Εν αρχή ην ο πόνος, τούτες τις τρομερές μέρες του φετινού Αυγούστου. Ναι, ο πόνος. Γιατί πριν από κάθε ανάλυση, ακόμα και την εμβριθέστερη, προηγείται ο πόνος. Δεν μιλάω για τους ανθρώπους που έζησαν την καταστροφή, αλλά για τους υπόλοιπους. Όλοι και όλες εμείς χρειάζεται, πρώτα, να αισθανθούμε πώς είναι να φτάνει η φωτιά, να σε πνίγει ο καπνός, το σπίτι σου να παραδίδεται στις φλόγες, να φεύγεις τρέχοντας, να γίνονται τα πάντα γύρω σου στάχτη. Να νιώσουμε τον τρόμο, τον συγκλονισμό και τη λύτρωση από τη μάχη και τη σωτηρία ανθρώπων, ζώων και τόπων. Πρέπει, για όλα αυτά, πριν βουτηχτείς στο πέλαγος των απόψεων, να ανοίξεις την ψυχή σου. Και οι δράσεις, πέρα από τη σκέψη, πρέπει να προκύπτουν και από αυτό το άνοιγμα της ψυχής, να το εμπεριέχουν. Το να συμπάσχεις, έστω από την ασφάλεια του δικού σου σπιτιού, είναι αναγκαίο, και για τους πάσχοντες και για εμάς.
Δεν εντέλλεται η συμπόνια. Το αντίστροφο όμως, το να μην είναι κανείς αναίσθητος τις ώρες τούτες, μπορούμε να το ζητάμε:. Γιατί, ακόμα και να ήταν ολόσωστο, δείχνει έλλειψη κάθε συναίσθησης, ενώ μαίνεται ακόμα η φωτιά, να γράφεις ότι είναι μεγάλη εθνική ευκαιρία η ανασυγκρότηση της Εύβοιας. Παρομοίως και οι υπουργικές ρήσεις ότι όλα περίπου έγιναν όπως έπρεπε ή οι μισές συγγνώμες και κουβέντες του πρωθυπουργού για «τις όποιες αδυναμίες» και τις «τυχόν αστοχίες».[1] Έγραψε, με λίγο σαρκασμό και αρεκτή πίκρα, ο Κώστας Παντιώρας στο facebook:
«Οι κυβερνώντες νομίζουν ότι οι κάτοικοι της Εύβοιας ξυπνάνε το πρωί και κάνουν τηλεργασία ή μπαίνουν στο μετρό και πάνε στο γραφείο στην πολυεθνική ή είναι ινφλουένσερς στο ίνσταγκραμ. Γι’ αυτό και μιλάνε μόνο για χαμένα σπίτια που θα ξαναγίνουν. Η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι χάσανε τις δουλειές τους. Την υλοτομία, τα μελίσσια, το ρετσίνι, τα αιγοπρόβατα, την αλιεία, τον τουρισμό».
Με αφορμή αυτό, θυμήθηκα μια ωραία λαϊκή λέξη, το «βιος»: η περιουσία, ο πλούτος, τα αγαθά. Και, καθώς παράγεται από τον «βίο», έχει μια πρόσθετη φόρτιση. Έτσι, όταν λέμε ότι κάποιος «έχασε όλο του το βιος», δεν εννοούμε μονάχα ότι απώλεσε τα υπάρχοντά του, αλλά και κάτι παραπάνω: ότι καταστράφηκε.
