Μπροστά στα μάτια μας εξελίσσεται μια επιχείρηση αποδόμησης της κοινωνίας και της χώρας. Και η κοινωνία καθεύδει. Αυτό όμως πρέπει να τελειώσει. Και η κοινωνία να πάρει τα πράγματα στα χέρια της
Τις (αρκετές) τελευταίες μέρες παρακολουθήσαμε -άλλοι έντρομοι, άλλοι εξοργισμένοι, άλλοι εξαιρετικά σκεπτικοί, άλλοι αδιάφοροι και άλλοι χαρούμενοι- να παίζεται ακόμα μια πράξη του θεάτρου του παραλόγου με τη στρεβλή διάσταση και ιδιαίτερη βαναυσότητα που μόνο μια συγκεκριμένη πολιτική με τη συγκεκριμένη μεροληψία της μπορεί να προσδώσει σ’ αυτό το έξοχο θεατρικό είδος. Είναι το ίδιο πολιτικό παράλογο (με πολύ στυγνές και λογικές στοχεύσεις) που παρακολουθούμε ολοένα εντεινόμενο τουλάχιστον από τις εκλογές του 2012. Όταν φάνηκε (και αργότερα επιβεβαιώθηκε) πως ο ΣΥΡΙΖΑ «πέρασε σε άλλη πίστα».
Τις τελευταίες μέρες, λοιπόν, είχαμε από τη μία την απίστευτη αγριότητα της αστυνομίας εναντίον των «Εξαρχείων», της «ΑΣΟΕΕ», του «ασύλου», του «Πολυτεχνείου». Κατά νόμον βέβαια. Γι’ αυτό όλες οι παραπάνω έννοιες (εξ ου και τα εισαγωγικά) παρουσιάστηκαν ως μη κανονικές, ακόμη και εθνικά επιβλαβείς ή και ψευδείς, που χρειάζονται επαναλήθευση («Πολυτεχνείο»). Οι «μπαχαλάκηδες», κραύγασε το σύστημα, είναι η σύγχρονη εθνική συμφορά.
Κι από την άλλη ψηφίστηκαν ντροπιαστικοί νόμοι για τους «μπαχαλάκηδες που φορούν γραβάτες και κουστούμια» όπως είπε και ο Αλέξης Τσίπρας στην πρόσφατη συνέντευξή του στο Open. Ξεπούλημα της ΔΕΗ. Χάρισμα 1 δισ. σε οικονομικούς εγκληματίες. Εκ των προτέρων αθώωση σε τραπεζίτες για τα θαλασσοδάνεια σε ΠΑΣΟΚ, ΚΙΝ.ΑΛΛ., ΜΜΕ με 1,8 δισ. κόστος. Κατάπτυστη άρνηση να προστεθεί ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο του συντάγματος για να παύσει η ντροπιαστική παραγραφή εγκλημάτων των υπουργών. Και άλλα πολλά. Πάντοτε κατά νόμον.
Και η κοινωνία; Πού βρίσκεται η κοινωνία σε όλη αυτή την εκκωφαντική κατάσταση; Βεβαίως, κάτω από τον όρο «κοινωνία» υπάρχει ένα απείρως πολύπλοκο πλέγμα συναιρέσεων και αναιρέσεων, ωστόσο θα πρέπει να ειπωθεί το εξής: Πρέπει και η κοινωνία να αντιληφθεί ότι χρειάζεται να αποδεσμευτεί από έναν τρόπο σκέψης (της) που συμπεραίνει πριν να εξετάσει τα δεδομένα και που αντιδρά θυμικά και ακαριαία έχοντας εθιστεί σ’ έναν ορισμένο, οπισθοδρομικό και επωφελή για το σύστημα τρόπο συναισθηματικής αντίδρασης, γιατί έτσι το πράγμα δεν πάει μακριά. Θα πρέπει σιγά – σιγά και η κοινωνία (ιδίοις αναλώμασι) να σκεφτεί ως συλλογικός διανοούμενος (δηλαδή να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της) και ως συλλογικός μεταλλάκτης της θεωρίας σε πράξη και της πράξης σε θεωρία. Δεν γίνεται να αλλάζουνε τα πάντα γύρω μας και η κοινωνία (αυτή η ταξική κοινωνία) να καταπίνει αμάσητες της προβολές μιας αφασικής (και φασίζουσας) αμετροέπειας των γνωστών συστημικών κέντρων και των όμοιων μέσων ενημέρωσης. Δεν γίνεται οι πολιτικοί του βαθέως συστήματος με ελευθεριάζουσα θρασύτητα -προστατευμένη και γι’ αυτό ανέλεγκτη, άρα και ανεξέλεγκτη- να δρουν ως ολετήρας και η κοινωνία να το καταπίνει αμάσητο. Αυτή, ναι, η σιδηροδέσμια κοινωνία από τα δεσμά της άγριας χειραγώγησης.
Ως πότε θα συμβαίνει αυτό; Ως πότε θα ακούει ψοφοδεής και περίτρομη τις στρεβλώσεις και τα ψεύδη; Ως πότε δεν θα ακούει το επιχείρημα και θα το αφήνει να λιμνάζει στα απόνερα είτε της λύπης είτε της παραίτησης; Δεν πάει άλλο. Μπροστά στα μάτια μας εξελίσσεται μια επιχείρηση αποδόμησης της κοινωνίας και της χώρας. Και η κοινωνία καθεύδει.
Αυτό όμως πρέπει να τελειώσει. Και η κοινωνία να πάρει τα πράγματα στα χέρια της. Και στα πόδια της. Και στο μυαλό της. Και στην ψυχή της. Και στο σώμα της. Το ατομικό και το συλλογικό. Έχει κόπο αυτό. Κόπο αληθινό για να ξεφύγεις από τις παβλοφικές αντιδράσεις όταν χτυπάει το άγριο καμπανάκι του ψεύδους εκφασισμένων έντυπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Θέλει κόπο για να μην αντιλαμβάνεσαι την αγωνιστική πρόοδο ως εχθρό και ως υποδεκάμετρη απειλή φαντασιακών προσωπικών σου τελεσφορήσεων.
Γιατί τότε το σύστημα επιχαίρει. Ως πότε η κοινωνία δεν θα το αντιλαμβάνεται; Ως πότε θα αναπαράγει τερατουργήματα αντί επιχειρημάτων; Επιτέλους. Έχει και η λογική της ανάθεσης τα όριά της, αλλά και τη δική της πολυπλοκότητα. Η κοινωνία λοιπόν θα πρέπει επιτέλους να αντιληφθεί ότι η εν λευκώ ανάθεση τινάζει τη δημοκρατία εκτός των κεκανονισμένων ορίων της και όχι η διεκδίκηση. Η ταξικότητα του συστήματος δεν πρέπει να «κοιμίζει» την ανάθεση, αλλά το αντίθετο: να την «αφυπνίζει» και να την ωθεί σε διαρκή αγρύπνια.
Αν αυτό δεν γίνει αντιληπτό, τότε θα είμαστε άξιοι μόνο για όσα μας χαρίζουν, που δεν είναι και λίγα: καθρεφτάκια εχθρότητας για τους πρόσφυγες, γαλανόλευκες φτιαγμένες με μαχαίρια ή με ουρλιαχτά γελοίων πανηγυρισμών, Θρησκευτικά παγωμένης αγάπης, Νέα Ελληνικά μιας ακατάσχετης ορδής, ταξικά ανεξάντλητης, όπως όμως και οι απέραντες τάξεις των λυπημένων. Αυτό, κάποτε, η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να το αντιληφθεί.
Και να αντλήσει τα συμπεράσματά της.