Βαγγέλης Γέττος
Η κυβέρνηση μέσω του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδη, επιλέγει συνειδητά και μάλιστα σε κάθε άλλο παρά ουδέτερο momentum, να επαναφέρει στο πολιτικό προσκήνιο την σκοτεινή υπόθεση της Marfin. Το βασικό κίνητρο της συγκεκριμένης επιλογής δεν είναι απ’ ό,τι φαίνεται αστυνομικό. Οι σκόπιμα αινιγματικές διαρροές της Κατεχάκη δεν διευκρινίζουν αν οι αξιωματικοί είναι ενώπιον νέων στοιχείων. Κι αν είναι, ποιος ο λόγος να τα διαλαλούν στο επικοινωνιακό παζάρι; Το κίνητρο είναι, αντίθετα, πολιτικής φύσης και γεννά ερωτήματα σε σχέση με την πολιτική αναγκαιότητα που υπαγορεύει μια τέτοια επιλογή, την επαύριο μάλιστα της λήξης της καραντίνας και στο παρά πέντε μιας ανερχόμενης κοινωνικής αντίδρασης σε κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται αυτές τις μέρες ή πρόκειται να ληφθούν τις αμέσως επόμενες.
Η δολοφονία 3 ανθρώπων κι ενός εμβρύου παραμένει ανεξιχνίαστη, με το άτομο που είχε κατηγορηθεί να έχει τελεσίδικα αθωωθεί ελλείψει αποδείξεων. Η κριτική που ασκήθηκε στην αστυνομία για την ανικανότητά της να εξιχνιάσει ένα έγκλημα που τελέστηκε μπροστά στα μάτια εκατοντάδων ίσως και χιλιάδων διαδηλωτών που εκείνες τις στιγμές περνούσαν μπροστά από το τραπεζικό υποκατάστημα, ήταν εύλογη. Είναι πράγματι άξια απορίας μία τέτοιου βαθμού αναποτελεσματικότητα όταν, την ίδια στιγμή, πολύ πιο περίπλοκες υποθέσεις που σύμφωνα με τις αρχές αφορούν σε τρομοκρατία ή οργανωμένο έγκλημα επιλύονται με τόσο ταχείες διαδικασίες που συχνά προκαλούν σοβαρά πλήγματα στο κράτος δικαίου.
Το ζήτημα με την υπενθύμιση της Marfin είναι πολιτικό γιατί η κυβέρνηση δεν ανασύρει απλά μια υπόθεση δεκαετίας. Η εντολή εκ νέου εξέτασης όλου του υλικού και αναζήτησης νέου θα μπορούσε να δοθεί εν κρυπτώ ή έστω διακριτικότερα. Όχι. Η κυβέρνηση δεν ανασύρει απλά μια υπόθεση. Η κυβέρνηση ανασύρει ένα φόβητρο και το κραδαίνει σαν δαμόκλειο σπάθη πάνω από την κοινωνία που ήδη έχει επίγνωση των δραματικών οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων οι οποίες θα ακολουθήσουν την υγειονομική κρίση.
Η κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση γνωρίζουν ότι η υπόθεση της Marfin ήταν η ταφόπλακα της έξαρσης του λαϊκού κινήματος το 2010, τις ημέρες που η τρόικα ξεκινούσε την οκταετή καταστροφή της ελληνικής κοινωνίας. Η Marfin ήταν το φρικτό ορόσημο που έστειλε και πάλι σπίτια τους χιλιάδες πολιτών οι οποίοι δεν ήταν εξοικειωμένοι με την αντίσταση στο δρόμο, πολιτών οι οποίοι ενδεχομένως διαδήλωναν για πρώτη φορά. Επίσης, η Marfin εύλογα προκάλεσε αμηχανία στις δυνάμεις της σπαργανώδους τότε ριζοσπαστικής αριστεράς που δεν είχαν βεβαίως τη θεσμική αρμοδιότητα να προλάβουν τέτοιες τραγικές εξελίξεις.
Τελικά, το πολιτικό σύστημα της τραπεζοκρατίας που σε λίγο θα καταργούσε και επίσημα την καχεκτική μνημονιακή δημοκρατία ορίζοντας πρωθυπουργό τον Παπαδήμο, έπαιξε τα ρέστα του, επένδυσε ανενδοίαστα στη φρίκη της τετραπλής δολοφονίας. Το πολιτικό σύστημα της εποχής εκείνης, το πολιτικό σύστημα που αυτή τη στιγμή επιχειρεί την παλινόρθωσή του, επέρριψε άλλοτε ρητά και άλλοτε άρρητα την ευθύνη συλλήβδην στο κίνημα που αντιστάθηκε στην καταβαράθρωση του βιωτικού επιπέδου των πολιτών. Τώρα, μία κυβέρνηση που εξαρτά την ύπαρξή της από ένα παραπολιτικό σύστημα, από τις εκδουλεύσεις της και από τα κλειστά στόματα που τη σώζουν από θύελλες τύπου Novartis, υπενθυμίζει με υπονοούμενα στις οργανωμένες κοινωνικές δυνάμεις που θα τολμήσουν να αντιπαρατεθούν μαζί της ότι από τη Marfin μπορεί να ξανατρέξει αίμα. Και ότι αν κάτι τέτοιο ξανασυμβεί, θα είναι και πάλι αυτές υπεύθυνες. Το φόβητρο της βίας και της τρομοκρατίας ήταν πάντα ο καλύτερος συνεργός νεοφιλελεύθερων και υπερσυντηρητικών κυβερνήσεων στην προσπάθειά τους να καταστείλουν ή να προλάβουν κοινωνικές αντιδράσεις.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, επιλέγει με αυτό το συμβολικό και χυδαίο τρόπο να εγκαινιάσει μία προεκλογική εκστρατεία με διπλό στόχο: αφ’ ενός να στήσει κάλπες χωρίς αντιδράσεις το Σεπτέμβρη, υπερπηδώντας τον σκόπελο της απλής αναλογικής και λαμβάνοντας νόθα αυτοδυναμία με έναν ακόμα αντιδημοκρατικό εκλογικό νόμο και αφ’ ετέρου να επιβάλει μνημόνιο επενδύοντας στην τρομολαγνεία. Άλλωστε το έδαφος για ένα τέτοιο σχέδιο το έχει προετοιμάσει η πρωτοφανής κατάσταση εξαίρεσης στην οποία εισήλθε η καθημερινότητα λόγω κορονοϊού. Η εκ νέου ενεργοποίηση της επονείδιστης θεωρίας των άκρων φαίνεται ότι αποτελεί απόφαση του συστήματος Μητσοτάκη. Η συγκεκριμένη στάση στηρίζεται στο επιχείρημα ότι τους νεκρούς της Marfin τους προκάλεσε ο «κοινωνικός διχασμός», δηλαδή η κοινωνική αντιπαράθεση και όχι ένας κοινός εγκληματίας. Η στάση αυτή, που δυστυχώς φέρει την θλιβερή και αμέριστη υποστήριξη της νεοεκλεγείσας Προέδρου της Δημοκρατίας, είναι μια ευθεία προσβολή των δημοκρατικών πολιτών. Ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί. Όχι κατόπιν εορτής αλλά εν τη γενέσει της.