Οι κινητοποιήσεις της περασμένης Πέμπτης, με δεδομένες τις ιδιαίτερες συνθήκες της πανδημίας, ήταν ενδεικτικές τής διάθεσης να δοθεί απάντηση στην επίθεση κατά της μισθωτής εργασίας που ετοιμάζει η κυβέρνηση της ΝΔ. Αρκεί να τις δούμε σαν πρώτα βήματα σ’ έναν αγώνα που χρειάζεται να αναπτυχθεί και να ενταθεί, ώστε να αντιστοιχεί στο μέγεθος της απειλής.
Η επίθεση έχει όλους στο στόχαστρο
Αυτό είναι που απαιτεί από όλους, κοινωνικές δυνάμεις και πολιτικά κόμματα, να κινηθούν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, με στόχο να ξεπεράσουν υπαρκτά προβλήματα και να αναδείξουν την ανάγκη ενότητας και κοινής δράσης, που αποτελούν προϋποθέσεις για τη μαζικότητα και την αποτελεσματικότητα των κινητοποιήσεων.
Η επιμονή τής κυβέρνησης σε μια τέτοια επίθεση σε συνθήκες δύσκολες για το συνδικαλιστικό κίνημα και τους μισθωτούς, με την ανεργία στα ύψη και την ύφεση να καλπάζει, με την αβεβαιότητα να κυριαρχεί και την καταπάτηση της λειψής εργατικής νομοθεσίας να αποτελεί καθημερινή πρακτική, δείχνει, εκτός των άλλων, και την κεντρική θέση που κατέχει η καθυπόταξη των μισθωτών στο νεοφιλελεύθερο αντεργατικό και αντιλαϊκό σχέδιο. Όταν στο Μαξίμου σχεδιάζουν μια τέτοια επίθεση, κομμένη και ραμμένη στις απαιτήσεις τού ΣΕΒ, το κάνουν με πλήρη συνείδηση όχι μόνο της οικονομικής, αλλά και της ιδεολογικής σημασίας που έχει η καθυπόταξη της μισθωτής εργασίας στους καταναγκασμούς του νεοφιλελεύθερου δόγματος, με τη μεταμόρφωση των πολιτών σε απογυμνωμένα από «προνόμια» άτομα, τα οποία διαπραγματεύονται «ισότιμα» με τον εργοδότη τους.
Αυτή και μόνο η κεντρική ιδέα του νεοφιλελεύθερου σχεδίου που υπηρετεί με συνέπεια η κυβέρνηση της ΝΔ, θα έπρεπε να κάνει κάθε μη δεξιά πολιτική δύναμη υπέρμαχο της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των μισθωτών χωρίς δεύτερη συζήτηση.
Η κεντρική σημασία των εργατικών αγώνων
Και, βέβαια, επιβάλλει σε κάθε κόμμα της Αριστεράς, όχι μόνο για θεωρητικούς λόγους, να έχει στον πυρήνα της πολιτικής και της ιδεολογίας του τον αγώνα για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και την ανάδειξη της σημασίας που έχει αυτός ο «εξειδικευμένος» αγώνας για την ευημερία και την πρόοδο όλων των κοινωνικών στρωμάτων, που τα συμφέροντά τους δεν ταυτίζονται με τις κυρίαρχες και αντίπαλες της μισθωτής εργασίας δυνάμεις. Ένα κόμμα που στις σημαίες του και στην πρακτική του δίνει πρωτεύουσα θέση στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, έχει όλες τις προϋποθέσεις να εκφράσει με επάρκεια τις προσδοκίες της μεγάλης πλειονότητας της κοινωνίας. Αρκεί να έχει συνείδηση ότι αυτή η πλειονότητα έχει ποικίλες ανάγκες και απαιτήσεις, ποικίλα προβλήματα που ζητούν λύση, που διαπερνούν και συναρθρώνονται με όσα αντιμετωπίζει στο οικονομικό – επαγγελματικό πεδίο. Αυτό είναι που κάνει ένα αριστερό κόμμα εργατικό, χωρίς να το καθιστά εργατίστικο.
Αν κρίναμε με αυτά τα κριτήρια τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, θα είχαμε πολλά ελλείμματα να παρατηρήσουμε. Αξίζει, όμως, να σημειώσουμε πόσο θετικά συνέβαλε η τελευταία συζήτηση για τα εργασιακά, όπου η παρουσία και συμμετοχή πολλών και νέων σε ηλικία εργαζομένων και των δύο φύλων ήταν ενθαρρυντική και θα πρέπει, μαζί με άλλες προφανώς πρωτοβουλίες, να συνεισέφερε στη συγκροτημένη εμφάνιση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις τελευταίες κινητοποιήσεις. Παρότι είναι φανερό ότι χρειάζονται πολλά ακόμα να γίνουν, για να αντιστοιχηθεί με τις απαιτήσεις των καιρών.
