Στα 66 μου στο πεζοδρόμιο, κοντά πενήντα χρόνια δημοσιογράφος, και είκοσι χρόνια βουλευτίνα του ΚΚΕ, για όσα θα γράψω παρακάτω, δεν επιτρέπω σε κανένα βλάκα ή κάθαρμα να με ρωτήσει τι θέλει η αλεπού στο παζάρι. Είμαι ελεύθερος άνθρωπος. Και ΚΚΕ. Το παζάρι τους είναι που μας έπνιξε στα χημικά, αναίτια κι εκδικητικά. Για να μην ακουστεί το σύνθημα «δώστε λεφτά για την υγεία κι όχι για του ΝΑΤΟ τα σφαγεία». Και για να ξανακερδίσει πόντους ο Χρυσοχοΐδης, όπως τότε με τον Κλίντον, από την καινούρια Κοντολίζα Ράις που σε λίγο θα διαδεχτεί τον τραμπισμό. Και προφανώς τα πήρε στο κρανίο γιατί φτάσαμε το πρωί ως την πρεσβεία της.
Φτάνουμε γωνία Πανεπιστημίου και Ιπποκράτους. Μαζί με άλλους συντρόφους, και δίπλα μου τον Αχιλλέα Καταρτζή. Είναι η στιγμή που τραμπουκίζονται κάποιοι βουλευτές του ΚΚΕ κι ακριβώς από πίσω, σ’ όλο το μήκος του δρόμου μέχρι την Ομόνοια, με μάσκες, και παραπάνω από ορθές αποστάσεις το πλήθος, που τρέμουν εκατοντάδες πάνοπλοι, συνωστισμένοι αστυνομικοί. Οι σκληροί με τα χακί, οι ματατζήδες σε μόνιμο ρόλο κυνηγού του λαού, είναι κρυμμένοι θεατρικότατα στη στοά των θεάτρων, δέκα μέτρα παραμέσα στην Ιπποκράτους. Ο Κουτσούμπας διαπραγματεύεται, με την ένταση και το ήθος που μόνον οι κουκουέδες διαθέτουν, με έναν αξιωματικό την απελευθέρωση έξι αδίκως συλληφθέντων συντρόφων. Και προπάντων την πρόθεσή μας να προχωρήσουμε ειρηνικά κι όχι απλώς υγιεινά, υγιέστατα. Και για το λαό και για τη δημοκρατία. Και ξαφνικά, κι αφού ήρθε και Ταξιαρχος, φεύγει μια στρατιά από δυάδες μπάτσων πάνω στα μηχανάκια, κόντρα την Ιπποκράτους. Και ξεμυτάνε τα χακί.
Ο κύβος είχε ριφθεί. Να μην επαναληφθεί η πρωινή εκδήλωση-διαδήλωση στην αμερικανική πρεσβεία που αιφνιδίασε την κυβέρνηση και την αστυνομία, και συγκίνησε την κοινωνία. Τα πρώτα δακρυγόνα πέφτουν απ’ την πάνω μεριά στο ύψος του Διονύση του Αρεοπαγίτη. Οι σύντροφοι δίνουν εντολή να στραφούμε προς την Ομόνοια και να αποχωρήσουμε, με τον ίδιο άψογο τρόπο που είχαμε παραταχθεί, εν τάξει. Τη δικιά μας τάξη.
Δεν μπορώ να τρέξω. Δεν με βαστάνε καλά τα πόδια μου, όπως πριν από εικοσι χρονια. Και τότε αρχίσαν να μας πετάνε δακρυγόνα, πισώπλατα, και να περνάει το δακρυγόνο μέσα από τις μάσκες, και να κολλάει κι απάνω τους. Ασφυξία. Ό,τι ακριβώς συστήνουν για θεραπεία του κορονοϊού οι πνευμονολόγοι. Ή μήπως οι περιβαλλοντολόγοι της πράσινης ανάπτυξης και της γραμμής κουραφέξαλα. Κάηκα μέχρι το στομάχι. Ο σύντροφος Αχιλλέας με κρατάει στον τοίχο, λίγο πριν το REX, κι είμαι σίγουρη ότι η καρδιά μου κι η ανάσα μου δε θ’ αντέξουν. Άντεχαν όμως όλοι οι άλλοι γύρω μου κι ενώ το πίστευα, είπα δε θα πεθάνω σήμερα. Το χρωστάω στον Αχιλλέα που με κράταγε κι έλεγε περπάτα, και σ’ ένα παληκάρι που με βλέπει να λυγίζω, και βγάζει την αντιασφυξιογόνα μάσκα που είχε και μου τη δίνει. Την κόλλησα στα μούτρα μου και κατάφερα να φτάσω στη Θεμιστοκλέους, που ήταν πιο καθαρή η ατμόσφαιρα ακόμα.
Βλέπαμε την αύρα του αυταρχικού μεγαλείου να αναγκάζει ανθρώπους που περπατούσαν να τρέχουν αναγκαστικά. Τα υπόλοιπα τα είδαν και τα ένιωσαν όλοι. Κυρίως όμως τα άντεξαν. Τα γράφω ολα τούτα μόνον για ένα λόγο. Αν δεν θρηνήσαμε θύματα απ’ αυτή τη χυδαία, αναίτια, βάρβαρη και απίστευτα (!) φανφαρόνικη επίδειξη δυνατοτήτων άσκησης αντιλαϊκής τρομοκρατίας, αυτό οφείλεται μόνον στην οργάνωση, την πειθαρχία, την αλληλεγγύη και τη γενναιότητα των κομμουνιστών.
Ξέρω τι φοβήθηκε η κυβέρνηση. Όχι τον κορονοϊό. Την πολιτική ήττα που τελικά εισέπραξε. Γιατί τώρα όλοι ξέρουν για ποιο λόγο μας επιτέθηκε. Όχι γιατί παρανομήσαμε, αλλά γιατί της χρειαζόταν ένα σόου για να μιλάνε τα media και η κοινωνία για τα επεισόδια που αυτή προκάλεσε, και όχι για τα μέτρα που δεν πήρε και της ξέφυγε η πανδημία. Κι ήταν ακριβώς τα μέτρα που απαιτούσε καθημερινά εδώ κι οχτώ μήνες το ΚΚΕ. Οψόμεθα εις Φιλίππους.