Η κοινωνία λειτουργεί και αυτή ως οργανισμός. Έκθετος σε μεταμορφώσεις και μεταλλάξεις. Όχι του ιού αλλά της διαχείρισής του. Η κοινωνία μεταμορφώνεται σε έναν οργανισμό που νοσεί. Και από όλες τις απειλές που τον προσβάλουν, καμία δεν μοιάζει πιο επικίνδυνη για την επιβίωσή του από την θέαση του άλλου. Όχι η απομόνωση, όχι η καταστολή, όχι η φτώχεια. Αλλά κυρίως ο τρόπος που ο ένας κοιτάει τον άλλο. Και αυτό γιατί αλλάζει κάτι στον πυρήνα της συνύπαρξης, μετατοπίζει την ίδια την συμφωνία της κοινής εμπειρίας, την κατάφαση της κοινής επιβίωσης.
Η απόσταση, η ένταση αυτή που κατακλύζει το σώμα όταν το διευρυμένο σύνορο παραβιάζεται, η αμηχανία που μας προκαλεί η τυχαία συνάντηση με κάποιον γνωστό είναι όροι μετάλλαξης. Μπορεί να γίνονται αποδεκτά ως ελάχιστα μέτρα σε μια περίοδο μηδενικής κρατικής μέριμνας, όροι προσωπικής ευθύνης και μαζί επιβίωσης αλλά δεν πρέπει να κανονικοποιηθούν. Πρέπει να φροντίζουμε ώστε όλα αυτά να μας ξενίζουν και να μας θυμώνουν, ώστε όλα αυτά να μην γίνουν ποτέ φύση μας αλλά τρόποι που θα ξεχαστούν αμέσως μόλις λήξει όλος αυτός ο πανικός.
Βιώνουμε τις μέρες μας υπό διαρκή απειλή. Μια απειλή αόρατη που προσπαθεί να πάρει μορφή. Στις αφύλακτες επιφάνειες και τα δημόσια αντικείμενα. Αλλά πιο πολύ στις όψεις των γύρω μας. Αυτό που μας ενώνει είναι πια η καχυποψία. Η αίσθηση πως οποιοσδήποτε μπορεί να είναι ο φορέας. Η αίσθηση πως εδώ δεν υπάρχουν αθώοι. Ακόμα και ο πιο έκθετος εδώ μπορεί να είναι επικίνδυνος. Το μόνο που μας επιτρέπει να ελπίζουμε είναι η καχυποψία απέναντι στη δική μας υγεία. Το ενδεχόμενο να είμαστε εμείς φορείς και να μην το γνωρίζουμε. Η καχυποψία για τον εαυτό μας είναι το μόνο που μας καθιστά ανθρώπινους σε αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες. Το γεγονός πως εμείς μπορεί να είμαστε απειλητικοί για τον άλλο είναι το μόνο στοιχείο που καθιστά τον άλλο λιγότερο απειλητικό.
Μαθαίνουμε καθημερινά να αντιμετωπίζουμε τον άλλο ως απειλή. Αλλά αυτό δεν είναι ανθρώπινος τρόπος. Και αυτό πρέπει να το υπενθυμίζουμε διαρκώς στον εαυτό μας. Τώρα με τις γιορτές η απόσταση ανάμεσα στα σώματα διαρκώς μεγαλώνει. Ακριβώς γιατί κουβαλά την εγγύτητα της ανάμνησης. Τις τόσες φορές που η αφέλεια των γιορτών και των εορταστικών τραπεζιών δεν κουβαλούσε τίποτα άλλο πέρα από την βεβαιότητα της ύπαρξής τους. Τώρα που η ύπαρξη αυτή και η ρουτίνα εκλείπουν ή περιορίζονται δραστικά, αλλάζουν μορφή. Παίρνουν της διαστάσεις της ίδιας της απώλειας, του καθημερινού και εμπεδωμένου που εξαχνώνονται. Οι γιορτές αποκτούν επιπλέον διαστάσεις. Είναι μαζί όλες οι επαφές που δεν αγγίχτηκαν, όλες οι χειρονομίες που δεν χειρονόμησαν, όλες οι αγκαλιές που δεν αγκαλιάστηκαν.
Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε είναι να συντηρήσουμε πάση θυσία τον άλλο. Να μην συνηθίσουμε, να μην αποδεχτούμε. Να μην εσωτερικεύσουμε όλη αυτή την έκτακτη ανάγκη ως ρουτίνα αποδεκτή. Να βλέπουμε τον άλλο όχι ως απειλή αλλά ως επαφή σε μια προσωρινή άρση είναι μια πράξη αντίστασης. Απέναντι όχι μόνο σε αυτούς που δεν μπόρεσαν να μας παρέχουν καμία άλλη μέριμνα πέρα από την απομόνωσή μας. Αλλά κυρίως αντίσταση απέναντι στα ανεστραμμένα είδωλά μας. Απέναντι στους παραμορφωτικούς καθρέφτες των αρνητικών μας προοπτικών. Η απομόνωση, η καταστολή και φτώχεια είναι κοινωνικά συμπτώματα που μπορούν να πολεμηθούν. Μέσα από μαζικές στάσεις, αποφάσεις και πράξεις. Η μόνη όμως προυπόθεση είναι να μην αλλάξει η στάση μας απέναντι στον άλλο.
Ας μην ξεχάσουμε του άλλους. Για να μην χάσουμε τελικά τον εαυτό μας πίσω από τους τόσους εαυτούς που επιβάλουν οι ανάγκες.