Φανταστικό σενάριο: ένας ευειδής 31χρονος bartender από την Κρήτη, fan του γυμναστηρίου και της διατροφή, «άνδρας κυνηγός», όπως ο ίδιος λέει, δηλώνει συμμετοχή σε ένα reality show. Εκεί, κλειδώνεται μαζί με μερικά ακόμα ανθρωποειδή και ο σώζων εαυτόν σωθήτω μέχρι οι αλληλοταπεινώσεις και ο αυτοεξευτελισμός να αναδείξουν τον νικητή των 100.000€. Ο νεαρός, κάποια στιγμή δηλώνει: «με τις γκόμενες πάω με μία κάθε μέρα για να αδειάζει το πακέτο αλλιώς έχει βιασμό». Την απομάκρυνσή του του την ανακοινώνει η αόρατη φωνή κάποιου Μεγάλου Αδελφού. Ο νεαρός, ζει πια κάπου, μάλλον ανενόχλητος. Θα μπορούσε να είναι σενάριο επεισοδίου του Black Mirror. Είναι, φυσικά, η αληθινή ελληνική ιστορία του Big Brother.
Τι έχει αποχαλινώσει αυτά τα χαμηλόβαθμα κτήνη; Τί ακριβώς φταίει στο να νιώθουν αυτοί οι μισθοφόροι της χυδαιότητας ότι μπορούν να ομολογούν δημόσια το εγκληματικό τους φρόνημα χωρίς να υποστούν την παραμικρή συνέπεια; Μέχρι πριν λίγο καιρό η συζήτηση περιστρεφόταν αποκλειστικά γύρω από ένα «εριστικό» πατριαρχικό lifestyle που κυριάρχησε στα ΜΜΕ, στην πολιτική («η ευθεία, η αντρική σχολή» του Σαμαρά), και γενικά σε πολλές εκφάνσεις της δημόσιας επικοινωνίας. Η διάχυση μιας «κουλτούρας του βιασμού», όπως επικράτησε να λέγεται, είχε διαπιστωθεί και τεκμηριωθεί. Όχι όμως και τα βαθύτερα και συγκεκριμένα αίτιά της. Γιατί πολλές κουλτούρες ανά το παγκόσμιο παραμένουν ή εξελίσσονται σε ακόμα πιο πατριαρχικές από τη δική μας, αλλά δεν βλέπουμε παντού και μια ανάλογη έξαρση των σεξουαλικών εγκλημάτων και κυρίως σε τέτοια πυκνότητα χρόνου. Τι συμβαίνει;
Ο Robert Merton, εκ των θεμελιωτών των ανωτέρω κλάδων, στα κοσμογονικά του κείμενα σημείωνε ότι με βάση την «Θεωρία της Ανομίας», δηλαδή μια κατάσταση γενικευμένης ρήξης των κοινωνικών κανόνων και διασάλευση της κοινωνικής συνοχής η επιτυχία αξιολογείται κοινωνικά ως ανώτερη της αρετής. Έτσι, η κοινωνία, αντί να επικροτεί την ατομική ηθική στάση, τείνει να κρίνει το άτομο με βάση την επιτυχία του. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιτυχία σημαίνει πλούτο (ή προσδοκία πλούτου), καλή δουλειά και δημοτικότητα. Η εγκληματική απόκλιση ενός τέτοιου ατόμου υποβαθμίζεται μπρος την επιβεβαίωση της κοινωνικής, πια, προτεραιότητας της επιτυχίας. Μέχρι εδώ, ίσως να μην ακούμε κάτι για πρώτη φορά.
Ωστόσο, σε μια μελέτη του για τους κατά συρροήν βιαστές (serial rapists), ο Merton αναφέρει ότι είναι ακριβώς η «Θεωρία της Ανομίας» που εξηγεί ότι όσοι από αυτούς ανήκουν στην ελίτ, έχουν περισσότερες πιθανότητες να διαφύγουν την καταδίκη ή ακόμα και την απόδοση κατηγοριών. Κάποιοι εξ αυτών και επί σειρά ετών. Ο Merton εξηγεί ότι εφόσον αυτά τα άτομα – οι βιαστές που ανήκουν στην ελίτ – αντιμετωπίζονται ως αξιοσέβαστα μέλη της κοινωνίας, η αρετή τους και η απουσία της δεν αξιολογούνται με την ίδια αυστηρότητα.
Σκέφτομαι την περίπτωση Λιγνάδη που εγκληματούσε εν γνώσει του συστημικού στερεώματος, απ’ ό,τι φαίνεται επί δεκαετίες και την Υπουργό Πολιτισμού που «δεν τον γνώριζε». Αναλογίζομαι τις ειδεχθείς πράξεις σε βάρος ανηλίκων του Νίκου Γεωργιάδη, πρώην βουλευτή και ακόμα και τώρα στενού συνεργάτη του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τον νεοδημοκράτη και φίλο του προηγούμενου καθηγητή της ΑΣΟΕΕ που δίδασκε νέους ανθρώπους ενώ κατηγορείτο για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Τους περίοπτης θέσης συστημικούς επιχειρηματίες, τους μαστροπούς και βιαστές της Θεσσαλονίκης που άπλωσαν τα δίχτυα τους σε μια ολόκληρη πόλη, εν γνώσει της τοπικής κοινωνίας. Άτομα που όχι μόνο ζούσαν αλλά εκπλήρωναν το κοινωνικό πρότυπο του ‘’επιτυχημένου’’, του status που κατά τον Merton διασώζει τους σεξουαλικούς εγκληματίες της ελίτ από τις νομικές περιπέτειες.
Η προφυλάκιση Λιγνάδη μετά από τόσα χρόνια εγκληματικής δράσης, τα 2,5 χρόνια στα οποία καταδικάστηκε στα χαρτιά ο Γεωργιάδης, ο ανενόχλητος καθηγητής που διήγε έναν κανονικό ακαδημαϊκό βίο, η μη προφυλάκιση του ενός κατηγορουμένου για τον ομαδικό βιασμό της 24χρονης είναι όλα σημάδια ότι δεν μιλάμε απλά για πατριαρχία αλλά για μια κατάσταση διασάλευσης των βασικών κανόνων συνύπαρξης. Και αυτό, με ευθύνη της ελίτ, του συστήματος εξουσίας και των πολιτικών τους προστατών.