της Κατερίνας Βόλτσιου
Η ελλειμματικότητα στην διαδικασία εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας προκάλεσε μια σειρά απο αλυσιδωτές αντιδράσεις, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε μέρος του προβλήματος που είναι το αδιέξοδο της κρίσης που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία. Υπάρχουν πολλές οπτικές και εκφράστηκαν πολλές απόψεις . .
Μια από αυτές θεωρεί ότι στην ελληνική κοινωνία εκφράζονται δύο ιδιοσυγκρασίες. Από την μία έχουμε μια μερίδα που παρόλη την σθεναρή δυναμική της είναι προσκολλημένη στο status quo ante και απο την άλλη μια “τολμηρή” μερίδα έτοιμη να αντιμετωπίσει καινούργιες προκλήσεις και να υιοθετήσει πρωτοπόρες θέσεις όσον αφορά ζητήματα κεντρικής και περιφερειακής σημασίας σε τομείς πολιτικής, κοινωνίας, πολιτισμού, οικονομίας, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Μέχρι τώρα όμως , καμία από τις δύο στάσεις δεν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει την κοινωνική συναίνεση που θα την καθιστούσε ηγεμονική. Ισχυρότερος ενοχοποιητικός λόγος της ελληνικής κακοδαιμονίας προβάλλει η έλλειψη ορθολογικών κανόνων καθολικής αποδοχής. Στην Ελλάδα η περίοδος αβεβαιότητας και σύγχυσης που λίγο ως πολύ βίωσαν όλες οι χώρες της Ευρώπης μέχρι να βρουν τον δρόμο τους, υπήρξε παρατεταμένη για να γενικευτεί και στην συνέχεια να παγιωθεί. Στα πλαίσια αυτού του θολού τοπίου αναπτύχθηκε ένα κομματικοκρατικό σύστημα πελατειακών σχέσεων που εξελίχθηκε σε λαϊκισμό θεμελιωμένο σε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς που χρησιμοποιούνταν μονομερώς, παρουσιάζοντας ποιοτικά και ηθικά ελλείμματα της δημοκρατίας. Έτσι βλέπουμε στην περίοδο της μεταπολίτευσης, τους πολιτικούς θεσμούς να “σχοινοβατούν” μεταξύ τυπικών και άτυπων τακτικών, επίσημων και ανεπίσημων πρακτικών, παραδοσιακών και μεταρρυθμιστικών σχεδιασμών προκειμένου να μην χάσει η Ελλάδα το τρένο του εκσυγχρονισμού.
Μια δεύτερη άποψη προβάλλει ως δεσπόζον πρόβλημα της διαδικασίας εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης στην Ελλάδα την αντίσταση που προβάλλει η ατομοκεντική ορθολογικότητα που είναι κομμάτι της πολιτισμικής ταυτότητας του Έλληνα και εκφράζεται μέσα απο υφιστάμενους θεσμούς και δομές. Ο Έλληνας υιοθετεί αμυντικές εργαλειακές συμπεριφορές “free rider”, και αρνείται να ενταχθεί στην οικονομική φιλοσοφία της ορθολογικής νεωτερικότητας που απαιτεί από τα υποκείμενα να μεταμορφωθούν απο homo economics, σε ηθικούς και υπεύθυνους φιλελεύθερους πολίτες που θα βάζουν το συλλογικό – δημόσιο συμφέρων πάνω από το ατομικό – ιδιωτικό. Η υστέρηση τελικά στην εκσυγχρονιστική διαδικασία εντοπίζεται στο ότι ο Έλληνας δεν έχει “πλαστεί” συνειδησιακά ώστε να πειθαρχεί στην βεμπεριανής έμπνευσης έννοια του καθήκοντος που θέτει την εντιμότητα ως ηθική πειθαρχία, επιβάλλοντας έτσι τα προτεσταντικά ήθη της Δύσης σε μία χώρα του Νότου, στην οποία ποτέ, δεν λειτούργησε κανένα είδος κοινωνικού συμβολαίου πόσο περισσότερο ένα συμβόλαιο που θα λειτουργούσε ως υποκατάστατο στη θέση του θεού.
