Η κυβέρνηση μιμείται ό,τι χειρότερο υπάρχει ή έχει υπάρξει στην Ευρώπη. Αν το πρόβλημα περιοριζόταν στο κιτς των «αρίστων» με πειραγμενα βιογραφικά, απλώς θα γελούσαμε με τον επαρχιωτισμό τους. Από τη στιγμή όμως που τα περιστατικά αυτά συμπληρώνονται με δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων περί ΣΥΡΙΖαίων που τους αρέσει να «χτενίζουν το καϊνταϊφι», περί προσφύγων που είναι «εισβολείς» και περί της αξίας του ξυλοδαρμού ως μέσου νόμιμης «αναγκαστικότητας», τα πράγματα προσλαμβάνουν άλλες διαστάσεις. Αν είναι το ξύλο τόσο αυτονόητα αναγκαίο για την αντιμετώπιση κάθε παρέκκλισης από το «φυσιολογικό», να (ξανα)αρχίσουμε να δέρνουμε τα παιδιά και να χρησιμοποιούμε ράβδο για να φρονηματίσουμε τον κάθε «άτακτο»!
Το κιτς κι η ακροδεξιά ρητορική των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας συγκλίνουν σε έναν ιδεολογικό υπόκοσμο που τον έχουμε ξαναδεί. Και κάποιοι άλλοι δεν μας έλεγαν κάποτε για την «αναγκαστικότητα» του γύψου; Δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι και οι επίγονοί τους που προέβαλλαν μια δικής τους εμπνεύσεως «αριστεία», το διαπρέπειν στα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», τα οποία οι ίδιοι φρόντιζαν να ευτελίζουν καθημερινά και στα δύο σκέλη τους;
Άλλο βέβαια ο ιδεολογικός υπόκοσμος και άλλο η υλική μορφή του, δηλαδή η χλωρίδα και η πανίδα που αναπτύσσονται μέσα σ’ αυτόν. Οι βιαιοπραγίες της αστυνομίας και το ξεγύμνωμα πολιτών παραπέμπουν ευθέως στο «ρετσινόλαδο» του Μανιαδάκη επί Μεταξά. Κι αυτό δεν είναι πια «θεωρία», αλλά πρακτική που υποδηλώνει σύμμιξη του αυταρχισμού με νοσηρά αρχέτυπα συμπεριφοράς που συναντώνται πλέον μόνο σε καθεστώτα τύπου Ουγγαρίας ή Τουρκίας.
Ευτυχώς δεν είμαστε ούτε Ουγγαρία, ούτε Τουρκία. Ως κοινωνία και ως πολιτική τάξη έχουμε ξεπεράσει αυτά τα χάλια εδώ και καιρό – με τη συνδρομή, για να είμαστε ειλικρινείς, και της καραμανλικής Δεξιάς. Οι συμπεριφορές τύπου Βορίδη και οι πρακτικές τύπου Χρυσοχοϊδη προκαλούν δυσφορία όχι μόνο στους απλούς πολίτες, αλλά και στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων.
Επίσης προκαλούν αντιδράσεις από στελέχη του μετριοπαθούς Κέντρου που αποφάσισαν να συνδράμουν την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για τους δικούς τους λόγους. Το ερώτημα είναι εάν αυτές οι αντιδράσεις μπορούν να σταματήσουν τον κατήφορο. Το γεγονός ότι ο Κορκονέας κυκλοφορεί ελεύθερος ανάμεσά μας, ενώ η «Χρυσή Αυγή» πάει να βγει λάδι δείχνουν ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω από απλές διαμαρτυρίες.
Αυτό το «κάτι παραπάνω» δεν είναι βέβαια ούτε οι βόμβες των ανεγκέφαλων, ούτε τα τρικάκια του «Ρουβίκωνα». Είναι η πραγματικά κινηματική δράση. Κινήσεις σαν κι αυτή των 400+ καλλιτεχνών και προσωπικοτήτων που υπέγραψαν δήλωση κατά της αστυνομικής αυθαιρεσίας πρέπει να ωριμάσουν σε πανταχού παρούσες «Επιτροπές Δημοκρατικής Άμυνας» και να γίνουν στενός κορσές για την κυβέρνηση. Κι η αντιπολιτευτική τακτική από δω και πέρα πρέπει να συμπεριλάβει το τρίπτυχο «Δικαιώματα, Δικαιώματα, Δικαιώματα».
