Η φιλολογία σχετικά με την «ανάπτυξη» είναι ο πλέον δημοφιλής, αλλά και σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικός τρόπος να συγκαλύπτεται ο δραματικός χαρακτήρας των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας και η μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τις εξελίξεις της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας. Η χρήση του όρου «ανασυγκρότηση» χρησιμοποιείται πλέον διστακτικά, γιατί υπαινίσσεται ότι είναι αναγκαίες μεγάλες αλλαγές, που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσω της προοδευτικής αύξησης του εθνικού προϊόντος για μια μακρά περίοδο, η οποία θα προκληθεί από το αμφίβολο ενδιαφέρον ιδιωτών επενδυτών.
Η ανεργία, η φτώχεια, η υποβάθμιση των κοινωνικών πολιτικών και των κοινωνικών θεσμών, η απώλεια παραγωγικού δυναμικού, η συσσώρευση των περιβαλλοντικών αδιεξόδων, δεν αποτελούν συγκυριακά ζητήματα που μια ανάκαμψη μπορεί να λύσει, αλλά είναι τα στρατηγικά αποτελέσματα του θριάμβου του νεο-φιλελεύθερου μοντέλου, που και ως παγκόσμιο σύστημα, ή ως σύστημα με το οποίο επιχειρείται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, έχει πλέον φθάσει στα όριά του, ακόμη και σχετικά με την ομαλή αναπαραγωγή του.
Πρέπει, όμως, να διαπιστωθεί ότι ενώ έχουμε φθάσει σε ένα σημείο καμπής της καπιταλιστικής διαχείρισης, και είναι αναγκαίες ριζοσπαστικές νέες επιλογές για να αποκατασταθούν παραγωγικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές ισορροπίες, οι ηγεσίες των αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη, αλλά και των οργανωμένων κοινωνικών δυνάμεων, πολύ απέχουν από το να έχουν ως πρόγραμμα την αντικατάσταση των σημερινών μεθόδων και την εγκαθίδρυση λογικών ενός πολύπλευρου, παραγωγικού και κοινωνικού ορθολογισμού, δημοκρατικά νομιμοποιημένου.
Στην Ελλάδα η στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας, το αδιέξοδο στο οποίο έχει φθάσει το τραπεζικό σύστημα στο πλαίσιο του ευρω-συστήματος, και τα περιορισμένα περιθώρια στα οποία μπορεί να κινηθεί το δημοσιονομικό μαζί με το ασφαλιστικό ζήτημα, αποτελούν καταλήξεις της νεο-φιλελεύθερης διαχείρισης, που έχουν εμφανιστεί με πιο ήπια μορφή στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά θα πάρουν κατά πάσα πιθανότητα παρόμοιες διαστάσεις σε αυτές τις χώρες, κυρίως αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για νέα ύφεση.
Ανεξάρτητα, όμως, από τους ρυθμούς που θα ακολουθήσει η επιδείνωση του αδιεξόδου της νεο-φιλελεύθερης στρατηγικής, η αναζήτηση νέων δημοκρατικών μεθόδων διαχείρισης της παραγωγής, των κοινωνικών και περιβαλλοντικών ζητημάτων, αποτελεί μια απαραίτητη εναλλακτική επιλογή, η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας επείγει με δραματικό τρόπο. Όταν αναφερόμαστε σε εναλλακτικό προσανατολισμό, ή σε νέο αναπτυξιακό πρότυπο, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την επιδίωξη μιας άμεσης μετάβασης σε μετα-καπιταλιστικές θεσμικές λειτουργίες, οι οποίες συνδυάζουν το σχεδιασμό για την επίτευξη παραγωγικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων και την επιλογή των στόχων αυτών μέσω δημοκρατικών συναινετικών διαδικασιών.
Προϋποθέσεις της ανασυγκρότησης
Η πίστη στην ικανότητα της αγοράς να παράγει ισορροπημένες οικονομικές σχέσεις είναι αναπόσπαστο μέρος της νεο-φιλελεύθερης αφήγησης. Αυτή η πίστη αναπαράγεται διαφορετικά ανάλογα με την ιστορία της κάθε χώρας και αναπαράγεται με τη χρήση ιδεολογικών τεχνασμάτων που είναι κοινά ή και ειδικά κάθε φορά. Στην Ελλάδα. όπου η διείσδυση των ιδιωτικών συμφερόντων στον κρατικό μηχανισμό είναι πολύ προχωρημένη και έχει προκαλέσει και συντηρήσει την αναποτελεσματικότητα του κράτους και τη δυνατότητα δημιουργίας ολιγοπωλιακών καταστάσεων σε πολλές ειδικές αγορές, η καταγγελία του κράτους-εμπόδιο στην επιχειρηματικότητα και του κράτους που ανέχεται τα ολιγοπώλια και την καταπάτηση της νομοθεσίας γενικώς, είναι σταθερά μοτίβα της αναπαραγόμενης ιδεολογίας της αγοράς.
