Η ταύτιση του ΚΙΝΑΛ με τη ΝΔ στο νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις παραξένεψε πολλούς, θύμωσε περισσότερους. Βλέπετε τα δημοκρατικά δικαιώματα αποτελούσαν το τοτέμ της κεντροαριστερής παράταξης. Η απόδοσή τους στο σύνολο της κοινωνίας ήταν η εμβληματική μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, και συνολικά της ιστορικής ηγεσίας του, σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Με αυτή την έννοια η αντίδραση στην παραβίαση των βασικών αρχών ήταν αναμενόμενη, τουλάχιστον από την ιστορική ηγεσία του Κινήματος, εξαιρουμένου του Κώστα Σκανδαλίδη. Παπανδρέου και Καστανίδης διαφοροποιήθηκαν, άλλοι τρεις τουλάχιστον διαφώνησαν αλλά πειθάρχησαν, η μεγάλη πλειοψηφία των 22 της Κοινοβουλευτικής ομάδας συμφώνησε, ορισμένοι υπερθεμάτισαν. Οι σεσημασμένοι.
Εύλογα πολλοί αναρωτήθηκαν αν η σύμπλευση ήταν προμελετημένη ή τυχαία, αν πρόκειται για έναν ατυχή σχεδιασμό διαφοροποίησης από τον ΣΥΡΙΖΑ ή ένας μετρημένος υπολογισμός στρατηγικής προσέγγισης με τη συντηρητική παράταξη. Η επανάληψη δηλαδή της περιόδου της συγκυβέρνησης και η επαναφορά τους στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο την περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση.
Κατ’ αρχάς δεν παραξένεψε κανέναν ο ζήλος των Λοβέρδου, Γκεγκέρογλου, Κωνσταντινόπουλου, ποτέ δεν κρύψανε τα αισθήματά τους, ούτε τη νοσταλγία τους. Τα φώτα πέσανε πάνω στη Φώφη Γεννηματά, την πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ, δικαίως. Βλέπετε οι πρόεδροι στο (αστικό) πολιτικό σύστημα έχουν υπερεξουσίες. Εκείνοι διαμορφώνουν την ηγεσία του κόμματος, οι ίδιοι, με την εύνοιά τους βγάζουν βουλευτές και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας, αξιοποιώντας το συνταγματικό «προνόμιο». Οι πρόεδροι επιβάλουν τις πολιτικές μετατοπίσεις, πολλές φορές μονομερώς.
Επιστροφή στην κανονικότητα;
Η πρόεδρος Φ. Γεννηματά επιχείρησε μια αριστερή μετατόπιση του ΚΙΝΑΛ, στην έναρξη της κοινοβουλευτικής θητείας, ασκώντας κριτική στον Κυριάκο Μητσοτάκη, με έμφαση στα κοινωνικά ζητήματα. Ο επαναπροσδιορισμός του ΚΙΝΑΛ στην πολιτική γεωγραφία δεν έγινε αναίμακτα, αντίθετα δέχθηκε ανηλεή επίθεση από τα οικονομικά συμφέροντα και τα συμπλέοντα εκδοτικά. Τις τράπεζες, τους διαπλεκόμενους, τους εξυπηρετούμενους, τους αναμένοντες. Επιθέσεις με απειλές, με ειρωνείες, με υβριστικά και σεξιστικά σχόλια από μεγαλοδημοσιογράφους. Μάσησαν;
Ούτε οι άνθρωποι του Βαγγέλη Βενιζέλου στην κοινοβουλευτική ομάδα είδαν με καλό μάτι τη μετατόπιση, πήραν όμως για αντάλλαγμα τη διαχείριση των εξεταστικών επιτροπών της Βουλής και τη σύμπλευσή τους με τη ΝΔ, με κορυφαία σύμπλευση τη συγκάλυψη της Novartis.
Η αλήθεια είναι ότι η μετατόπιση δεν απέδωσε, τουλάχιστον δημοσκοπικά. Τα ποσοστά του ΚΙΝΑΛ παρέμειναν καθηλωμένα στο 5-6%, γεγονός που μεγάλωνε την ανασφάλεια εκείνων των στελεχών που είχαν καλομάθει στην άσκηση κυβερνητικών καθηκόντων και άλλων επαγγελματιών της διαμεσολάβησης που η σύμπλευσή τους με τις κυβερνήσεις τους έδινε πόντους και ρόλους στις κοινωνικές και επαγγελματικές οργανώσεις.
Το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών με πρόσχημα τα ελληνοτουρκικά, η δημοσκοπική υπεροχή της ΝΔ, η «γενναιοδωρία» του Κ. Μητσοτάκη στην αξιοποίηση στελεχών προερχόμενων από την κεντροαριστερά, ενθάρρυνε εκείνους τους «ρεαλιστές», στην πραγματικότητα κυνικούς, οι οποίοι επιθυμούν το ΚΙΝΑΛ να διαδραματίσει έναν εσαεί συμπληρωματικό ρόλο στο συντηρητικό μπλοκ. Κάτι ανάλογο δηλαδή με το ρόλο που έπαιζε ο Χανς Γκένσερ και το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό κόμμα στο γερμανικό πολιτικό σύστημα.
