Το ενδιαφέρον των Ελλήνων ψηφοφόρων για τον όρο ΠΑΣΟΚ ακόμα και σήμερα αποδεικνύεται συχνά δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με την εκλογική δύναμη του κόμματος που μέχρι την Κυριακή έφερε το όνομά του. Η χρήση του πολιτικού αυτού όρου στον δημόσιο διάλογο είναι ακαταμάχητα γοητευτική από πλήθος πολιτικών επιστημόνων, δημοσιογράφων, στελεχών πολιτικών κομμάτων έως σατιρικών συγγραφέων. Τι σημαίνει όμως όταν κάποιος αναφέρεται στον όρο ΠΑΣΟΚ πλέον και γιατί η κ. Γεννηματά αποφάσισε να απαλλαγεί από αυτόν; Με βάση ποια προοπτική αυτή η οργανωτική οντότητα που έχει μείνει έπρεπε να πετάξει από πάνω της το ιστορικό όνομά της; Τι είναι πιο βολικό και ευέλικτο για το μέλλον της από όλα όσα εννοούσαμε κατά καιρούς λέγοντας ΠΑΣΟΚ; Το “μαζικό ΠΑΣΟΚ” του Ανδρέα Παπανδρέου, το “τεχνοκρατικό ΠΑΣΟΚ” του Κώστα Σημίτη ή το “διαχειριστικό ΠΑΣΟΚ” των Μνημονίων του Γιώργου Παπανδρέου και του Ευάγγελου Βενιζέλου;
Είναι αλήθεια πως κάθε αρχηγός προσπαθούσε να σκοτώσει το ΠΑΣΟΚ που παραλάμβανε από τον προκάτοχό του και κάποιες φορές τα κατάφερναν κιόλας. Εντούτοις, όλοι μαζί επιδίωκαν τη ρήξη με τη δεκαετία ’80 ήδη από τα μέσα του ’90 και εντεύθεν.
Η εμφάνιση των τεχνοκρατών του “τρίτου δρόμου”
Ήταν τότε που τα πάντα άλλαζαν στην Ευρώπη με τη συνθήκη του Μάαστριχ, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στην Ελλάδα δεν είχε μέλλον και φαινόταν αυτό και, άρα, σιγά – σιγά προέκυπτε αντικειμενικά η ανάγκη νέων στελεχών μέσα στο κραταιό ΠΑΣΟΚ που θα ανταποκρίνονταν στη νέα κατάσταση.
Τα νέα στελέχη που αναδείχθηκαν εκείνη την περίοδο ήταν άνθρωποι με ευρωπαϊκή κουλτούρα, ευρυμαθείς, γρήγοροι στις διεθνείς διασυνδέσεις που απαιτούσε η εποχή, αλλά και με πολιτικές αντιφάσεις. Ήρθαν να καλύψουν ένα πραγματικό κενό σε μια εποχή που φαινόταν καθαρά πως υπερεθνικοί φορείς σε συνδυασμό με το ιστορικά πρωτότυπο εγχείρημα της Ε.Ε. θα αλλοιώσουν τη μορφή του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Επομένως, ήταν επείγουσα η ανάγκη οι ελληνικές κυβερνήσεις να ανανεώσουν το ανθρώπινο δυναμικό με στελέχη που σε πρώτη φάση έδειχναν να κατανοούν τις αλλαγές που έρχονταν. Ήταν κάτι παραπάνω από χρήσιμοι για να μπορέσει να ανταποκριθεί η Ελλάδα στο ευρωπαϊκό εγχείρημα εκείνη την ιστορική στιγμή, ασχέτως αν και πώς εξέλιξε τον ρόλο του ο καθένας από αυτούς στη συνέχεια.
Αυτή η γενιά τεχνοκρατών με τους επιγόνους της διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη μορφή που πήρε μέσα στα χρόνια το κόμμα και εργάστηκε ομολογουμένως επιμελώς για τον πρώτο θάνατο του ΠΑΣΟΚ, που συνέπεσε με τον θάνατο του ιδρυτή του.