Οι λειτουργίες που αποδίδονται στην αγορά, η κατανομή των πόρων με ορθολογικό τρόπο από ενημερωμένους επιχειρηματίες, οι οποίοι αξιοποιούν όλες τις επιχειρηματικές δυνατότητες, και άρα κατευθύνουν προς τη σωστή κατεύθυνση τους διαθέσιμους επενδυτικούς πόρους, δεν έχουν σχέση με τις πραγματικές και καθοριστικές επιχειρηματικές συμπεριφορές. Οι συμπεριφορές αυτές εξαρτώνται από τις δυνατότητες υπερκερδών, τις πελατειακές σχέσεις, τη διαφθορά, τις ολιγοπωλιακές συμπεριφορές ή ακόμα και τις ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις.
Η ελληνική οικονομία είναι εξάλλου ένα λαμπρό παράδειγμα αποτυχίας πολιτικών με αποκλειστικό στόχο την υποστήριξη των επιχειρήσεων, πολιτικές οι οποίες τροφοδοτήθηκαν γενναιόδωρα με χρήμα και ιδεολογήματα, με αποτέλεσμα, όμως, τη ραγδαία απώλεια ανταγωνιστικότητας και τη βύθιση τελικά της οικονομίας σε παρατεταμένη ύφεση.
Όταν έχουν εντοπιστεί ανάγκες σε μια οικονομία, που αφορούν την παραγωγική δραστηριότητα υπό όρους κοινωνικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα, και επιδιώκεται η ικανοποίηση αυτών των αναγκών και συνθηκών, μιλάμε πλέον για σχεδιασμό. Ο σχεδιασμός, όμως, αποτελείται αναγκαστικά από ένα σύνολο επιλογών, οι οποίες αφορούν αφενός την παραγωγή και την προσφορά υπηρεσιών, αλλά και το χρήμα, ή την κατανομή του εισοδήματος. Πρόκειται, δηλαδή, για πολυδιάστατη αλλαγή, η οποία έχει ως συνολικό σκοπό να θέσει υπό δημόσιο έλεγχο, με την έννοια του ελέγχου από την κοινωνία, τις αξιοποιήσεις πόρων, τη δημιουργία χρήματος, τις επενδύσεις, την κατανομή του εισοδήματος ανάμεσα σε κατανάλωση και επενδύσεις, ανάμεσα σε παραγωγή και υπηρεσίες, ανάμεσα σε αμοιβές της εργασίας και κερδοφορία, ανάμεσα σε ιδιωτικό, δημόσιο και κοινωνικό τομέα.
Μια τέτοια αλλαγή προσανατολισμού στις στρατηγικές επιλογές έχει αναμφίβολα ριζοσπαστικό χαρακτήρα, και επιδιώκει ταυτοχρόνως να αποσπάσει τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας από τους συνασπισμένους κεφαλαιούχους κάθε είδους, και να επιβάλει μια λογική δημοσίου και συλλογικού συμφέροντος, χωρίς όμως να καταργήσει αναγκαστικά την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα σε σημαντικούς τομείς. Μια τέτοια αλλαγή είναι προφανώς αναγκαία με ορατό τρόπο, και είναι επομένως δυνατόν να γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία του πληθυσμού (την οποία αφορά κατά κύριο λόγο), και να ενσωματώσει σε ένα τέτοιο σχέδιο και κατηγορίες ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες συμβάλουν στην υλοποίηση των στόχων της ανασυγκρότησης, αλλά χάνουν πλέον τον πρωτεύοντα ρόλο σχετικά με την οικονομική στρατηγική.
Η ανασυγκρότηση απαιτεί, επίσης, τη διαχείριση με νέο τρόπο των διεθνών οικονομικών σχέσεων της χώρας. Η εξωστρέφεια είναι δεδομένη, αλλά η υποκατάσταση εισαγωγών και η ανάπτυξη εσωστρεφών κλάδων, αποτελούν σημαντικές στρατηγικές επιλογές από τη στιγμή μάλιστα που η επέκταση των εξωτερικών αγορών είναι σήμερα αμφίβολη, ενώ πληθαίνουν οι προβλέψεις για επερχόμενη διεθνή ύφεση. Στην περίπτωση μιας τέτοιας δυσμενέστερης διεθνούς συγκυρίας, η εσωστρέφεια θα παίξει αναγκαστικά ακόμη σημαντικότερο ρόλο για την κάλυψη αναγκών σε υλικά και άυλα αγαθά, αλλάζοντας και τις ισορροπίες στη σύνθεση της κατανάλωσης.
