Να μείνετε να πολεμήσετε ρε!
Κι όσο οι ορδές των ξεριζωμένων ξεκινούν το δικό τους ταξίδι στην προσφυγιά…
Κι όσο αφήνουν πίσω το σπίτι που γεννήθηκαν, το σπίτι που μεγάλωσαν, το σπίτι που αγάπησαν, το σπίτι που στόλισαν με όμορφα έπιπλα, με αγαπημένα κάδρα και οικογενειακές φωτογραφίες…
Κι όσο εγκαταλείπουν ίσως για πάντα το πατρικό που μέχρι χτες έλεγαν έλεγαν ‘σπιτικό’.
Κι όσο η πόρτα που έτριζε κλείνει για πάντα.
Κι όσο η ρωγμή που έχασκε στον τοίχο, παύει να έχει σημασία…
Κι όσο το μερεμέτι στην εξώπορτα δεν θα γίνει ποτέ.
Κι όσο τα κλειδιά, αυτά τα ρημαδοκλειδιά που ήθελαν κόλπο για ν’ ανοίξεις… κόλπο που το ξέρεις μόνο εσύ κι εκείνοι που αγαπάς, εκείνοι που μοιράζονται το κεραμίδι σου, τη στέγη σου, το κρεββάτι σου, την αγκαλιά σου…
Κι όσο φορτώνουν στο πορτ μπαγκάζ τα ρουχαλάκια και τα βιβλία του παιδιού, τον φορτιστή και την κουβερτούλα για το κρύο, το κόσμημα της μάνας που θα πάει στο ενεχυροδανειστήριο, τη βέρα τη χρυσή ρε παιδί μου που θα την ανταλλάξουν με λίγο γάλα για το μωρό.
Και το αρκουδάκι της μπέμπας. Και το φυλαχτό της γιαγιάς…
Κι όσο γεμίζουν τη μνήμη τους και την καρδιά τους με αποσκευές ψυχής, με αναμνήσεις, με χαρές και πίκρες και γλέντια και νεκρούς αδελφούς κι αγκαλιές και φιλιά και μανάδες που ζουν πια φυλακισμένες στις κορνίζες του θανάτου…
Κι όσο φευγουν, κι όσο ξεμακραίνουν, κι όσο αποχωρίζονται σχηματίζοντας καρδιές σε σκονισμένα τζάμια λεωφορείων, κι όσο σπαρταράνε σε αγκαλιές που ίσως δεν ξανανταμώσουν ποτέ…
Να μείνεις να πολεμήσεις ρε!
Φωνάζει ο κυρπαντελής που παρακολουθεί τα ουκρανικά στα διαλείμματα του Survivor. O τύπος ο ελληνάρας που ο κώλος του έχει γίνει ζυμάρι χρόνια παρκαρισμένος στον καναπέ.
Ο ζυμαροκωλης, ο λεβεντομαλάκας, ο ζυμαροκώλης ο κουραδόμαγκας που μιλάει για τους αρχαίους ημών, τη λεβεντιά του Κολοκοτρώνη, ου Έλληνος τον τράχηλον που ζυγόν δεν υποφέρει, ο χέστης που ψήφισε χρυσή αυγή, ο μπατριώτης που στη Χούντα κοιμόταν με ανοιχτά παράθυρα…
Αυτός ο ξεφτιλισμένος που θα βγει στο μπαλκόνι – με μπουφάν γιατί σήκωσε ψυχρούλα – και θα φωνάζει στον ξεριζωμένο.
Να μείνεις να πολεμήσεις ρε!
Ένα ζυμάρι η συνείδησή του, οι αρχές του, το αξιακό του σύστημα. Ένα παράσιτο που το αίμα σου ρουφάει, τον αέρα σου αναπνέει.
Ο κυρπαντελής δεν έχει ταξικό πρόσημο, ο κυρπαντελής εκ του ασφαλούς κατακρίνει το σύμπαν. Είναι αυτός που μόλις ακούσει για πόλεμο στέλνει τους άλλους στρατιώτες κι ο ίδιος τρέχει να αδειάσει το σούπερ μάρκετ.
