«Μεσόγειος, πικρό σύνορο». Ετσι θα μπορούσε να αποδοθεί ο τίτλος «Méditerranée, amère frontière», σε έναν συλλογικό τόμο που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία από τις εκδόσεις Actes Sud, με σκοπό να ανακινήσει το ενδιαφέρον για την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση στη Μεσόγειο και να υποστηρίξει την οργάνωση «SOS Méditerranée».
Σ’ αυτόν τον τόμο προσκλήθηκε να συμμετάσχει ο Χρήστος Χρυσόπουλος και το κείμενό του, που δημοσιεύεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, καλεί σε μια συλλογική, ευρωπαϊκή καταστολή του φόβου. Η καταστροφή της Μόριας και οι διογκούμενες ενδείξεις για βίαιες επαναπροωθήσεις προσφύγων από την ελληνική πολιτεία το καθιστούν εξαιρετικά επίκαιρο. «Αν έπρεπε να προσθέσω έναν υπότιτλο στο κείμενο αυτό, ώστε να υποδεικνύεται η επικαιρότητά του», λέει ο συγγραφέας στην «Εφ.Συν.», «θα πρόσθετα τον υπότιτλο: “Χώρος υπάρχει”. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Τον δανείζομαι από ένα σύνθημα των διαδηλώσεων σε ευρωπαϊκές πόλεις μετά την καταστροφή στη Μόρια. Χώρος υπάρχει!»
Με ποιον τρόπο μπορεί κανείς να μιλήσει σήμερα για τη Μεσόγειο; Η, αν προτιμάτε, για τη «δική μας θάλασσα»; Τι σημαίνει η Μεσόγειος ως σύνορο, ως όριο γειτονίας, συνάφειας, διαφοράς και μετοίκησης;
Αναλογιζόμενος τα ερωτήματα, θα μπορούσε κανείς να ανασύρει ίχνη που έχουν χαραχτεί εδώ και αιώνες στην περίκλειστη -και άρα τόσο οικεία σ ’ εμάς- μεσογειακή μνήμη: ίχνη γλωσσικά, ιστορικά, καλλιτεχνικά, ανθρωπολογικά, πολιτικά… κ.ο.κ. Ο αποθησαυρισμένος πλούτος της Μεσογείου περιλαμβάνει κτερίσματα διαφόρων ειδών. Κι όμως, το να ανατρέξει κανείς σε αυτά, όσο πολύτιμα, όσο «δικά μας» κι αν τα αισθανόμαστε, φρονώ ότι σήμερα θα ήταν ένας ασυγχώρητος αναχρονισμός. Μια ανεπίτρεπτη αβλεψία. Μια ηθική αστοχία.
Η υποχρέωση που αισθάνομαι -όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο- είναι να μιλήσω σήμερα για τη Μεσόγειο ως «χωμάτινη θάλασσα». Ως γη που επάνω της σύρονται ανθρώπινα βήματα και εντός της βυθίζονται θαμμένα ανθρώπινα λείψανα. Δεν είναι -βεβαίως- αυτή η μοναδική της εικόνα… Είναι, όμως, η επιτακτικότερη. Ας επιλέξουμε, λοιπόν, αυτή: τη Μεσόγειο ως κοιλάδα. Κι ας σκεφτούμε το χώμα της κοιλάδας αυτής ως έδαφος που θα καρπίσει… Εχει, άλλωστε, συμβεί ξανά στο παρελθόν.
Στέκομαι σε κάποια ελληνική ακτή και κοιτώ τη θάλασσα έχοντας πίσω μου την Ευρώπη. Στέκομαι πάνω στο σύνορο και σκέφτομαι τη γη που απλώνεται πίσω από την πλάτη μου. Σχεδόν φοβάμαι να το πω: ανήκουμε σε μια Ενωση. Που μόνον ειρωνικά ακούγεται ονομάζεται «Ενωση». Η δημοκρατία των πολιτών, η κοινωνική δικαιοσύνη, η προστασία από τη φτώχεια και την ανεργία, οι ίσες ευκαιρίες κοινωνικής κινητικότητας, πρόσβασης στην εκπαίδευση και την κουλτούρα, τα εργασιακά, κοινωνικά και ανθρώπινα δικαιώματα, η ανεκτικότητα της διαφοράς, η ελευθερία της εγκατάστασης, η αξία της έννοιας του πολίτη, το κράτος πρόνοιας, είναι έννοιες που βρίσκονται εκτός ατζέντας και υπό διαρκή διωγμό.
Η Ευρώπη έχει οδηγηθεί σε μια αντιδραστική αγκύλωση της πολιτικής σκέψης που χαρακτηρίζεται από ένα δυσάρεστο μείγμα εθνικισμού και οικονομισμού χάνοντας σχεδόν το σύνολο των ιδεολογικών χαρακτηριστικών που τη διέκριναν στον παγκόσμιο χάρτη των κοινωνικών συμβολαίων.