Από τον πόνο και τη συμπόνοια στην αλληλεγγύη
Σε αυτό το ιδιότυπο γλωσσάρι που φτιάχνεται λέξη λέξη τούτες τις μέρες, το αμέσως επόμενο λήμμα είναι η αλληλεγγύη: άμα συμπάσχεις, θα σταθείς αλληλέγγυος;
Οι οθόνες μας πλημμύρισαν με εικόνες. Εικόνες ολέθρου αρχικά. Ο Μάριος Λώλος, ο Νικόλας Οικονόμου, η Τατιάνα Μπόλαρη, ο Άγγελος Τζωρτζίνης, ο Κωνσταντίνος Τσακαλίδης, ο Κώστας Τσιρώνης και άλλοι πολλοί μας χάρισαν φωτογραφίες άφταστες, που μιλάνε όσο χιλιάδες λέξεις – υποκλίνομαι στην ευαισθησία, την τέχνη και την αντοχή τους. Και μετά, άλλες εικόνες, που κλείνουν μέσα τους και εκλύουν ταυτόχρονα απίστευτη δύναμη: κάτοικοι και εθελοντές που πολεμάνε τη φωτιά με κάθε μέσο, άνθρωποι που συγκεντρώνουν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης σε όλη τη χώρα, νεαρά παιδιά που πήγαν στους τόπους της συμφοράς και έστησαν συσσίτια, ψαράδες που έφταναν με τα καΐκια τους σε παραλίες, σωτήρες αληθινοί και από μηχανής θεοί που απεγκλώβιζαν κόσμο, η κινητοποίηση για τη σωτηρία και την περίθαλψη των ζώων, πλατφόρμες στο διαδίκτυο για προσφορά στέγης. Άνθρωποι μόνοι τους, ντόπιοι και ξενομερίτες, συλλογικότητες, σωματεία, τοπικοί σύλλογοι, πρωτοβουλίες, αυτοοργανωμένες κουζίνες, κινηματικές συλλογικότητες (ναι, οι ίδιες που τόσο έχουν συκοφαντηθεί και καταδιωχθεί παλιότερα –βλ. άδειασμα καταλήψεων– από την κυβέρνηση και μεγάλο κομμάτι του επίσημου λόγου).
Είναι πολλαπλή η αξία της αλληλεγγύης. Πρώτα από όλα, χειροπιαστή: χιλιάδες άνθρωποι έφαγαν, ήπιαν νερό, έλαβαν βοήθεια, αμέτρητα ζώα βρήκαν φροντίδα. (Και από λεπτομέρειες, που συχνά δεν φαντάζεσαι, αντιλαμβάνεσαι την κατάσταση: ότι πολλοί και πολλές, λ.χ., φόραγαν για μέρες τα ίδια ρούχα από όταν έφυγαν από το σπίτι τους για να σωθούν…). Η αλληλεγγύη, όμως, δεν είναι μόνο το πιάτο το φαγητό, είναι και το χέρι που το προσφέρει· που απλώνεται σα χάδι, σαν αγκαλιά, δίνοντας κουράγιο και παρηγοριά. Και, τέλος, είναι πολύτιμη και για αυτούς που την προσφέρουν. Δεν είναι απλώς μια αγαθοεργία, μια φιλανθρωπία (που δεν τις υποτιμώ διόλου), αλλά μια διαδικασία διαμορφωτική. Εκείνος που στέκεται αλληλέγγυος, με όποιον τρόπο, μετέχει σε μια κοινότητα, απτή ή φαντασιακή· κι αυτό δημιουργεί δεσμούς και μπορεί να αλλάξει συνειδήσεις. Το ξέρουν καλά όποιοι και όποιες το έχουν κάνει, τώρα ή παλιότερα· τους έχει σημαδέψει.
Το κύμα αλληλεγγύης που απλώνεται μάς δείχνει ότι η κοινωνία μας, μαζί με την απάθεια, το βόλεμα, τον συντηρητισμό και τη μισαλλοδοξία, διατηρεί, ταυτόχρονα, αποθέματα αλληλεγγύης, ανθρωπιάς, κινητοποίησης (και συχνά όλα τα παραπάνω μπορεί να συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο). Το έχουμε δει και παλιότερα, όπως το 2015 με την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες. Το κύμα αυτό –που βέβαια δεν μπορεί, επ’ ουδενί, να αποτελέσει υποκατάτατο του κρατικού σχεδιασμού και φροντίδας ούτε άλλοθι για την απουσία τους– έχει τη δύναμη να αλλάξει πολλά. Και έμπρακτα (το να υπάρξουν, για παράδειγμα, πολύ περισσότερες εθελοντικές ομάδες δασοπροστασίας) αλλά και στον αέρα που πνέει στην κοινωνία μας, έπειτα από μια περίοδο απογοήτευσης και εσωστρέφειας.
