Με σαφώς αμυντική στάση εμφανίστηκε στη Βουλή χθες ο πρωθυπουργός για να απαντήσει στην πρόταση για συζήτηση εκτός ημερησίας της Φώφης Γεννηματά για την πανδημία. Και ήταν επόμενο καθώς η κυβέρνησή του βρίσκεται υπό πίεση και σε σύγχυση. Πλην όμως δεν παρέλειψε να επιτεθεί, πολιτικά, στην αντιπολίτευση και ιδίως στην πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ την οποία “κατηγόρησε” για μαξιμαλισμό και ότι τελευταία όλο και περισσότερο μοιάζει στον Τσίπρα!
Δεν έμενε, επομένως, άλλη επιλογή στον Κ. Μητσοτάκη παρά η προσφυγή του σε ένα success story αψηφώντας τον κίνδυνο, δηλαδή τη βεβαιότητα, ότι στην πλειοψηφία του πληθυσμού αυτή την πολύ δύσκολη στιγμή, όπου το μέλλον είναι πολύ μουντό, αυτή η επιλογή να θεωρηθεί πρόκληση. Διότι ο εξωραϊσμός, που στηριζόταν στους μέσους όρους, πρόσκρουσε στη σημερινή πραγματικότητα, το τώρα. Μάλιστα από μια άποψη η ευθύνη της κυβέρνησης για το πώς είναι – αδιέξοδα – τα πράγματα όχι μόνο δεν μειώνεται αλλά απεναντίας αυξάνεται διότι ενώ πήγε το πρώτο διάστημα καλά δεν το επωφελήθηκε, δεν πήρε μέτρα και τώρα το πληρώνουμε διπλά.
Αυτό δεν συγχωρείται όχι μόνο από τους πολίτες που τρέχουν τους συγγενείς τους στα νοσοκομεία και, δυστυχώς, και τα νεκροταφεία αλλά από όλους, την κοινωνία. Πολύ χειρότερα η κυβέρνηση πλέον, δεν γίνεται πιστευτή στα όσα λέει ή αξιόπιστη για όσα σχεδιάζει και υλοποιεί, διότι είναι εμφανές ότι κινείται σε απόσταση ή διάσταση από τους επιστήμονες και συμβούλους της. Δεν είναι μόνο η εξαφάνιση του κ. Τσιόρδα, που αφ’ εαυτή είναι πρόβλημα για την κυβέρνηση, αλλά και η δημόσια αντιπαράθεση Υπουργών της με την Επιτροπή Υγιεινολόγων. Η παρουσία στην Επιτροπή μάλιστα του κ. Γεραπετρίτη, εν είδει πολιτικού επιτρόπου, που εισηγείται και ζητά επιστημονική επένδυση στις αποφάσεις του αποκαλύπτει το ήθος της κυβέρνησης.
Κινείται, επομένως, πολιτικά σε μεγάλο βαθμό, και έτσι οδηγείται σε αποφάσεις χαλάρωσης χωρίς επιστημονική δικαιολόγηση. Ενώ δεν βελτιώνεται η κατάσταση πώς είναι δυνατό να παίρνονται μέτρα χαλάρωσης; Οι λόγοι είναι τουλάχιστο τρεις και αυτό το καταλαβαίνει ο κόσμος: για λόγους οικονομικού κόστους, για λόγους πολιτικού κόστους και λόγω των κοινωνικών αντιδράσεων ή αντιστάσεων. Ο πρωθυπουργός φάνηκε με την ομιλία του να μην του διαφεύγουν όλα αυτά ιδίως το τελευταίο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πλέον έχει εγκαταλειφθεί το σύνθημα “Πρώτα η υγεία” που ακούγαμε πέρυσι. Τώρα δεν ακούγεται αλλά αντίθετα ο Κ. Μητσοτάκης επικεντρώθηκε στη ψυχολογία του κόσμου, που εμφανίστηκε μάλιστα να την κατανοεί, ξεχνώντας προφανώς την τρομοκρατία που ασκείται από την αστυνομοκρατία που έχει επιβληθεί. Μιλά ακόμη και για τη μεταλλαγή του κορονοϊού που, όπως είπε, τον κάνει επιθετικότερο. Αυτά τα δυο σημεία επικαλείται η Κυβέρνηση ότι την οδηγούν στα νέα μέτρα τα οποία στον βαθμό που δεν είναι ανεύθυνα είναι και ακατανόητα ή μπερδεμένα.
Ο Αλέξης Τσίπρας σημείωσε τη διάθεσή του να αναζητηθούν μέτρα κοινής αποδοχής έστω και στο και πέντε. Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι δεν απαντά στις προτάσεις που κάνει όλη η αντιπολίτευση αλλά επιδίδεται σε ένα ασύστολο success story. Ποτέ, τόνισε, η κυβέρνηση δεν απάντησε στις προτάσεις που γίνονται από πολλές πλευρές. Και υπενθύμισε ότι πριν ακόμη αυτή την επιδείνωση κατά την επίσκεψή του στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας έκανε τις δηλώσεις για αναζήτηση ενός κοινού πλαισίου μέτρων πολιτικής για την υγεία χάριν της κοινωνίας. Απορρίφθηκε όμως και σήμερα αυτό πληρώνεται αδρά. Απεναντίας, κατηγόρησε τον πρωθυπουργό ότι η κυβέρνησή του αντί του διαλόγου επιλέγει επιθετική στάση εναντίον των αντιπάλων της έως και τη δίωξή τους εννοώντας έμμεσα αλλά σαφώς τη λογική των ανακριτικών επιτροπών όπως αυτή για τον Νίκο Παππά.
Αυτό που χρειάζεται σήμερα, κλείνοντας τη δευτερολογία του ο Α. Τσίπρας δεν είναι μόνο μέτρα διάσωσης των επιχειρήσεων, άκρως απαραίτητα και λείπουν σε μεγάλο βαθμό, αλλά μέτρα που από τώρα θα προδιαγράφουν την αλλαγή πλεύσης για τη λειτουργία της οικονομίας μετά την πανδημία. Αλλά και μέτρα γύρω από την προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος που θα προστατεύουν στο μέλλον τους πληθυσμούς από παρόμοιες πανδημίες.