Μια τρίτη άποψη θεωρεί ότι η εκσυγχρονιστική πορεία εξέλιξης πρέπει να βασίζεται σε ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ πολιτών και κράτους, απαλλαγμένη απο προσωπικές πελατειακές σχέσεις. Αυτό στην Ελλάδα δεν συνέβη. Ελλείψει της συλλογικής πειθαρχίας, πρωτοβουλίες εξορθολογισμού πολιτικών και οικονομικών συμπεριφορών δεν ευδοκίμησαν. Για τον Έλληνα ο “εαυτός” ως ουσιαστικό κομμάτι στη συγκρότηση και στη λειτουργία της οικογένειας, μαζί με την κοινότητα και το έθνος, αποτελούν το τρίπτυχο, βάσει του οποίου συγκροτείται η ατομική του ταυτότητα. Το αξιακό και πραγματολογικό πλαίσιο που υποχρεώνει τα υποκείμενα να επιδείξουν αμοιβαιότητα και αλληλεγγύη εξαντλείται στο οικογενειακό περιβάλλον. Αυτός ο ατομοκεντρικός σχετικισμός είναι που δυναμιτίζει κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού.Ο έλληνας αρνείται κάθε υποχρέωσή του, στην τήρηση συλλογικών κανόνων. Όταν όμως πρόκειται για ατομικά – οικογενειακά συμφέροντα, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να τα προασπίσει, στο όνομα ενός “ανώτερου” ηθικού καθήκοντος.
Βλέπουμε ότι και στις τρεις θεωρήσεις είναι κοινή η θέση, ότι αιτιατό αποτέλεσμα της αστοχίας στην εφαρμογή νέων συστημάτων, μεθόδων, θεσμών με σκοπό την εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση του Ελληνικού κράτους αποτέλεσε η ανυπαρξία κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κράτους και πολιτών, με αποτέλεσμα το ιδιωτικό να μην είναι ποτέ πλήρως διαχωρισμένο απο το δημόσιο. Η απουσία ορθολογικών κανόνων επέτρεψε στον ατομικιστικό ορθολογισμό να εδραιωθεί και σύμφωνα με την δεύτερη θεώρηση αυτό δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για φαινόμενα free rider. Η πρώτη άποψη ισχυρίζεται ότι αυτό, επέτρεψε την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και λαϊκίστικων βουλητικών ενεργειών. Αμφότερες και οι δύο θεωρήσεις, αν και για διαφορετικούς λόγους, ο πρώτος μέσα από μια πνευματοκρατική πολιτισμική αναθεωρητική ματιά αξιών και ο δεύτερος λόγω ορθολογικών πρακτικών που η Ε.Ε. πιστεύει ότι θα καταφέρει να επιβάλει, αισιοδοξούν ότι οι μεταρρυθμίσεις στη χώρα μπορούν σε σημαντικό βαθμό να πραγματοποιηθούν. Η τρίτη και τελευταία θεώρηση από την άλλη εκφράζει μια πεσιμιστική άποψη, θεωρώντας ότι η ατομοκεντρική ορθολογικότητα που διαπερνά την ελληνική κοινωνία δεν θα επιτρέψει την εξορθολογικοποίηση του πολιτικού συστήματος ώστε να μπορέσει ο εκσυγχρονισμός να παραγκωνίσει την παραδοσιοκρατική αντίληψη που στέκει ως εμπόδιο.
Η κρίση στην Ελλάδα σήμερα
Προκειμένου να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα που ζούμε θα επικεντρωθούμε στο σήμερα και σε ένα πολύ πρόσφατο παρελθόν που πυροδότησε την πολύπλευρη και πολύμορφη κρίση, που πέρα απο εθνική είναι ευρωπαϊκή και διεθνής. Αν η κρίση του 1929 ήταν κρίση υπερπαραγωγής, η τωρινή είναι κρίση χρέους που στην εξελικτική της πορεία παρήγαγε κρίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στην δημοσιονομική και πραγματική οικονομία των κρατών μελών της Ε.Ε., απελευθερώνοντας ταυτόχρονα άλυτα εκκρεμή ζητήματα που υπέβοσκαν και με την κρίση ξεπρόβαλλαν κυρίαρχα να απαιτούν επίλυση. Τέτοια αφορούν σε τομείς θεσμικούς, κοινωνικούς, πολιτισμού, παιδείας, εκπαίδευσης, υγείας.