Να μιλήσουμε πολιτικά και αριστερά – δηλαδή για την κλιματική κρίση
Συνεχίζοντας, στο σημερινό γλωσσάρι, στο κεφάλαιο της πολιτικής, θα πω ότι δεν υπάρχει κάτι πιο ουσιαστικά πολιτικό και αριστερό από το να μιλήσουμε για την κλιματική κρίση.[2] Το τονίζω για δυο λόγους. Πρώτον, επειδή η κλιματική κρίση χρησιμοποιείται από τις κυβερνήσεις ως πασπαρτού για να ξορκίσουν τις ευθύνες τους: κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αλλά η κλιματική κρίση μας υπερβαίνει. Για «πρωτοφανή επίθεση της φύσης» μίλησε και ο Κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξη της Πέμπτης, επαναλαμβάνοντας δεκαεφτά φορές τον όρο (κλιματική κρίση ή αλλαγή). Ο δεύτερος λόγος που το τονίζω είναι επειδή η Αριστερά, ακόμα κι αν μιλάει για το ζήτημα, δεν το αναδεικνύει ως κεντρικό και με τρόπο που να καθορίζει το συνολικό της σκεπτικό.
Και όμως η κλιματική κρίση δεν είναι ο κακός μας ο καιρός, η τύχη, το χέρι του Θεού, της Μοίρας, της Φύσης ή κάτι υπερφυσικό. Δεν την προκαλεί «ο άνθρωπος» εν γένει, αλλά ένα συγκεκριμένο σύστημα, που τα υποτάσσει όλα στο κέρδος. Το σύστημα αυτό έχει όνομα: καπιταλισμός (παρότι και ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» τον συναγωνιζόταν επάξια στα ζητήματα του περιβάλλοντος). Μιλώντας ωστόσο για την κλιματική κρίση, για το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης σε παγκόσμια κλίμακα, δεν σημαίνει ότι τα παραπέμπουμε όλα στην ανατροπή του. Με τον ίδιο τρόπο που, παρότι αναδεικνύουμε τα βαθύτερα αίτια του προσφυγικού (όπως οι πόλεμοι, και –για δες!– η κλιματική κρίση), ταυτόχρονα διεκδικούμε άμεσα μέτρα για τους πρόσφυγες και οργανώνουμε δράσεις. Το ίδιο χρειάζεται κι εδώ.
Μιλώντας πολιτικά για τις πυρκαγιές είναι μείζον να αντιπαρατεθούμε στις ευκολίες, τη συνωμοσιολογία και τους μύθους – με έμφαση στους μύθους που ευδοκιμούν στον δικό μας χώρο. Πρέπει να πάμε κόντρα στην αναζήτηση «πρακτόρων», εμπρηστών ή ξένων δακτύλων – αγαπημένο διαχρονικά εθνικό αφήγημα και στις δυο πλευρές του Αιγαίου. Στην Τουρκία, σύμφωνα με το αντίστοιχο αφηγήματα –ω του παραδόξου θαύματος!– τις φωτιές τις βάζουν Κούρδοι και Έλληνες τρομοκράτες… Από την άλλη, πρέπει να αντιπαρατεθούμε σε ευρέως διακινούμενες απόψεις –ιδίως στον χώρο της Αριστεράς και των κινημάτων– όπως ότι η κυβέρνηση δεν ήθελε να σβήσει τις πυρκαγιές ή ότι όλα γίνονται για τις ανεμογεννήτριες και τις μεγάλες επενδύσεις.
