«…Το ολοκληρωτικό καθεστώς, ωστόσο, δεν είναι παρά το προηγούμενο αστικό καθεστώς χωρίς τις αναστολές του…»: όσο κι αν κοπίασαν οι υπερασπιστές, θεωρητικοί της αστικής δημοκρατίας, να διαψεύσουν τη ρήση του Μαξ Χορκχάιμερ (1939) για τον φασισμό, δεν τα καταφέρνουν πάντα, ούτε τα καταφέρνουν καλά. Συχνάκις τους διαψεύδει η ίδια η ιστορική πραγματικότητα.
Από τις βαριές βιομηχανικές μονάδες που στήριξαν το ναζιστικό καθεστώς, ως τους εγχώριους επί Κατοχής και επί Χούντας πλουτίσαντες, το κεφάλαιο έχει δείξει πως, απτόητο, μπορεί να κάνει δουλίτσες με οιονδήποτε, αν τούτος δεν ανακόπτει την επεκτατική ορμή του. Κι επειδή μοναχό του δεν μπορεί να ηγεμονεύσει την κοινωνία, γνωρίζει μια χαρά και οργανικούς διανοούμενους να φτιάχνει και να τους εξαπολύει στα, δικά του έτσι κι αλλιώς, ΜΜΕ.
Κατά τη διάρκεια των συστημικών κρίσεων, λοιπόν, από τους τάχα μου ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, που κατά κυριολεξία επιστρατεύονται, ως τους αρθρογράφους με το επιφαινόμενο της αναλυτικής ουδετερότητας, σε μια πραγματικότητα όπου δήθεν οι ιδεολογίες δεν χρειάζονται, το αστικό καθεστώς ξαναθυμάται την ολοκληρωτική του εκδοχή.
Και τότε ο σπερματικός λόγος του φασισμού αναφύεται μέσα από δήθεν ανώδυνες επισημάνσεις. Το μείζον πρόβλημα, δεν βρίσκεται, φυσικά, στα περίπου ταυτισμένα με τη χυδαιότητα Μέσα. Όταν, για παράδειγμα, εφημερίδες όπως το “Πρώτο Θέμα” ή η “Athens Voice” ξέπλεναν τη Χρυσή Αυγή, ανάγοντας σε “κοσμικό ρεπορτάζ” τους κοιλιακούς του Κασιδιάρη ή τις ενδυματολογικές επιλογές της Ουρανίας Μιχαλολιάκου, τούτο δεν ήταν το χειρότερο.
Η ξετσιπωσιά του συστήματος φαίνεται εκεί όπου χτυπά η καρδιά του: στην κυριλέ, επίσημη εκδοχή του, εκεί όπου εμφανίζεται κομψεπίκομψα, με κάθε αστική ευγένεια. Έχει δε προηγουμένως πείσει το λαό για την αυταπόδεικτη αξία κάθε αστικού δημιουργήματος, κάθε αστικής συνήθειας, κάθε αστικής επιλογής.
Αλλά η φενάκη αποκαλύπτεται στην υποψία πως τα συμφέροντα του κεφαλαίου κινδυνεύουν, υπό το ενδεχόμενο της ταξικής πάλης.
Έτσι, στην ελληνική πραγματικότητα, από την κρίση του 2008 και μετά, οι ναυαρχίδες του Τύπου διολίσθησαν: εύκολα ο κεντροαριστερός ΔΟΛ μπάταρε προς τα δεξιά, για να εξαγοραστεί κατόπιν και να αποκτήσει απροσχημάτιστα δεξιό προφίλ, η δε κεντροδεξιά, έγκριτη, υποτίθεται, “Καθημερινή”, επίσης απροσχημάτιστα, απομάκρυνε, με συνοπτικές διαδικασίες, κάθε γραφίδα που αποτελούσε, όπως λέγεται στην πιάτσα, “αριστερό άλλοθι”. Έδωσε δε, ταυτόχρονα, καινούργιο, πολεμικό στίγμα με νέους, ευεπίφορους σε κάθε ακρότητα, συνεργάτες.
Τέτοια ήταν, παντού και πάντοτε, η αστική τάξη: μπροστάρισσα στην κατασκευή προτύπων που αναπαράγουν την κυριαρχία της (θεωρία της αριστείας), αδίστακτη στις συμμαχίες της. Μπορεί να γίνει ομοτράπεζη “μιας σοβαρής Χρυσής Αυγής” (Μπάμπης Παπαδημητρίου), να αποδομεί την επέτειο του Πολυτεχνείου (Τάκης Θεοδωρόπουλος), να ασχημονεί επί των πολιτικών της αντιπάλων (Στέφανος Κασιμάτης).
Στα δε πρόσωπα–οργανικούς διανοούμενους που βάζει κάθε φορά στην πρώτη γραμμή, για να εθίζουν την κοινή γνώμη στα εμέσματα του φασιστικού/ρατσιστικού λόγου, καθρεφτίζεται όλη η σαπίλα της.
Από το «σε πτύω τρις κατά πρόσωπον, τέως αλήτη και νυν Πρωθυπουργέ» του ιδρυτή της “Καθημερινής”, Γεωργίου Βλάχου, στον Ελευθέριο Βενιζέλο, και τη στήριξη της εφημερίδος στον Μεταξά και την 4η Αυγούστου, ως τις τωρινές πομπές της, η ιστορική συνέχεια του φασίζοντος αστισμού εξασφαλίζεται αδιατάρακτα.