Χρειάζεται να υπάρξει προετοιμασία σε σχέση τόσο με την υιοθέτηση μεθόδων προστασίας της εγχώριας παραγωγής με ένα γενικό τρόπο, όσο και τη διατήρηση της παραγωγικής δραστηριότητας σε περίπτωση μιας νέας διεθνούς ύφεσης.
Οι πόροι και το χρήμα
Η χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας πραγματοποιείται με διαθέσιμους δημόσιους ή ιδιωτικούς πόρους, ή με τραπεζικό δανεισμό. Σε μια περίοδο κατά την οποία οι δημόσιοι πόροι απορροφώνται από την εξυπηρέτηση του δημοσίου δανεισμού, ενώ οι πολιτικές λιτότητας περιορίζουν τα δημόσια έσοδα, αλλά και το διαθέσιμο ιδιωτικό εισόδημα, η δημιουργία χρήματος μέσω δανεισμού ή άλλων μέσων, καλείται να παίξει έναν σημαντικότερο ρόλο.
Η αύξηση των διαθέσιμων δημοσίων πόρων μέσω της διαγραφής δημοσίου χρέους, είναι μια δυνατότητα, ενώ υπάρχει και η δυνατότητα αύξησης των πόρων αυτών μέσω της ευρύτερης αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου, που μπορεί όμως να πάρει περιορισμένες διαστάσεις. Η αξιοποίηση του δανεισμού από την ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά, που προσφέρεται να θέσει στη διάθεσή μας σημαντικά ποσά, μπορεί να πάρει τη μορφή της χρηματοδότησης ιδιωτικών επενδύσεων, αλλά και δημοσίων επενδύσεων, που έτσι κι αλλιώς πρέπει να παίξουν σημαντικό ρόλο σχετικά με την ανασυγκρότηση, αλλά και την ανταγωνιστικότητα.
Δεν υπάρχει κατά κανόνα δυνατότητα διαμόρφωσης αναπτυξιακού σχεδίου σε εθνικό, περιφερειακό, ή τοπικό επίπεδο χωρίς να συνδυαστούν ιδιωτικές επενδύσεις με δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές και υπηρεσίες, με δημόσιες δαπάνες για έρευνα, εκπαίδευση και προσφορά άυλων αγαθών, ή ακόμα με χρηματοδότηση και υποστήριξη δραστηριοτήτων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Αλλά σημαντικές επιδιώξεις ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου μπορούν να ενσωματωθούν σε ευρωπαϊκά σχέδια (τα οποία μπορούν μάλιστα να διεκδικήσουν χρηματοδότηση από δημόσιους ευρωπαϊκούς πόρους), όπως στην περίπτωση των σχεδίων για το περιβάλλον ή την παραγωγική ανασυγκρότηση, τα οποία θα ενίσχυαν σημαντικά με τις αντίστοιχες κοινωνικές συμμαχίες τις στοχεύσεις στην κλίμακα της Ελλάδας.
Η δυνατότητα δημιουργίας συμπληρωματικών νομισμάτων σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο, είναι συστατικό του σχεδιασμού και όχι απλώς ένα μέτρο στο νομισματικό πεδίο. Η δημιουργία τέτοιων νομισμάτων προϋποθέτει την ύπαρξη μιας δυναμικής εσωτερικής οικονομικής δικτύωσης (περιφερειακά ή εθνικά), η οποία δεν μπορεί να διαμορφωθεί αυθόρμητα, αλλά πρέπει να βασιστεί σε συγκεκριμένες σχεδιασμένες επιλογές, ώστε να αξιοποιηθούν αυτές οι δυνατότητες για την κάλυψη υπαρκτών αναγκών και να ενισχυθεί επίσης η ευρύτερη παραγωγική δυναμική. Αν, όπως είναι αναγκαίο, επιδιώξει ο σχεδιασμός της ανασυγκρότησης την ταχεία αύξηση της απασχόλησης και κάλυψης αναγκών σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, είναι δύσκολο να μην αξιοποιηθεί η δυνατότητα συμπληρωματικών νομισμάτων ή άλλων μέσων πληρωμών.
Περιεχόμενο του σχεδιασμού και ειδικότερα της αξιοποίησης της ρευστότητας που μπορούν να γεννήσουν τα συμπληρωματικά νομίσματα είναι και οι υπάρχουσες ή δυνητικές πρωτοβουλίες κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, ως επιχειρηματικά εγχειρήματα, ή ως κοινωνικές παρεμβάσεις για κάλυψη αναγκών. Η ενίσχυση και υποστήριξη των πρωτοβουλιών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας είναι μέρος της προσπάθειας ενδυνάμωσης του κόσμου της εργασίας και της αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος των λαϊκών τάξεων. Εγχειρήματα ομότιμης οικονομίας, ή fablab μπορούν επίσης να αποτελέσουν αντικείμενο μιας προσπάθειας ενσωμάτωσης ειδικών παραγωγικών δραστηριοτήτων σε ευρύτερα σχέδια.
