Σε μια επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ, κοντά στα σύνορα με το Μεξικό, υπήρχε για χρόνια μια τεράστια αφίσα που διαφήμιζε ένα κέντρο σολάριουμ. Στο επάνω μέρος υπήρχε η φωτογραφία μιας ξανθιάς, ηλιοκαμένης, ευειδούς νεανίδος και στη βάση το εξής κείμενο: «Το μαύρισμά μας σάς κάνει τόσο σκουρόχρωμη που θα σας σταματήσει η αστυνομία στα σύνορα».
Παρά την κακογουστιά που τη χαρακτήριζε, η αφίσα θα μπορούσε να εμπνεύσει στρατιές κοινωνιολόγων για να αναλύσουν δύο αντικρουόμενες αλλά παράλληλες τάσεις που παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίες σχετικά με την προσπάθεια τεχνητού ελέγχου του χρώματος του ανθρώπινου δέρματος: Σε χώρες του Τρίτου Κόσμου (ουσιαστικά στις περιοχές που υπήρξαν θύματα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας) εκατομμύρια άνθρωποι δαπανούν δισεκατομμύρια δολάρια σε κρέμες που απαλύνουν τα σκούρα χαρακτηριστικά τους. Αντίθετα, στις περισσότερες κοινωνίες της Δύσης το τεχνητό ή το φυσικό μαύρισμα παραμένει στη μόδα (και συντηρεί μια εξίσου μεγάλη αγορά καλλυντικών) ακόμη και αν έχουν υποχωρήσει οι ακρότητες που για δεκαετίες παρήγαγαν «πορτοκαλί ανθρώπους» αλλά και χιλιάδες καρκινοπαθείς.
Η πρώτη τάση ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα καθώς μεγάλες εταιρείες καλλυντικών όπως η L’Oreal, η Proctor & Gamble και η Johnson and Johnson αναγκάστηκαν να μετονομάσουν τα προϊόντα λεύκανσης της επιδερμίδας, που απηχούσαν ρατσιστικές αντιλήψεις σχετικά με την υποτιθέμενη «ανωτερότητα» της λευκής φυλής.
Φράσεις όπως «λευκό και καθαρό» ή «ανοιχτόχρωμο και όμορφο», που χρησιμοποιούνταν σε διαφημιστικές εκστρατείες καλλυντικών, αφαιρέθηκαν σε διάστημα λίγων ημερών ύστερα από την κριτική που δέχτηκε η παγκόσμια βιομηχανία καλλυντικών από το κίνημα Black Lives Matter. Είναι προφανές ότι οι κινήσεις των εταιρειών, όπως άλλωστε και τα καλλυντικά τους, απλώς καλύπτουν επιφανειακά ένα βαθύτερο πρόβλημα, το οποίο σχετίζεται με τις πληγές που άφησε πίσω της η αποικιοκρατία.
Σε χώρες όπως η Ινδία η προτίμηση στο πιο λευκό δέρμα προϋπήρχε της βρετανικής αυτοκρατορίας, ακόμη και από τα χρόνια της επιρροής των Περσών. Αντίστοιχα στις Φιλιππίνες αλλά και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής η λευκότητα του δέρματος λειτουργούσε σαν τις κάστες αφού καθόριζε την απόσταση κάθε πολίτη από την ελίτ των Ισπανών εποίκων (ανάλογα με το αν ήταν παιδί γηγενών ή αποτέλεσμα πρόσμιξης με τους κατακτητές).
Παραδόξως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, η προτίμηση στο λευκό δέρμα επικρατούσε και στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, για λόγους όμως που δεν σχετίζονται με τη φυλή και το έθνος αλλά πρωτίστως με τις κοινωνικές τάξεις. Το λευκό δέρμα αποτελούσε την καλύτερη απόδειξη ότι δεν ήσουν αναγκασμένος να εργάζεσαι στα χωράφια.
Πληροφορίες για προϊόντα λεύκανσης της επιδερμίδας καταγράφονται ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη ενώ από τα χρόνια της βασίλισσας Ελισάβετ Α’ της Αγγλίας αρχίζουν να αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ εργαλείο της αριστοκρατίας.
Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα όμως, καθώς οι αγρότες μετακινούνται προς τα αστικά κέντρα και γίνονται εργάτες και υπάλληλοι σε ανήλιαγα εργοστάσια και γραφεία, η τάση αντιστρέφεται. Το ηλιοκαμένο δέρμα αποτελεί πλέον απόδειξη ευμάρειας καθώς συνδέεται με τον άπλετο χρόνο για διακοπές που διαθέτουν μόνο τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Τη νέα τάση θα λανσάρει στον κόσμο της μόδας η Κοκό Σανέλ το 1923 (κατεβαίνοντας, ελαφρώς «καλοψημένη», από το γιοτ ενός φίλου της στις Κάνες) και θα αναλάβουν να τη διαδώσουν περιοδικά όπως το Vogue και το Harper’s Bazaar που γεμίζουν με άρθρα και διαφημίσεις για προϊόντα μαυρίσματος.
Με την έναρξη του φαινομένου του μαζικού τουρισμού, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το μαύρισμα περνά στα μεσαία και αργότερα και στα κατώτερα στρώματα, αναγκάζοντας τους πραγματικούς αστούς να αναζητούν νέους τρόπους για να διαφοροποιηθούν από την… πλέμπα. Οπως εξηγούσε στον Guardian η Ρουθ Χόλιντεϊ, καθηγήτρια σπουδών φύλου και πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Λιντς, «(με το μαύρισμα) τα μεσαία στρώματα αντιγράφουν τα ανώτερα ενώ την ίδια στιγμή τα κατώτερα θέλουν να μοιάσουν με τα μεσαία, τα οποία εν τέλει καθορίζουν και τις πολιτισμικές τάσεις κάθε κοινωνίας». Χρησιμοποιώντας τις θεωρίες του κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ για το «πολιτισμικό κεφάλαιο», η Ρουθ Χόλιντεϊ φτάνει να εξηγεί πως τα ανώτερα στρώματα έχουν πλέον ανάγκη από διαφορετικές αποχρώσεις μαυρίσματος, που θα αποδεικνύουν ότι δεν προέρχονται από ένα φτηνό σολάριουμ και κρέμες self tanning.
Η αφίσα, λοιπόν, στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού φαίνεται ότι αποτελεί το κομβικό σημείο όπου συναντιούνται οι τεκτονικές πλάκες του αποικιακού ρατσισμού με τις τάσεις της μόδας που προκαλεί η πάλη των τάξεων στην αναπτυγμένη Δύση. Ο πολιτισμός μας παράγει ανθρώπους που θέλουν να «ασπρίσουν» για να αποβάλουν τα αισθήματα κατωτερότητας που τους επέβαλαν οι κατακτητές τους και άλλους που θέλουν να «μαυρίσουν» για να αποδείξουν τη θέση τους στην ταξική ιεραρχία.