Μετά το τέλος της “χρυσής εποχής της σοσιαλδημοκρατίας” και του κοινωνικού κράτους, που έδωσε άφεση αμαρτιών στις συνειδήσεις των ενορχηστρωτών του ολέθρου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η παγκόσμια συνείδηση, απαλλαγμένη απο την “οσμή” του θανάτου ξεκίνησε έναν αφανή πόλεμο σε βάρος των λαών.
Ιχνηλατώντας την εμπειρική πραγματικότητα, διαπιστώνουμε ότι οι παράγοντες της κρίσης ξεφεύγουν των εθνικών συνόρων. Οι “τεκτονικές” αλλαγές οφείλονται σε διεθνείς νεοφιλελεύθερες οικονομικές στρατηγικές που θεοποιούν τις αγορές. Εδώ έχουμε μια αντιπαράθεση μεταξύ Hayek και Keynes. Η κοινωνική αλληλεγγύη του Keynes μοιάζει να μην χωρά στο ληστρικό σύστημα του αυταρχισμού που εκφράζεται παγκόσμια. Η άνιση συναλλαγή μεταξύ Νότου και Βορρά, αποτέλεσμα των ποιοτικών τους διαφορών, δημιούργησε μεταξύ τους ένα αγεφύρωτο χάσμα που αποστράγγισε σταδιακά τις οικονομίες των ευάλωτων παραγωγικά χωρών (Νότου). Μια τέτοια περίπτωση είναι και η Ελλάδα η οποία δεν μπόρεσε να ωφεληθεί απο την μεταφορά πόρων διότι λόγω του κοινού νομίσματος μια μη ανταγωνιστική χώρα όπως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την υποτίμηση ως εργαλείο για να αυξήσει τις εξαγωγές της. Μια τέτοια κατάσταση είναι αδιέξοδη γιατί έτσι δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί κανένας μηχανισμός ανάπτυξης.
Στα πλαίσια της δογματικής λογικής του ενός δρόμου, η πολιτική διαλεκτική εκτοπίστηκε και τον ρόλο της, ανέλαβε μια γραφειοκρατία, που με όργανά της τους τεχνοκράτες, καταργώντας τα αίτια της κρίσης, επέβαλε πολιτικές υπονομευτικές για τους λαούς και την Δημοκρατία. Η άνευ αντίδρασης συναίνεση στο πρώτο μνημόνιο συγκαταλέγεται στην κατηγορία των κακών επιλογών και ως τακτική, αποτέλεσε επιλογή ήττας, δεδομένου ότι υποθήκευσε το μέλλον της χώρας. Μια λύση που απαιτεί σκληρή λιτότητα, υποτίμηση της αξίας των κινητών και ακίνητων αξιών, αυξάνει το δημόσιο χρέος και δεν δίνει καμία προοπτική ανάπτυξης, είναι μια λάθος λύση. Ή φτωχοποίηση του ελληνικού λαού δρομολογήθηκε με το πρώτο μνημόνιο, για να έρθει αργότερα, τον Φλεβάρη του 2012 το δεύτερο να ολοκληρώσει την καταστροφή με περισσότερα και σκληρότερα υφεσιακά μέτρα. Η ανεργία, η συρρίκνωση του εισοδήματος της μεσαίας τάξης, η εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων, η έξαρση της ξενοφοβίας, τα φαινόμενα ρατσισμού, η αύξηση των ανισοτήτων αποτελούν χαρακτηριστικά που όλοι παρακολουθήσαμε να διαδραματίζονται γύρω μας. Αν κάποιος θα έπρεπε να περιγράψει την Ελλάδα μετά τα μνημόνια, θα αναφέρονταν σε μια χώρα που παρόλο το μεγάλο ποσοστό ριζοσπαστικοποίησής της είναι οικονομικά φτωχότερη, κοινωνικά περισσότερο άδικη, και πολιτικά λιγότερο δημοκρατική.