Για μια νέα στρατηγική επιλογή
Σχετικά με τα χαρακτηριστικά μιας μετα-καπιταλιστικής κοινωνίας, η Αριστερά έχει στην πραγματικότητα δυο ιστορικά προηγούμενα από τα οποία αντλεί ιδέες και σχήματα: το σοβιετικό μοντέλο, το οποίο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπνέει τις νεο-σταλινικές παραλλαγές, και τους λίγους συνεχιστές της τριτοδιεθνιστικής κληρονομιάς, και το φορντικό μοντέλο, το οποίο έχει αμφισβητηθεί και ξεπεραστεί από το νεο-φιλελευθερισμό (παρόλο που σε πολλές χώρες συνεχίζουν να υπάρχουν υπόλοιπα φορντικών θεσμών και πολιτικών), αλλά συνεχίζει να αποτελεί ένα μοντέλο αναφοράς για τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας, όπως και για το «δικαίωμα στην ευημερία» των μεσαίων στρωμάτων, στα οποία εξάλλου ανήκει η πλειοψηφία του στελεχικού δυναμικού των αριστερών κομμάτων.
Η επιτυχία της νεο-φιλελεύθερης στρατηγικής σε ότι αφορά την αποδυνάμωση της αντιπροσωπευτικότητας της πλειοψηφίας των μισθωτών, έχει στην πραγματικότητα ενισχύσει τη βαρύτητα μιας νοσταλγικής αναφοράς στην εμπειρία των μεσαίων στρωμάτων κατά την περίοδο του φορντισμού στην Ευρώπη και των υποσχέσεων που γεννούσε. Η αίσθηση, αν όχι η πεποίθηση, ότι ένας βελτιωμένος καπιταλισμός αποτελεί σήμερα μια ρεαλιστική στρατηγική προοπτική, είναι πολύ διαδεδομένη σήμερα στην Αριστερά, ενώ οι νοσταλγοί του σοβιετικού μοντέλου έχουν πλέον περιθωριοποιηθεί.
Η Αριστερά έχει βέβαια συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει ευρεία απήχηση χωρίς να υποστηρίξει τη διατήρηση και διεύρυνση των δημοκρατικών διαδικασιών σε σχέση με το καθεστώς των καπιταλιστικών οικονομιών, και χωρίς να επιδιώκεται και να επιτυγχάνεται κάποια ευρεία κοινωνική συμμαχία σχετικά με τις βασικές πολιτικές επιλογές. Η διεκδίκηση για δημοκρατία και συναίνεση είναι πολύ ισχυρή, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα αμφισβήτησης αυτών των επιλογών. Οι κοινωνικές συμμαχίες, όμως, που μπορούν να στηρίξουν την υλοποίηση ενός σχεδίου κάλυψης παραγωγικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών αναγκών, δεν είναι δυνατόν να συγκροτηθούν υπό την ηγεσία των συνιστωσών του κεφαλαιοκρατικού στρατοπέδου, αλλά ως συμμαχίες όπου κυριαρχούν οι οργανωμένες λαϊκές τάξεις και ορισμένα μεσαία στρώματα. Για να υπάρξει, όμως, μια τέτοια δυνατότητα, είναι ταυτοχρόνως αναγκαίο να ανασυγκροτηθεί η οργάνωση των λαϊκών τάξεων, να βρεθούν νέα οργανωτικά σχήματα για την ορατότητα και παρουσία του κόσμου της εργασίας και για τη δυνατότητά του να προβάλει αιτήματα και προτάσεις.
Η μετα-καπιταλιστική κοινωνία είναι, επομένως, μια κοινωνία της δημοκρατίας και της συναίνεσης, αλλά είναι και μια κοινωνία που καταργεί την αγορά, την επιδίωξη του ατομικού κέρδους και την ιδιωτική πρόσβαση στους δημόσιους πόρους και τη δημόσια διοίκηση, ως μηχανισμούς αναπαραγωγής της, και υιοθετεί τον σχεδιασμό της κάλυψης και ικανοποίησης των αναγκών της. Από τη στιγμή που η Αριστερά, ως σκεπτόμενη πολιτική δύναμη, και οι λαϊκές τάξεις μέσω της δραστηριοποίησης τους και της θεσμικής εφευρετικότητάς τους, θα μπορέσουν να θέσουν τις βάσεις ενός τέτοιου προσανατολισμού, θα επιτύχουν την αποδυνάμωση των ταξικών και πολιτικών τους αντιπάλων και τη διαμόρφωση ευρύτατων κοινωνικών συμμαχιών, που θα υποστηρίξουν την κατάργηση του νεο-φιλελευθερισμού και της πολυκέφαλης κυριαρχίας του κεφαλαίου.