Το ακραίο κέντρο
Με άλλα λόγια η «επιστροφή στην κανονικότητα», στη νεοσυντηρητική κανονικότητα, δεν ήταν τυχαία, ούτε ατύχημα. Εξ άλλου, η υπαγωγή της ελληνικής κεντροαριστεράς σε αυτό που ο Τάρικ Άλι ονόμασε «ακραίο κέντρο», εστιάζοντας κυρίως στη βρετανική εμπειρία, δεν είναι μια πρωτοφανής, ούτε πρωτόγνωρη κατάσταση. Η καταγωγή της ξεκινάει από παλιά, από τον Κώστα Σημίτη και τον «εκσυγχρονισμό», ο οποίος γοήτευσε πολλούς, ακόμα και στελέχη άλλων πολιτικών οικογενειών. Τον ακολούθησαν οι επίγονοι, ο Βενιζέλος, ο Λοβέρδος και άλλοι. Του Ν. Αλιβιζάτου συμπεριλαμβανομένου, δυστυχώς για τη φιλελεύθερη ακαδημαϊκή κοινότητα.
Οι αξίες του Ακραίου Κέντρου δεν άφησαν ανεπηρέαστη και την εκλογική βάση του ΚΙΝΑΛ, διαπιστώνεται εύκολα στα ποιοτικά στοιχεία κάθε δημοσκόπησης, όπως επίσης διαπιστώνεται η υιοθέτηση των συντηρητικών αξιών από το μεγαλύτερο τμήμα των παραδοσιακών μεσαίων στρωμάτων. Βέβαια, στο κύμα των συντηρητικών ιδεολογιών, στον εθνικισμό, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, τον σεξισμό, τον Νόμο και την Τάξη, τη μηδενική ανοχή, κολυμπάει καλύτερα η ΝΔ.
Και από αυτή την οπτική, η επιλογή της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ για σύμπλευση με τη ΝΔ δεν είναι παράξενη, ούτε παράδοξη.
Μαθήματα
Το πρόβλημα για το ΚΙΝΑΛ, και συνολικά το πρόβλημα της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς και της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, είναι ότι η διαχείριση της κρίσης του 2010 διέλυσε τις κοινωνικές συμμαχίες, τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις του πολιτικού κέντρου. Οι αριθμοί δείχνουν, και η βιωμένη πραγματικότητα αποδεικνύει, ότι η κρίση εξ αιτίας της πανδημίας θα είναι η ίδια ή ακόμα χειρότερη από την προηγούμενη. Η παρακμή της κεντροαριστεράς διαπιστώνεται παντού, επαληθεύεται και από τα ποσοστά του ΚΙΝΑΛ, πολύ πριν από την επέλαση του κορωνοϊού. Η ευρωπαϊκή εμπειρία πάλι δείχνει ότι τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας επιχειρούν να δραπετεύσουν από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση και να επαναπροσδιορίσουν τις συμμαχίες και τις κοινωνικές αναφορές τους. Η αλήθεια είναι επίσης ότι και εκεί και εδώ η μετατόπιση δεν γίνεται εύκολα. Αντιδρά ο παλιός πολιτικός κόσμος και τα οικονομικά συμφέροντα που ελέγχουν ασφυκτικά τα συστήματα ενημέρωσης. Η ποινή όμως της επιστροφής στη νεοφιλελεύθερη κανονικότητα είναι η εξαφάνισή τους από τον πολιτικό χάρτη. Το υπαρξιακό αδιέξοδο του ΚΙΝΑΛ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κανένα λόγο να χαίρεται για τον αρραβώνα ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, αντίθετα έχει πολλούς λόγους να κάνει ό,τι μπορεί για το διαζύγιο. Υπάρχουν κάποιοι που χαίρονται, που προτείνουν ο ΣΥΡΙΖΑ να μετατοπιστεί και να καλύψει τον χώρο της κεντροαριστεράς, να μπει δηλαδή και ο ΣΥΡΙΖΑ στο κάδρο της καθεστωτικής πολιτικής, να αδιαφορήσει για τον κόσμο της εργασίας, να αφήσει εκτεθειμένο κοινωνικά, και ακάλυπτο πολιτικά, έναν νεότερο κόσμο που ασφυκτιά και οδηγείται εκτός της πολιτικής σφαίρας και της εκλογικής διαδικασίας. Δεν είναι παράδοξο, πάντα στον δημόσιο χώρο συμβιώνουμε με τους «άμπαλους»* στην πολιτική και τους «αδιάβαστους» στις κοινωνικές εκπροσωπήσεις.
*Στη γλώσσα του ποδοσφαίρου άμπαλος λέγεται ο άτεχνος, σκληροτράχηλος παίκτης, ο οποίος είναι δυνατός και γρήγορος αλλά χτυπάει τη μπάλα «με το καλάμι». Η κοινωνιολογία του ποδοσφαίρου υποστηρίζει ότι τα ανώτερα οικονομικά στρώματα αγαπούν τους σκληρούς παίκτες, ενώ τα λαϊκά στρώματα τους «καλλιτέχνες», τον Μέσι και τον Μαραντόνα!
Ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, πρώην βουλευτής.