Αναφορικά με την αθόρυβη μετατόπιση ορισμένων εξ αυτών, ο “τρίτος δρόμος” διευκόλυνε τις “ευέλικτες” θέσεις ως προς αυτή τη νέα πραγματικότητα κατευθύνοντάς τους στον πολιτικό αμοραλισμό. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν, άλλωστε, στελέχη που έμαθαν από νωρίς να επιβάλλονται από τα πάνω με ισχυρό ρόλο και, επομένως, έδιναν από λίγο έως καθόλου σημασία στις κοινωνικές συμμαχίες. Είχαν στραμμένο το βλέμμα τους από τη μία στις διεθνείς αλλαγές και από την άλλη εντός της χώρας είχαν στραφεί βουλιμικά προς μια ελληνική εσωτερική χρηματοοικονομική ελίτ: ο Καποδίστριας και ο Μαυρομιχάλης σε ένα σώμα.
Οι τεχνοκράτες στην κρίση
Έτσι, κατά τη φάση της οικονομικής κρίσης, τα στελέχη του “τεχνοκρατικού ΠΑΣΟΚ” σε διάφορες εκφάνσεις τους ήταν ήδη κυρίαρχα εντός των βασικών κέντρων λήψης αποφάσεων. Και αντί να αναζητήσουν ρίζες έστω στην κοινωνία των πολιτών ή έστω να ενεργοποιήσουν την πολυδιαφημισμένη διαπραγματευτική τους δεινότητα, μετετράπησαν σε διαχειριστές των προγραμμάτων λιτότητας, στο “διαχειριστικό ΠΑΣΟΚ”. Με άλλα λόγια, οι τεχνοκράτες έγιναν γραφειοκράτες των Μνημονίων σε μια νύχτα. Στην πραγματικότητα ήταν αυτοί που συνδιοικούσαν και καθόριζαν τις εξελίξεις μέσα στο κόμμα, αλλά αποδείχθηκαν ανίκανοι να ανταποκριθούν ιδεολογικά, πολιτικά και επικοινωνιακά στα νέα δεδομένα απέναντι στην συντηρητική παράταξη. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, δεν τους ενδιέφερε κάτι τέτοιο καν.
Ούτως ή άλλως, από το 1996 και μετά ήταν τα ίδια στελέχη που είχαν αναλάβει τη διαμόρφωση πολιτικών που δεν θα είχαν σαφείς διαχωριστικές γραμμές με τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας, για τις οποίες οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ αντιμετώπιζαν σκληρή κριτική που φτάνει έως σήμερα.
Μόνο όταν η κρίση άρχισε να γίνεται αισθητή στις συνέπειές της κύριος στόχος της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ήταν η Νέα Δημοκρατία να πάρει το μερίδιο που της αναλογούσε στις απώλειες που προκαλούσε η εφαρμογή των Μνημονίων. Με αυτόν τον τρόπο αυτοπαγιδεύτηκε και άρχισε να ετεροκαθορίζεται στρατηγικά. Η πίεση αυτή από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ σταδιακά οδήγησε σε έναν πόλεμο που δεν ήταν πλέον ανάμεσα σε δύο αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, αλλά είχε τα χαρακτηριστικά περισσότερο ιδεολογικοπολιτικής σύγκρουσης όμορων χώρων. Όταν οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις κορυφώνονταν, από τα μέσα του 2011 και μετά, βασική προτεραιότητα του σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου έγινε η εξασφάλιση περισσότερου πολιτικού χρόνου και η πάση θυσία αποφυγή των εκλογών προκειμένου να ενταχθεί έγκαιρα στο κάδρο της μνημονιακής διαχείρισης της κρίσης η Νέα Δημοκρατία. Όμως έτσι γλιστρούσαν από τον έλεγχό του οι ψηφοφόροι που είχαν αναφορές στο “μαζικό ΠΑΣΟΚ”. Αντίθετα, άμεσες εκλογές μπορεί να σήμαιναν διάσωση του ΠΑΣΟΚ, αλλά επίσης και διακινδύνευση των προγραμμάτων λιτότητας. Το σενάριο αυτό απερρίφθη.
Μέσα σε αυτή την κινητικότητα βγήκε στην επιφάνεια ότι η εναλλαγή στην εξουσία επί σαράντα χρόνια της Νέας Δημοκρατίας με το ΠΑΣΟΚ δεν δημιούργησε μόνο μέτωπα αντιθέσεων, αλλά καλλιέργησε υπογείως τη σύμπνοια πολλών τεχνοκρατών από τις δύο όχθες σε μια σειρά από ζητήματα που διαπερνούσαν οριζόντια τη δημόσια σφαίρα. Οι τεχνοκράτες δημιούργησαν ένα ασφαλές και αξιόπιστο έδαφος συζήτησης που σε άλλες εποχές θα ήταν περίπου ανίερο. Δεν ήταν κάτι που είχε να κάνει με κάποιου είδους εθνική ομοψυχία, αλλά έκαναν την ανάγκη φιλοτιμία πιο εύκολα για την επιβίωσή τους.
