Ξεκινά ο κρατικός σχεδιασμός για την επεξεργασία «ενιαίας» ιστορικής αφήγησης για το παρελθόν της χώρας, την εγχάραξη της οποίας στη συλλογική συνείδηση θα αναλάβει το σύνολο των κρατικών και κρατικοδίαιτων ιδεολογικών μηχανισμών κάτω από την κεντρική καθοδήγηση της νέας πολιτικής εξουσίας.
Το πολυνομοσχέδιο για το «επιτελικό κράτος» (της Δεξιάς) που κατατέθηκε την περασμένη Πέμπτη κρύβει ουκ ολίγες πτυχές, αποκαλυπτικές για τις ολοκληρωτικές τάσεις της όσμωσης του σκληρού (οικονομικού) φιλελευθερισμού με τον παραδοσιοκρατικό συντηρητισμό.
Μία απ’ αυτές αφορά τον κρατικό σχεδιασμό για την επεξεργασία «ενιαίας» ιστορικής αφήγησης για το παρελθόν, το παρόν (και -εξυπακούεται- το μέλλον) της χώρας, την εγχάραξη της οποίας στη συλλογική συνείδηση θα αναλάβει το σύνολο των κρατικών και κρατικοδίαιτων ιδεολογικών μηχανισμών κάτω από την κεντρική καθοδήγηση (και με τη χρηματοδότηση) της νέας πολιτικής εξουσίας.
Ενα ριμέικ, τρόπον τινά, της ιδεολογικής εξόρμησης με την οποία επενδύθηκε προ εικοσαετίας το ξέφρενο (και καταστροφικό για τα δημόσια οικονομικά) πάρτι της Ολυμπιάδας του 2004, προσαρμοσμένο στη μνημονιακή πραγματικότητα με στόχο την πολιτικοκοινωνικά ορθή κάλυψη του ιδεολογικού κενού που παρήγαγε στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας η κατάρρευση των κυρίαρχων αφηγημάτων μετά το 2010.
Ο λόγος για την «Επιτροπή “Ελλάδα 2021”», η συγκρότηση και λειτουργία της οποίας προβλέπονται από το άρθρο 113 (σελ.127) του πολυνομοσχεδίου. Οπως διαβάζουμε εκεί, «συστήνεται Επιτροπή υπαγόμενη στον Πρωθυπουργό, για την προετοιμασία της χώρας ενόψει της συμπλήρωσης διακοσίων ετών από την Παλιγγενεσία» του 1821 (§1), αποτελούμενη «από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους από τον χώρο της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών και της επιστήμης» (§2).
Το ίδιο άρθρο προβλέπει τη χρηματοδότηση και θεσμική-τεχνική στήριξη του νέου φορέα από το «επιτελικό κράτος»: «Με διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Πρωθυπουργού ρυθμίζεται κάθε ζήτημα που αφορά στη συγκρότηση, τη λειτουργία, την υποστήριξη από υπηρεσίες, τους πόρους, την στελέχωση και κάθε δραστηριότητα στην οποία [η Επιτροπή] προβαίνει προς την επίτευξη των σκοπών της» (§3).
Ποιοι ακριβώς θα είναι όμως αυτοί οι σκοποί; Ως αρμοδιότητα της Επιτροπής που θα διορίσει και θα χρηματοδοτεί ο πρωθυπουργός προβλέπεται «ο συντονισμός των δράσεων όλων των αρμόδιων Υπουργείων και φορέων, στο πλαίσιο των ενεργειών που θα προταθούν και εγκριθούν» (§1.ε), αυτές όμως οι δράσεις κάθε άλλο παρά θα περιοριστούν στις επετειακές εκδηλώσεις για τα διακοσάχρονα του Εικοσιένα.
Αποστολή του όλου εγχειρήματος, ξεκαθαρίζει το ίδιο άρθρο, θα είναι κάτι πολύ ευρύτερο και στρατηγικότερο: «η ανάδειξη των αξιών του Ελληνικού Εθνους, του πολιτισμού και της ιστορίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα» (§1.α΄) και, κυρίως, «η ανάπτυξη του εθνικού αφηγήματος της Ελλάδας με σκοπό τη δημιουργία ενιαίας εικόνας και ταυτότητας της χώρας και των φορέων του ελληνικού κράτους» (§1.γ΄).
