Η ψυχολογική κατάσταση του άρρωστου όταν απλώνεται στο σώμα του δήμου των πολιτών
Με εντυπωσίαζε πάντοτε η αλλαγή ψυχολογίας φίλων που πέρασαν μια δοκιμασία της υγείας τους με νοσοκομεία, επεμβάσεις κλπ. Έξυπνοι, καλλιεργημένοι και καθ’ όλα αξιοπρεπείς άνθρωποι μετά την περιπέτειά τους άρχισαν να μιλούν σχεδόν αποκλειστικά για την αρρώστια τους και να λατρεύουν τον γιατρό τους.
Όλα τα άλλα έχαναν νόημα, ενώ αποκτούσαν υπερβολικά νόημα ό,τι αφορούσε την παραμικρή λεπτομέρεια γύρω από την αρρώστια και το γιατρό. Πλήρης άμβλυνση, αν όχι εξαφάνιση της κριτικής συνείδησης.
Ψυχολογική κατάσταση κατανοητή μεν, αλλά παλιμπαιδισμός. Όπως το παιδί που έχει αρπαχτεί από τον κόρφο της μάνας του γιατί φοβάται μην το εγκαταλείψει.
Στο προσωπικό επίπεδο δεν μου αρέσει, αλλά την κατανοώ αυτή την εξάρτηση. Όταν όμως απλώνεται στο δημόσιο σώμα, όταν απλώνεται στο σώμα των πολιτών τότε τα πράγματα χειροτερεύουν και γίνονται πολύ ανησυχητικά. Περισσότερο και από την κατάχρηση των έκτακτων συνθηκών, όπως έγινε στην Ουγγαρία. Με φοβίζει αυτός ο παλιμπαιδισμός που σου επιβάλλεται όταν μπαίνεις στην εκκλησία –και όλοι χειροφιλούν τους παπάδες σε ένδειξη υποταγής, με φοβίζει όταν ένας ολόκληρος λαός αντιμετωπίζει την κυβέρνηση με τα αισθήματα ευγνωμοσύνης και εξάρτησης που αντιμετωπίζει ο άρρωστος τον γιατρό του. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχουμε σήμερα. Ο μειλίχιος αυταρχισμός θα ξεπηδήσει από μέσα μας.
Κάθε κριτική χάνει το έρεισμά της, γίνεται στο τέλος και ενοχλητική.
Θα αναγνωρίσω στην κυβέρνηση τα γρήγορα ανακλαστικά απέναντι στην πανδημία σε ένα στάδιο αρκετά πρώιμο σε σχέση με τις άλλες χώρες. Θα αναγνωρίσω ότι ο ελληνικός λαός πειθάρχησε. Παρατηρώ αυτές τις μέρες τα Εξάρχεια. Η πιο “ατίθαση” συνοικία της Αθήνας, ίσως και της Ευρώπης, πλήρως πειθαρχημένη. Ψυχή δεν κυκλοφορεί. Η πειθαρχία εσωτερικεύθηκε. Αλλά ελάτε να δούμε δυο ειδήσεις την ίδια μέρα.
Ο Πρωθυπουργός κουβαλιέται στο αεροδρόμιο για να υποδεχτεί υγειονομικό υλικό που έρχεται από την Κίνα, αγορασμένο από το ίδρυμα Ωνάση. Βγάζει και λόγο εκεί, μαζί με τον πρόεδρο του ιδρύματος.
Βλέπουμε τη σκηνή με ευγνωμοσύνη και δεν διατυπώνεται καμιά απορία.
Είναι δουλειά των ιδρυμάτων η προμήθεια υγειονομικού υλικού, δεν είναι δημόσια υπόθεση, υπόθεση του κράτους; Και στην ένσταση αυτού που θα έλεγε ότι έτσι εξοικονομούνται χρήματα, έρχεται η δεύτερη είδηση. Χαρίζεται στα κανάλια η ετήσια εισφορά τους, αυτή που έφτυσε αίμα η προηγούμενη κυβέρνηση να επιβάλει –και δικαίως. Μια εισφορά πολλαπλάσια του κόστους του υγειονομικού υλικού που δώρισε το κοινωφελές ίδρυμα στο ελληνικό δημόσιο.
Δεν πρόκειται για εξοικονόμηση χρημάτων, ούτε για διοχέτευση στους μηντιακούς συνεταίρους.
Πρόκειται για κάτι βαθύτερο που αφορά την θεσμική ανασυγκρότηση του μπλόκ εξουσίας και σε συμβολικό επίπεδο.
Και κυρίως για την άμβλυνση της δημοκρατικής συνείδησης μέσα από αυτή την άνιση σχέση γιατρού και ασθενούς. Πάνω σ’ αυτό επενδύει η κυβέρνηση με εφαλτήριο την κρίση.