Έτσι, το καλοκαίρι του 2011 γίνεται η πρώτη προσπάθεια μεγάλου κυβερνητικού σχηματισμού. Στο ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκαν διατεθειμένοι να αποσύρουν ακόμα και τον πρωθυπουργό τους ώστε να ανοίξει ο δρόμος για έναν μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό, πάντα χωρίς εκλογές. Ήταν η πρώτη υποχώρηση. Το πνεύμα των τεχνοκρατών είχε πια κυριαρχήσει και αναζητούσαν εσωτερικές λύσεις κορυφής, οι οποίες δεν συγκινούσαν απαραίτητα τους εταίρους.
Την πρόταση αυτή, ωστόσο, αρνήθηκε ο συντηρητικός αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς, αντιπροτείνοντας την προκήρυξη εκλογών, ώστε η υποχώρηση να μετατραπεί σε πολιτική ήττα του αντιπάλου. Έτσι για ακόμα έναν χρόνο, μεσολαβώντας και η κυβέρνηση του τεχνοκράτη Λουκά Παπαδήμου που επέτεινε την απογοήτευση, δεν γινόταν τίποτα που να περιορίζει την αθρόα αποχώρηση από το ΠΑΣΟΚ βουλευτών, στελεχών και ψηφοφόρων.
Ακόμα και επί κυβέρνησης Παπαδήμου, μόνο από τη Νέα Δημοκρατία, που μπορούσε τότε ακόμα να προσβλέπει σε κοινωνικές συμμαχίες, υπήρχαν φωνές πρόωρης προσφυγής στις κάλπες προκειμένου να ανακοπεί ο ριζικός μετασχηματισμός του παλιού πολιτικού συστήματος, που πρώτοι διέβλεψαν έστω και καθυστερημένα, ενώ στο ΠΑΣΟΚ, που βάδιζε ολοταχώς προς τον δεύτερό του θάνατο, κυριαρχούσαν απόψεις στα όρια του μεταφυσικού, ότι δηλαδή η εξάντληση της τετραετίας για κάποιο άγνωστο λόγο θα αναγεννούσε το ΠΑΣΟΚ από τις στάχτες.
Συμπερασματικά για εκείνη τη φάση, η άποψη που επικράτησε αργότερα σε ηγετικούς κύκλους του ΠΑΣΟΚ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε επιτυχημένο άνοιγμα στο “μαζικό ΠΑΣΟΚ” είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι η τότε ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να διαβλέψει τις νέες συνθήκες που αφορούσαν πρώτα απ’ όλα την ίδια την ύπαρξή του και παραδόθηκε στον ιδεολογικό χώρο της Νέας Δημοκρατίας. Το κόμμα – εκφραστής της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας δεν κατέρρευσε μόνο επειδή ηττήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ηττήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή πρώτα είχε ηττηθεί στον ιδεολογικό πόλεμο στον οποίο σύρθηκε με τη Νέα Δημοκρατία.
Το κόμμα – “συλλογικός τεχνοκράτης”
Η ώρα της “ανακωχής” πλησίαζε. Ο ετεροκαθορισμός θα ολοκληρωνόταν και οργανωτικά, όμως οι βαθιές ιστορικές αντιθέσεις μεταξύ των δύο κομμάτων, οι οποίες από κάτω παρέμεναν ζωντανές και υπερέβαιναν τις ηγεσίες τους και, φυσικά, τους τεχνοκράτες, οι εσωκομματικές έριδες ένθεν κακείθεν, όπως και η πολιτική συγκυρία έκαναν μια τέτοια ιδέα να φαντάζει πρόωρη. Έκλειναν τον δρόμο στους τεχνοκράτες που θα ήθελαν την, με κάποιο τρόπο, ενοποίηση των δύο χώρων (κόμμα Παπαδήμου), που θα παρήγαγε μια στιβαρή πολιτική δύναμη ικανή να πέσει πάνω στην ανερχόμενη κινηματική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ και να την περιορίσει.