Κατ’ αρχήν να κατοχυρώσουμε το δικαίωμα στην αποδοκιμασία, να μπορείς δηλαδή να στραβοκοιτάζεις κι εσύ την κυψέλη των ΜΑΤ, όταν σε αγριοκοιτάει και σε σχολιάζει ειρωνικά. Κανένα Σύνταγμα και κανένας ποινικός κώδικας δεν απαγορεύουν τις μιμητικές εκφράσεις του προσώπου που δείχνουν αποστροφή σε ό,τι φαίνεται αηδιαστικό ή αποτρόπαιο. Γιατί αποτρόπαια είναι η εικόνα των παστωμένων μέσ’ τη στολή και οπλισμένων μέχρι τα δόντια αστυνομικών που κοιτάνε τους περαστικούς λες και είναι σκουλήκια.
Δεύτερον, να υπερασπίσουμε το δικαίωμα της αντίστασης απέναντι σε όποια αρχή θίγει τους πολίτες χωρίς λόγο χρησιμοποιώντας λεκτική ή φυσική βία. Είναι αδιανόητο να απαιτεί η αστυνομία από εικοσάχρονα κορίτσια να της δείξουν το εσώρρουχά τους εν μέση οδώ. Και δεν είναι δυνατόν να μην συναντήσει αντίσταση αυτή η απρέπεια. Αυτό μας έλειπε!
Τρίτον, να εμπεδώσουμε το δικαίωμα να διαδηλώνεις ελεύθερα χωρίς τον φόβο – ή την αγανάκτηση – που προκαλεί η απειλητική διάταξη των αστυνομικών δυνάμεων γύρω – γύρω ή στο τέλος μιας πορείας. Η πολυδιαφημιζόμενη έλλειψη επεισοδίων στις πορείες υποδηλώνει, όχι την ήττα των ταραξιών, αλλά ένα στρατήγημα του τύπου «δεν με παίρνει τώρα εδώ, αλλά θα σου δείξω εγώ μετά εκεί που με συμφέρει». Με κάτι τέτοια απωθημένα καταλήξαμε στα τραγικά της 17 Νοέμβρη.
Τη σήμερον ημέρα, η αντιμετώπιση της αστυνομοκρατίας δεν γίνεται με δελτία τύπου, αλλά, όπως πολύ σωστά κάνουν οι πολίτες, μέσω μαζικών αντιδράσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μέσω ανοιχτών εκδηλώσεων ή συγκεντρώσεων. Ας ανοίξουν πόλεμο οι bloggers, ας υπερβάλουν όσο χρειάζεται οι γελοιογράφοι, ας φτιάξουν ανέκδοτα όπως επί Παττακού οι πιο εφευρετικοί, ας χαλάσει τον κόσμο η δυνατή μουσική, ας γαζώσει τους ρατσιστές, τους σεξιστές, τους ομοφοβικούς κι όλα τα αντικοινωνικά στοιχεία η αιχμηρή πένα της Έλενας Ακρίτα. Πιο αποτελεσματικό όπλο απ’ τη δημόσια χλεύη και το κράξιμο δεν υπάρχει.
«Ο καθείς και τα όπλα του είπα», λέει ο ποιητής. Τα όπλα του δημοκρατικού κόσμου μπορεί να μην έχουν μεταλλικές ή λαστιχένιες σφαίρες, αλλά έχουν κάτι άλλο που αιφνιδιάζει και τρομοκρατεί όσους επιχειρούν να τρομοκρατήσουν: τη σπάθη της τόλμης και της αποφασιστικότητας, που έχει περάσει απ’ τ’ ακόνι της Ελευθερίας.
Να θυμηθούν ο Βορίδης κι ο Χρυσοχοϊδης – που είναι αδύνατος στο διάβασμα και ιδιαίτερα στο διάβασμα της Ιστορίας – το εξής: κάποτε δεκαεφτάρικα και δεκαοχτάρικα, χωρίς μολότοφ, καλάσνικοφ ή τσεκούρια, αντιμετώπισαν τα όπλα που γάζωναν το κράσπεδο της Πατησίων και της 3ης Σεπτεμβρίου με απλωμένη την αφοβιά σα σημαία, χωρίς να ρίξουν κάτω την ασπίδα των ιδεών τους. Αυτοί είναι πλέον μέρος της Ιστορίας μας και κομμάτι του δημοκρατικού μας συνειδητού. Τους τρομοκράτες του δικτατορικού καθεστώτος τους κατάπιε το τίποτα.
Έγινα κατανοητός;