Οπως ξέρει καλά και ο τελευταίος πρωτοετής της Φιλοσοφικής, η δημιουργία «ενιαίας εικόνας και ταυτότητας» μέσω της επεξεργασίας κι επιβολής ενός κρατικά σχεδιασμένου αφηγήματος δεν συνάδει και τόσο ούτε με κανενός είδους μεθοδολογικό φιλελευθερισμό ούτε με τις σύγχρονες επιστημονικές τάσεις, που αποδέχονται κι αναδεικνύουν την πολλαπλότητα των μεθοδολογικών κι ερμηνευτικών προσεγγίσεων του παρελθόντος.
Περισσότερο θυμίζει εθνοποιητικές διαδικασίες του 19ου αιώνα (και τις μεταγενέστερες αναπαραγωγές τους που προκαλούν την υπεροπτική λοιδορία των πρωτοκοσμικών Αδώνιδων, είτε πρόκειται για την εθνογένεση της γειτονικής μας Βόρειας Μακεδονίας είτε για τα αντίστοιχα εγχειρήματα του Τρίτου Κόσμου), όταν δεν αποπνέει έναν υποβόσκοντα ολοκληρωτισμό. Μπορεί τα γεγονότα να είναι κάθε φορά συγκεκριμένα, η ανάλυσή τους όμως είναι αδύνατο, άκρως αντιεπιστημονικό και πολιτικά επικίνδυνο να υπαχθεί σ’ έναν μονοσήμαντο, πολιτικά επικαθορισμένο κανόνα.
Ας θυμηθούμε π.χ. ότι, ακόμη και για το ίδιο το γεγονός που πρόσφερε την ευκαιρία αυτών των σχεδίων, την επανάσταση του 1821, υπάρχουν ποικίλες κι αντικρουόμενες μεταξύ τους ερμηνευτικές σχολές, ακόμη και στο εσωτερικό των ίδιων πολιτικοϊδεολογικών ρευμάτων. Πώς θα μπορούσαν να συνταιριαστούν στο ζητούμενο «ενιαίο εθνικό αφήγημα», δίχως αυτό να σημάνει την κρατική επιβολή μιας και μόνο «αλήθειας» πάνω στις υπόλοιπες;
Είναι προφανές ότι μια στοιχειωδώς σύγχρονη προσέγγιση όφειλε ν’ αναδείξει ακριβώς το αντίθετο: έναν πλούσιο διάλογο για τις ποικίλες κι αντιφατικές πτυχές του ιδρυτικού γεγονότος του νεοελληνικού εθνικού κράτους (και, εν πολλοίς, του σημερινού ελληνικού έθνους), ως εφαλτήριο για τη διάχυση του σχετικού προβληματισμού στην ευρύτερη κοινωνία.
Η προωθούμενη ρύθμιση προδιαγράφει αντίθετα ένα εσωτερικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, με κρατική πατρωνία και χρηματοδότηση, ανάμεσα στις δύο μεγάλες αφηγήσεις του εγχώριου συντηρητισμού: την παραδοσιακή ελληνορθόδοξη προσέγγιση, που έδωσε τον τόνο και στην τελευταία σχετική επέτειο (τα 150χρονα του 1971, μεσούσης της δικτατορίας) και το ευρωκρατικό «εκσυγχρονιστικό» σχήμα (της δομικής αντίθεσης δυτικότροπης «προόδου» / ενδογενούς «καθυστέρησης») που μας σέρβιρε πριν από μερικά χρόνια ο ΣΚΑΪ.
Επίσημη αφήγηση
Το ημιεπίσημο χαρμάνι που θα προκύψει τελικά από την όσμωση αυτών των δύο ανταγωνιστικών αφηγημάτων, όχι μόνο για το Εικοσιένα αλλά και για τα διακόσια χρόνια που ακολούθησαν, θα εγχαραχτεί κατόπιν στη συλλογική συνείδηση, μέσω του επετειακού εορτασμού, ως ο νέος ιδεολογικός μπούσουλας της ελληνικής κοινωνίας προς το μέλλον.
Ο Κυριάκος δεν ανακαλύπτει, άλλωστε, τον τροχό. Το σχετικό μοντέλο υπάρχει ήδη και συνάδει πλήρως με το μνημονιακό παρόν και μέλλον μας: με τον ίδιο ακριβώς τρόπο γιόρτασε πέρσι η ομόδοξη Ρουμανία τα εκατό χρόνια από την «εθνική ενοποίησή» της εν έτει 1918.
Στο κάτω κάτω της γραφής και η δική μας εθνική επανάσταση από τη Μολδοβλαχία δεν ξεκίνησε;