Μετά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, όταν πλέον το ΠΑΣΟΚ είχε φτάσει στο 13%, επικυρώθηκε ο δεύτερος θάνατός του και ως εκ τούτου η είσοδος σε μια νέα περίοδο. Για τους τεχνοκράτες ήταν μια απόδειξη ότι είχαν εξαλειφθεί τελείως οι όποιοι εναπομείναντες ισχυροί λόγοι πολιτικού ανταγωνισμού με τη Ν.Δ., τουλάχιστον σε επίπεδο ηγεσιών, και μπροστά στην ανάγκη συγκράτησης των πολιτικών δυνάμεων που είχαν διαχειριστεί έως εκείνη τη στιγμή την οικονομική κρίση συμφωνήθηκε κυβερνητικός σχηματισμός με στόχο πλέον την εξάντληση της τετραετίας.
Στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 το ΠΑΣΟΚ περιορίστηκε εκλογικά ακόμα περισσότερο, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι για πρώτη φορά μέσα στην κρίση δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση. Οι πολιτικές κινήσεις εσωτερικού χώρου το προηγούμενο διάστημα, της Ελιάς και της Κίνησης των 58, δεν του είχαν δώσει την ανάσα που αναζητούσε, επειδή αποδείχθηκε αδύνατον να αποκρουστεί η κριτική ότι επρόκειτο για πρόχειρα εγχειρήματα διάσωσης του βουλιμικού “τεχνοκρατικού ΠΑΣΟΚ” και όχι επαναφοράς σε οραματικά κυβερνητικά σχέδια. Η τότε κυβερνητική συμπόρευση λειτούργησε πρακτικά ως σανίδα σωτηρίας για τη Ν.Δ. Το “ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου”, όπως επικράτησε να λέγεται η μορφή του κόμματος που αυτοπροβαλλόταν ως συλλογικός τεχνοκράτης, εξελίχθηκε σε διαδικασία ανώδυνου θανάτου, του τρίτου θανάτου του, που επισφραγίστηκε από μια βαρετή αποχώρηση του αρχηγού του από την ηγεσία του κόμματος.
Πόρτα στη ζούγκλα;
Το ΠΑΣΟΚ εδώ και πέντε χρόνια μένει μακριά από την αιμοδότρια εξουσία. Η απελευθέρωση των εναπομεινάντων στελεχών του το προηγούμενο σαββατοκύριακο ολοκληρώθηκε στέλνοντας εκ των έσω το ΠΑΣΟΚ, για να θυμηθούμε μια αγαπημένη φράση του ιδρυτή του, στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως ήταν αναμενόμενο, απέσπασε αρκετούς από τους τεχνοκράτες που έμεναν πίσω περιμένοντας μια νέα κυβέρνηση συνεργασίας των δύο αυτών κομμάτων. Η λειτουργία του ΠΑΣΟΚ τελικά εκχωρήθηκε σε ένα κόμμα – μη κόμμα, που διψάει για εξουσία για την εξουσία και που συνεχίζει να υποδύεται τον συλλογικό τεχνοκράτη γιατί είναι το μόνο που μπορεί να υπερασπιστεί από τη ζωντανή συλλογική μνήμη χωρίς να διαταράξει τις σφυρηλατημένες σχέσεις με τη Ν.Δ.
Τα συμβολικά όρια που αποδεδειγμένα πλέον έθετε ένα όνομα, ΠΑΣΟΚ, δεν υπάρχουν πλέον. Οι μελαγχολικές αντιστάσεις που άντεξαν, ακόμα και σε συνθήκες πρωτόγνωρης πίεσης, κάμφθηκαν μαζί τους. Υπάρχουν τώρα όλες οι προϋποθέσεις για να ολοκληρωθεί η πολιτική και ιδεολογική συμπόρευση περισσότερων στελεχών των δύο χώρων, σε μια προσπάθεια να μην συμβεί ξανά το “ατύχημα” του 2015. Θα είναι τόσο απλό; Μάλλον όχι. Υπάρχει και η άλλη άποψη, που λέει ότι τα μεγάλα κόμματα δεν είναι κρεμμύδια, είναι αγκινάρες: έχουν καρδιά. Δηλαδή έχουν πυρήνα, έχουν κέντρο δικό τους. Δεν συνδέονται με ένα άλλο κόμμα.
Μετά τον τέταρτο και τελευταίο θάνατο του ΠΑΣΟΚ ίσως εκεί στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. διαπιστώσουν πολύ σύντομα αυτό που θα έλεγε ο Μίλος Φόρμαν: «Βγήκαμε από τον ζωολογικό κήπο και μπήκαμε στη ζούγκλα».