Από το σωστό στο λάθος
Να συμπεράνουμε απ’ αυτό ότι γίνεται μια στροφή που αφήνει παράμερα το εκφρασμένο, συχνά τον τελευταίο χρόνο, ενδιαφέρον για τη «μεσαία τάξη»; Πρώτα πρώτα, η πραγματικότητα του ΣΥΡΙΖΑ πολύ απέχει από το να τη χαρακτηρίζει υπερβολική ενασχόληση με την «εργατική δουλειά». Δεύτερον, θα ήταν σφάλμα μια τέτοια αντιπαράθεση προσανατολισμών, όπως προσπαθήσαμε να υπαινιχθούμε πιο πάνω. Τρίτον, ανακριβώς μιλάμε, όταν μιλάμε, για τάξη. Στα μεσοστρώματα συναντάμε από αυτοαπασχολούμενους, που συνιστούν μια κατηγορία εργαζομένων, μέχρι μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες και κάθε είδους επαγγελματίες. Τέταρτον, δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος ευνοϊκότερες αντικειμενικές συνθήκες από τις σημερινές για την προσέγγιση των στρωμάτων αυτών από την Αριστερά και την τάξη των μισθωτών. Καθώς, από πολλές απόψεις, στις σημερινές συνθήκες τα συλλογικά τους συμφέροντα, αν δεν ταυτίζονται, συχνά κινούνται στην ίδια κατεύθυνση με τα συμφέροντα των μισθωτών.
Η σύγκλιση και πολύ περισσότερο η σύμπτωση δεν είναι δεδομένες. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των στρωμάτων αυτών είναι ότι βρίσκονται στο μέσον. Διεκδικούνται από δύο πλευρές και συχνά κλίνουν προς τη μία ή την άλλη. Σήμερα μπορούν να βρεθούν πιο κοντά στους μισθωτούς και στην Αριστερά. Αξίζει να θυμηθούμε πως σε όλη τη διάρκεια των μνημονίων, οι συνδικαλιστικοί τους εκπρόσωποι ήταν σταθερά αντίθετοι στις μειώσεις μισθών και συντάξεων των εργαζομένων.
Η διεκδίκηση της ηγεμονίας από την Αριστερά
Η Αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να αδιαφορήσει για την τύχη τους. Όχι μόνο την οικονομική, με δεδομένη τη σημασία τους στην ελληνική οικονομική πραγματικότητα, αλλά και την πολιτική και ιδεολογική. Και δεν το έκανε ως τώρα.
Εκείνο που θα ήταν σοβαρό λάθος, είναι να θεωρηθεί ως «σύντομος δρόμος» η προσέγγισή τους με μετατοπίσεις της Αριστεράς προς συντηρητικότερες θέσεις. Στην πραγματικότητα, οι ορθές εκτιμήσεις και πάγιες θέσεις της Αριστεράς για τα κεντρικά τους προβλήματα είναι που τους φέρνουν πιο κοντά στο δικό της πολιτικό σχέδιο. Από την πλευρά τής Αριστεράς, θέση αρχής είναι να αναζητά το υπαρκτό κοινό έδαφος με κοινωνικές ή πολιτικές δυνάμεις επιδιώκοντας μονιμότερες συμπτώσεις. ( Η υποκριτική συχνά κατηγορία ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιβάρυνε αυτά τα στρώματα, σε σημαντικό βαθμό αντικρούεται με την υπενθύμιση ότι μια διάκριση ήταν αναγκαία, όταν το επείγον θέμα ήταν η διάσωση των πιο αδύνατων και ανυπεράσπιστων. Η συμβολή όλων ανάλογα με τις δυνατότητές τους είναι προοδευτική συνταγματική υπόδειξη.) Οι συμπτώσεις που είναι αντικειμενικά δυνατές σήμερα, θα εκφραστούν άλλοτε με προσέλκυση ψηφοφόρων από τη δεξαμενή αυτή, άλλοτε με προεκλογικές ή μετεκλογικές συμμαχίες, βάσει προγραμματικών συγκλίσεων. Λύση δεν αποτελούν οι μεταμφιέσεις της Αριστεράς.