Έξοδος απο την κρίση. Φανταστικό σενάριο ή ρεαλιστικός στόχος
Ως βασική προϋπόθεση εξόδου απο την κρίση είναι το πέρασμα απο μια νεοφιλελεύθερη σε μια σοσιαλδημοκρατική νεοκενσιανή πολιτική, ανάπτυξης και κοινωνικής αλληλεγγύης. Η Ελλάδα προσπαθεί να σταθεί πρωτοπόρος σε κοσμογονικές αλλαγές. Προσπαθεί να ελέγξει την κατάσταση, πιστεύοντας ότι θα μπορέσει να χαλιναγωγήσει, ίσως να “ημερέψει” και “λογικεύσει” το αυτοκαταστροφικό “θεριό” που εκφράζεται στο πρόσωπο του γερμανικού οικονομικού ιμπεριαλισμού. Με υποχωρήσεις αρχικά, με στόχο όμως να συνεχίσει τον δρόμο της ανάβασης, σε αχαρτογράφητα ύψη. Για το καλό όλων, η Ελλάδα δεν πρέπει να μείνει το “κακό παιδί” που πρέπει να τιμωρηθεί, αλλά να λειτουργήσει ως παράδειγμα που και άλλες χώρες θα ακολουθήσουν.
Η οικονομική, ηθική, πολιτισμική αναγέννηση της Ελλάδας μπορεί να επιτευχθεί με έναυσμα την πολιτική στροφή που προστάζει την μετάβαση απο τις παγκοσμιοποιημένες νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού τύπου πολιτικές, σε έναν μεταμοντέρνο τύπο δημοκρατικού σοσιαλισμού, στα πλαίσια μιας νεωτερικότητας που μπορεί να μείνει αλώβητη και να λειτουργήσει ως βάση, χωρίς τις κοινοτοπίες των εκσυγχρονιστικών φωνών που με επιτήδειο τρόπο και φαιδρά μέσα μετουσίωναν/ανήγαγαν το προσωπικό τους συμφέρον σε καθολικής αξίας ιδεολογήματα. Διανύουμε μια εποχή πλήρους αποπολιτικοποίησης της Ευρώπης, παρακμής της ευρωπαϊκής πολιτικής και των αρχών του Διαφωτισμού που προκαλεί κατάρρευση της κοινωνίας με ανεξέλεγκτες συνέπειες.
Οι Έλληνες οφείλουμε να παλέψουμε για μια Ευρώπη που θα διέπεται απο τις αρχές του διαφωτισμού. Όπου αυτοί – οι θεσμοί της Ευρώπης – παραστρατούν πρέπει εμείς να προτάσσουμε τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας και ως θεματοφύλακες της Δημοκρατίας να τις προασπίζουμε. Στο ερώτημα αν πρέπει η Ελλάδα να ανήκει στην οικογένεια της Ευρώπης – το πέπλο της οποίας θα λειτουργήσει ως προστατευτική ασπίδα απο ενδεχόμενη οικονομική κατάρρευση – , η απάντηση είναι ναι, μα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που διασφαλίζουν τις προαναφερόμενες αξίες.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είμαστε πολίτες μιας χώρας που στην ιστορική της πορεία αποτέλεσε πολιτισμικό και δημοκρατικό πρότυπο για χώρες, των οποίων οι κυβερνήσεις τώρα την λοιδορούν. Θα πρέπει να αναλογιστούμε το μέγεθος της ευθύνης που φέρουμε αν δεν σταθούμε απέναντι στα σκουριασμένα μοντέλα που οι αντιπρόσωποι της ευρωπαϊκής καθολικότητας θέλουν να μας επιβάλλουν και να τα αλλάξουμε με την στάση μας και με συνέπεια στα αξιακά πρότυπα που θα επιδείξουμε, προκειμένου να διαφυλάξουμε τα ” ιερά και όσια ” των πολιτών αυτής της χώρας – αλλά και όλων των λαών της Ευρώπης -, που δεν είναι το ευρώ και οι αγορές αλλά οι αξίες μας, η πολιτιστική μας ιστορία, η αξιοπρέπειά μας, η Δημοκρατία.
Άλλωστε έθνος χωρίς κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει.