Στη χώρα που γεννήθηκε η τραγωδία απωθήσαμε το πένθος. Οι σχεδόν πέντε χιλιάδες νεκροί δεν θάφτηκαν από τους συγγενείς αλλά από την καθημερινή στατιστική φλυαρία, χωρίς ίχνος λυγμού. Οι ζωντανοί στήνουν σκιάχτρα, βαράνε κρόταλα για να κρατήσουν το κακό μακριά. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν μόνοι, έναν παρατεταμένο για μέρες θάνατο, αφού ο πανικός είχε διδάξει σε όλους ότι δύσκολα βγαίνεις ζωντανός στην τελική αναμέτρηση.
Τα ονόματα των νεκρών της πανδημίας είναι σήμερα το πολυτιμότερο μυστικό. Ωσάν και η ταυτότητά τους να ρίχτηκε σε λάκκο με ασβέστη για να απολυμανθεί. Ενα πρωτοσέλιδο ανάλογο με αυτό της 24ης Μαΐου 2020 των New York Times -η νεκρολογία 1.000 θυμάτων του Covid-19- είναι για μας επιστημονική φαντασία λόγω έλλειψης στοιχείων. Υπάρχει κυβερνητικός κόφτης στα νοσοκομεία. Οι νεκρολογίες έγιναν κι αυτές προνόμιο των «επωνύμων». Τα ελάχιστα ονόματα «πεζικάριων» υγειονομικών γνωστοποιήθηκαν χάρη στα συνδικάτα τους.
Η προπαγανδιστική χρήση της ιατρικής ορολογίας λειτούργησε σαν σάβανο: η στερεοτυπική επανάληψη «είχαν υποκείμενα νοσήματα». Δεν είναι αμαρτίες ή αποδείξεις κάποιας ενοχής, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τα ενεργά «γελοία υποκείμενα» να συγκροτούν δικαιολογίες περί της υποχρεωτικής ανωνυμίας των νεκρών. Δεν υπάρχουν κι εκείνες οι αναγγελίες θανάτου -κάποτε στις τελευταίες σελίδες των εφημερίδων- από τις οποίες πολλοί προλάβαιναν τουλάχιστον να συλλυπηθούν τους οικείους.
Δέκα μήνες τώρα όλοι αποδιώχνουν τον θάνατο «λες και δεν κουβαλάμε τη δυστυχία μέσα μας», όπως έγραφε ο Ντανίλο Κις στην παυσίλυπη, προφητική -και προτρεπτική για αέναη συμπλήρωση- συλλογή διηγημάτων του «Η Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών» (Καστανιώτης, 2018). Εγκυκλοπαίδεια στην οποία ο συγγραφέας ήθελε να καταγράφονται ονόματα και πράξεις αφανών, όσων πουθενά αλλού δεν υπάρχει μνεία της αλλοτινής τους ύπαρξης.