Η οικονομική, κοινωνική, ανθρωπιστική και προσφυγική κρίση των τελευταίων ετών μοιάζει να έχει διαβρώσει την ίδια τη φιλοδοξία των Ευρωπαίων πολιτών να μοιραστούν τις τύχες τους και να προσφέρουν καταφύγιο σε όσους το χρειάζονται. Κι όμως, τα παραπάνω είναι μόνο συμπτώματα. Η θεμελιώδης αιτία είναι ο φόβος. Ο βαθύς, γενεσιουργός φόβος, που καλύπτει όλη την ενδοχώρα και κρέμεται στον ουρανό πάνω από τη «χωμάτινη θάλασσα» της Ευρώπης.
Ο φόβος καθορίζει το παρόν μας. Η συνείδηση που μας δυναστεύει είναι ότι έχει πάψει να θεωρείται αυτονόητο πως η πάροδος του χρόνου θα συνεπιφέρει πρόοδο, μεγαλύτερη ευημερία, περισσότερη ευτυχία.
Κι έτσι, από τη στιγμή που έχει καταρρεύσει αυτό το αξίωμα της προσδοκίας, από τη στιγμή που οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες είναι πεπεισμένοι ότι το μέλλον τους θα είναι δυσχερέστερο από το παρελθόν τους και ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν χειρότερα από τους ίδιους, εξαϋλώνεται καθημερινά η ιδεολογική συνθήκη πάνω στην οποία ιδρύθηκε μια Ενωση η οποία καλούσε (θεωρητικά) όλους τους πολίτες της να μετάσχουν ισότιμα στη συλλογική διαμόρφωση του βίου. Τα αποκρουστικά και διαλυτικά φαινόμενα των ευρωπαϊκών κοινωνιών -ναζισµός, ισλαµοφοβία, εθνικισμός, ρατσισµός, οµοφοβία, μισαλλοδοξία, απροκάλυπτη βία… κ.λπ.-, δεν είναι τίποτε άλλο από αντανακλάσεις του φόβου.
Χρειαζόμαστε έναν νέο τρόπο απαλλαγής από τον φόβο. Πρέπει να αντικρίσουμε με θάρρος αυτό που αισθανόμαστε ως απειλή. Οφείλουμε να θεραπεύσουμε τους εαυτούς μας. Το νέο μας σύνθημα ας είναι: «Δεν θα φοβηθώ».
Πριν από κάποιο καιρό -δεν θα έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε- καθόμουν στο σκαλί μιας εισόδου σε κάποιο κτίριο στην πλατεία Ομονοίας, την κεντρικότερη πλατεία της Αθήνας, που αποτελεί παραδοσιακά την πύλη εισόδου στην πόλη. Ακριβώς εδώ καταλήγει η γραμμή του μετρό που συνδέει την πρωτεύουσα με το λιμάνι του Πειραιά. Ηταν αργά το μεσημέρι. Καλοκαίρι.
Φαντάζομαι θα είχα σταματήσει για να ξεκουραστώ στη σκιά πίνοντας μερικές γουλιές νερό. Δεν θυμάμαι τώρα τι με είχε οδηγήσει εκεί – άλλο πράγμα έμεινε στη μνήμη μου από εκείνη την ημέρα. «Η μνήμη είναι η μεγαλύτερη πλαστογράφος» γράφει ο Αντόνιο Ταμπούκι.
Καθώς κοιτούσα αμέριμνος, ξαφνικά οι έξοδοι του μετρό άρχισαν να πλημμυρίζουν από ανθρώπους που έβγαιναν στην επιφάνεια του πεζοδρομίου κρατώντας λογιών αποσκευές και αντικείμενα: βαλίτσες, χαρτόκουτα, πλαστικές σακούλες… Οικογένειες, ηλικιωμένοι, παιδιά, παρέες νεαρών…
Εμοιαζαν χαμένοι και κοιτούσαν ολόγυρα συγχυσμένοι επειδή η ματιά τους εγκλωβιζόταν κυκλικά από τα κτίρια που περικυκλώνουν την πλατεία Ομονοίας. Ηταν άνθρωποι από αλλού. Νεοφερμένοι. Κουρασμένοι. Αλλόκοτα μπερδεμένοι. Κάποιο πλοίο πρέπει να είχε φτάσει στον Πειραιά από τα νησιά.
Με πλησίασε μια οικογένεια – πρέπει να ήταν οκτώ ή δέκα πρόσωπα. Ενας νεαρός άντρας στάθηκε μπροστά απ’ όλους, κρατούσε στα χέρια έναν σάκο, ένα χαρτί και ένα κινητό τηλέφωνο. Με ρώτησε στα αγγλικά: «Προς τα πού είναι η Θεσσαλονίκη;». Σάστισα. Δεν ήξερα προς τα πού να του δείξω. Δεν ήξερα πώς να του εξηγήσω ότι οι χιλιομετρικές αποστάσεις στην Ελλάδα μετριούνται με σημείο μηδέν το κέντρο της πλατείας Ομονοίας, και ο προορισμός του απείχε πεντακόσια δύο χιλιόμετρα από την ακριβή του θέση εκείνη τη στιγμή.
Με ένα αίσθημα αμηχανίας και ντροπής, σιώπησα προσωρινά, χαμήλωσα το βλέμμα και κοίταξα τα πόδια του. Τα παπούτσια του ήταν λασπωμένα. Το ήξερα. Είχε διασχίσει κι αυτός τη «χωμάτινη θάλασσα».