Να μείνεις να πολεμήσεις ρε!
Τους βλέπεις όλους αυτούς τους ‘κρατάμε με να μην τον δείρω’.
Τους βλέπεις τους κυρπαντελήδες που μαγαρίζουν με το βλέμμα τους τη ζωή σου, εκείνο το βλέμμα το δήθεν ευγενικό, το γλείφτικο, εκείνο το βλέμμα που σε πουλάει και σ’ αγοράζει, φαίνονται μωρό μου, φαίνονται κάνουν μπαμ, από την καθημερινότητα τους από τα μικρά κι ασήμαντα τους καταλαβαίνεις.
Ο κυρπαντελής μιλάει με ρητά και παρκάρει αδιαπραγμάτευτα στη θέση ΑΜΕΑ. Κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά και τσουπ το χώνει γιατί σου λέει εδώ βρήκα τι να κάνω κι έχω και την πεθερά μου άρρωστη.
Ο κυρπαντελής έχει γίνει το ένα του με τον καναπέ γιατί είναι πολλά τα ριάλιτι και δεν τα προφταίνει. Ένας μάγειρας, μια ξώβυζη, ένας μαλάκας, ένας κατεστραμμένος, ένας κατακαημένος, ένα νησί, μια κατσαρόλα, μια καρδούλα, ένα δωδεκάποντο όλα φίρδην μίγδην. Ό,τι αποφασίσει το κοινό. Δηλαδή ο ίδιος. Ο μίζερος ο άνθρωπος που οι μόνες του πρωτοβουλίες είναι να ψηφίζει με ηδονή υποψήφιους προς αποχώρησιν.
Ο κυρπαντελής ο ζυμαροκώλης, γνωρίζει τα πάντα για την Ουκρανία, για τον πόλεμο, για τον Πούτιν, για το αέριο, για τον Ερντογάν, το ελληνοτουρκικό, το μεσανατολικό, πώς βγαίνει ο λεκές, τα πάντα όλα.
Έχει πάντα δίκιο, έχει πάντα αποψάρα, έχει πάντα λόγο –λόγο μίζερο, σκατένιο, κακοποιητικό. Τρώει απ’ το πιάτο σου, πίνει απ’ το ποτήρι σου, τρέφεται από τη δυστυχία σου.
Ο ζυμαροκώλης ερωτεύεται μίζερα μια ζυμαροκώλα, κάνουν κάνα δυο ζυμαροκωλάκια που τα εκπαιδεύουν με τίποτα να μη σηκώνονται από το κάθισμα. Πού πας, Θανασάκη εσύ θ’ αλλάξεις τον κόσμο;
Όχι, ο ζυμαροκώλης δεν θα αλλάξει τον κόσμο.
Και ο κόσμος δεν θα αλλάξει τον ζυμαροκώλη.
Ο ζυμαροκώλης είναι ο εχθρός σου. Αυτός ο ανθρώπινος πολτός, αυτό το σίχαμα που χρεώνει 20 ευρώ τη φόρτιση του κινητού στον μετανάστη γιατί μπορεί, αυτό το ξερατό που βαράει το προσφυγάκι γιατί μπορεί, αυτός που όταν ήρθες κυνηγημένος από τη Μικρασία και την Κύπρο, σού βρόντηξε στα μούτρα την πόρτα, αυτός.
Διάβασε φίλε μου, τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου: και μη μου λες μαλακίες τύπου μα αυτοί ήταν Έλληνες κι όχι ξένοι. Ξένοι ήρθαν εδώ οι πρόγονοι μου, ο παππούς μου κι η γιαγιάκα μου ξένοι τουρκόσποροι, ξένοι και παρακατιανοί.
Κι ούτε ένα πιάτο φαΐ ρε π@υστη μου.
Κι ούτε ένα γ@μημένο πιάτο φαι.
Πότε με τον εχθρό σου.
Πάντα με τον πρόσφυγα.
Πάντα με τον ξεριζωμένο.