Μεγάλη αναταραχή επικρατεί στη φαμίλια. Φωνές και διαξιφισμοί ακούγονται σε όλα τα ενδιαιτήματά της. Από Ηρώδου Αττικού μέχρι Τζια, από Αραβαντινού μέχρι Καρπενήσι κι από Λυκαβηττό μέχρι Ακρωτήρι.
Εκρήξεις οργής εναλλάσσονται με συστάσεις νηφαλιότητας, κραυγές εκδίκησης διακόπτονται από παρεμβάσεις ψυχραιμίας. Τηλέφωνα χτυπούν ακατάπαυστα, μηνύματα ανταλλάσσονται καταιγιστικά, η ένταση δονεί ακόμη και τα πιο αποστασιοποιημένα μέλη της φαμίλιας. Δεν είναι τόσο ο εκβιασμός του δολοφόνου, που έχει το θράσος να διεκδικεί να γίνει μάρτυρας του κράτους δικαίου. Περισσότερο είναι μια αίσθηση συλλογικής προσβολής της οικογενειακής αυτοκρατορίας, μιας βεντέτας που αναζωπυρώνεται απροσδόκητα με μια πράξη αναίμακτη, αλλά η φαμίλια οφείλει να την ξεπλύνει με μια αιματηρή απάντηση.
Οι βεντέτες, βέβαια, έχουν θρέψει τη φαμίλια. Στις βεντέτες οφείλει την απογείωσή της στην κορυφή της χώρας, της ηπείρου, του κόσμου. Εφτά δεκαετίες βεντέτες έφτιαξαν τρεις γενιές ηγετών, και μια τέταρτη είναι στα σκαριά. Μια από τις εκκολαπτόμενες της φαμίλιας πετάει ένα αθώο: «Αντί να γίνει ήρωας αυτός, να γίνουμε εμείς». Πύρινα βλέμματα την καρφώνουν για τον υπαινιγμό υποχώρησης στον εκβιασμό.
«Είναι δικό μας παιδί αυτή;» αναρωτιέται ψιθυριστά μια θεία. «Ποιος άχρηστος μας έμπλεξε σ’ όλο αυτό; Εχουμε και δουλειές…», φωνάζει ένας αστέρας της τρίτης γενιάς. Το συμβούλιο της φαμίλιας στρέφεται στη φυσική κληρονόμο της πατριαρχικής σοφίας. Σιωπή αρκετών λεπτών σπάει με τα λόγια της: «Υποθέστε ότι τον έχετε απέναντί σας. Αναίσθητο σε ένα κρεβάτι εντατικής, σε ύπτια θέση. Απέναντί του είναι στημένο ένα όπλο. Περιμένει τον σκοπευτή να πέσει σε πρηνή θέση. Είναι κανείς σας έτοιμος να την πάρει; Δεν θέλω υπεκφυγές. Δεν είναι δουλειά να την αναθέσουμε σε άλλον. Είναι της φαμίλιας. Εμπρός, ποιος αναλαμβάνει; Κανείς, ε;». Πολλά λεπτά σιωπής. Υστερα η κληρονόμος έπιασε βιαστικά το τηλέφωνο ψιθυρίζοντας «…αν προλαβαίνουμε κιόλας».