρώτο Θέμα», που έχει τεχνογνωσία στις διαστρεβλώσεις και συκοφαντίες, όπως αυτή εναντίον του Παύλου Πολάκη, που όταν απείλησε με μήνυση ζήτησαν «συγνώμη». Στο κύριο άρθρο της, για παράδειγμα, η «Καθημερινή» την Παρασκευή και με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επί πτωμάτων», θα αναφέρει ότι το «εμπόριο καταγγελίας επί πτωμάτων και η υποδαύλιση της εχθροπραξίας με ύβρεις δεν είναι αντιπολίτευση». Μιλά για «χουλιγκανισμό» και προσπάθεια «διχαστική»! Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε περίπτωση τονίζει ότι «βάζει πλάτη» αλλά, προσεκτικά, θα ασκεί και κριτική. Και τα προβλήματα είναι πολλά.
Αποκρύβουν, φυσικά, ότι κάνει κριτική στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ. Κριτική κάνουν και για τα εργασιακά με προεξάρχουσα την ίδια την κ. Γεννηματά. Από τώρα προετοιμάζουν, με τη διαβολή, το έδαφος της μελλοντικής πολιτικής τους, που θα μεταφέρει τα κόστη της κρίσης στα λαϊκά – ξανά – στρώματα, λέγοντας ότι «ο λαϊκισμός μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει». Κάνουν μάλιστα την εκτίμηση, από τώρα, ότι η κυβέρνηση, μπορεί να έχει τη συναίνεση για τη διαχείριση της κρίσης του ιού, αλλά στη «μεταπανδημική οικονομία» θα έχει πρόβλημα. Όπως και ότι, προσπαθώντας να το υπονομεύσουν, υπάρχει «ακροατήριο με τα νέα αιτήματα».
Εύλογα και πιεστικά αιτήματα
Αλλά ποιο είναι, ακριβώς, το ζήτημα που εντοπίζουν στο κυβερνητικό στρατόπεδο; Φαίνεται ότι είτε από ανικανότητα, είτε από αδράνειες του συστήματος, είτε από αντίληψη γνωρίζουν ότι δεν προχωρεί η ενδυνάμωση των δομών υγείας. Σωστά, και με μετριοπάθεια, θέτει το ζήτημα αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ – και όχι μόνο – δια του Ανδρέα Ξανθού αλλά και του Αλέξη Τσίπρα. Όλοι ξέρουμε ότι μετρά τα λόγια του. Σε περίπτωση που αυξηθούν τα κρούσματα αυτό θα προκύψει και θα γίνει δημοσίως γνωστό.
Φοβούνται, όμως, την κριτική διότι, πλέον, αυτή, πχ για τα μέτρα, συναντάται με εύλογα αιτήματα που διατυπώνονται όλο και πιο πιεστικά από τον κόσμο της αυτοπασχόλησης και των επαγγελματιών. Πάνω απ’ όλα φοβούνται την κριτική, που ασκείται στα εργασιακά, διότι έχει έδαφος. Πάντοτε προκλητικός ο κ. Γ. Βρούτσης γνωρίζει ότι αυτό το ζήτημα, δεν θα περιμένει να εμφανιστεί μετά την επιδημία, αλλά άμεσα με αιχμή την άνοδο της ανεργίας και τη μείωση των μισθών. Η «ψύχραιμη», έως τώρα Γ.Σ.Ε.Ε., περνά κι αυτή στους επικριτές. Θα ακολουθήσει και η ΑΔΕΔΥ, ύστερα από την απάντηση του κ. Σταϊκούρα σε ερώτηση για την τύχη των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων. «Με τα σημερινά δεδομένα δεν έχουμε κάτι να ανακοινώσουμε» είπε. Δηλαδή οι μειώσεις μισθών στο Δημόσιο είναι ένα ζήτημα ανοικτό στο μέλλον. Εν τω μεταξύ, με την ευκαιρία του κορωνοϊού, η κυβέρνηση φτιάχνει ένα νέο εργατικό καθεστώς με ακόμη μεγαλύτερη απορρύθμιση. Πχ καταργεί τη Δημόσια Αρχή Λιμένων ή προετοιμάζει ιδιωτικοποιήσεις όπως τα ΕΛΤΑ.
Τα δύσκολα για την κυβέρνηση «μετά»
Η κυβέρνηση επιχειρεί να πείσει ότι ηγεμονεύει αυτή την περίοδο κατασκευάζοντας, ταυτόχρονα, μια φιγούρα, για τον κ. Μητσοτάκη, ηγετική. Και ας νιώθει την καυτή ανάσα του ΣΥΡΙΖΑ, που πρώτος βάζει τα θέματα, και πιέζει, που θα διεκδικηθούν, στις Βρυξέλλες. Για παράδειγμα, το ευρωομόλογο. Τα σοβαρά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν στη μακρά, δυστυχώς, διάρκεια της επιδημίας και κυρίως τα ακόμη σοβαρότερα της ανοικοδόμησης μετά, στη «μεταεπιδημική οικονομία» είναι μπροστά. Ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική που ακολουθεί, εντελώς αντίθετη από την αντιπολίτευση της ΝΔ, με κριτική και προτάσεις μπορεί να είναι η δύναμη εκείνη, που με το αντίστοιχο πρόγραμμα, θα οργανώσει τον αγώνα της πλειοψηφίας να μην κληθούν να πληρώσουν, ξανά, τα κόστη οι συνήθεις.