Δεν είναι θέμα ευπρέπειας και αβροφροσύνη,ς αλλά πολιτικής ουσίας. Το να αντιτίθεται κανείς στις επενδύσεις τύπου Lamda Development ή Eldorado Gold, το να διαφωνεί με τις ανεμογεννήτριες είναι εντελώς διαφορετικό από το να ανάγει τη φετινή καταστροφή (στην Ελλάδα – αλλά και σε όλη τη Μεσόγειο και στην Καλιφόρνια άραγε;) συλλήβδην στους αδηφάγους επενδυτές και τις ανεμογεννήτριες.[3] Ασφαλώς υπάρχουν αδηφάγα συμφέροντα – στον καπιταλισμό ζούμε. Αλλά ακριβώς επειδή ζούμε στον καπιταλισμό – και ειδικά στις συνθήκες και τους συσχετισμούς της ελληνικής μνημονιακής εποχής–[4] τα συμφέροντα και οι επενδύσεις προχωράνε θαυμάσια και με τη βούλα του νόμου, χωρίς να χρειάζεται να κατακάψουν το σύμπαν. Η αναπαράσταση των επενδυτών ως σύγχρονων Ηρόστρατων, ακόμα και αν μοιάζει πιασάρικη, είναι εξαιρετικά βλαπτική, καθώς μας βάζει να σκιαμαχούμε με φαντάσματα. Κι αν υποστηρίζεις ότι η κυβέρνηση δεν ήθελε να σβήσει τις φωτιές (κατασκευάζοντας και δήθεν δηλώσεις του επικεφαλής των Ρουμάνων πυροσβεστών) της προσφέρεις εν τέλει, άλλοθι: αναζητώντας τις σκοτεινές της προθέσεις, μετατοπίζεις την κουβέντα μακριά από το πεδίο του πραγματικού, συσκοτίζοντας έτσι τις υπαρκτές της ευθύνες: για την πολιτική της στο περιβάλλον, τους δασοκτόνους νόμους, τα τραγικά κενά στην δασοπυρόσβεση και τόσα άλλα.[5]
Αμφισβητώντας τις ιερές αγελάδες του έθνους – και μια διαφορετική αντίληψη για την ασφάλεια
Είναι απαραίτητο, στις τοποθετήσεις μας, να αμφισβητήσουμε τις ιερές αγελάδες του έθνους, όπως οι «αμυντικές δαπάνες». Ας αντιστρέψουμε τα επιχειρήματα: Τι είδους πατριωτισμό και εθνική ευθύνη συνιστά άραγε η αντίληψη ότι, σε τέτοιες συνθήκες, προτεραιότητα έχει η αγορά μαχητικών αεροπλάνων και όχι πυροσβεστικών. Και τι στην ευχή θα υπερασπίζονται τα υπερσύγχρονα μαχητικά, αν συνεχίσουμε έτσι, μια κατακαμένη εθνική επικράτεια και ανθρώπους που θα γίνονται πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο;
«Όλα πια πρέπει να αλλάξουν», «όλο το αναπτυξιακό σχέδιο [θα] κινείται στην κατεύθυνση της προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στις ανάγκες και στις απαιτήσεις της κλιματικής αλλαγής», πρέπει «να προσανατολίσουμε, πια, την πατρίδα μας προς μια οικονομία χαμηλών και τελικά μηδενικών εκπομπών», είπε ο πρωθυπουργός την Πέμπτη. Αν έτσι έχουν τα πράγματα όμως, τότε είναι αδιανόητο να συνεχίσουμε να μιλάμε «για εξορύξεις αερίου στη Μεσόγειο, θηριώδη εξοπλιστικά προγράμματα και φαραωνικά οικοδομικά σχέδια όπως το Ελληνικό», με τα λόγια του Θανάση Καμπαγιάννη στο f/b. Είναι πολύ δύσκολο να ανατραπούν αυτά, συνέχιζε ο ίδιος, καθώς έχουν κλειδώσει με συμφωνία ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ· κι όμως, «τα υπόλοιπα είναι εκθέσεις ιδεών».
Κι ακόμα, μπορούμε να αφήσουμε την κυβέρνηση να επιμένει με αλαζονεία σε δαπάνες για ειδικούς φρουρούς, περιπολικά, πανεπιστημιακή αστυνομία, και όχι για πυροσβέστες και πυροσβεστικά (και γιατρούς και νοσηλευτές, βέβαια); Δεν εννοώ να ξιφουλκήσουμε κατά της καταστολής και της αστυνομοκρατίας (το κάνουμε άλλωστε), αλλά να τοποθετηθούμε συγκεκριμένα, με μια εντελώς διαφορετική αντίληψη της ασφάλειας. Την έχει αναπτύξει παλιότερα ο Δημήτρης Χριστόπουλος. Παραθέτω από μια πρόσφατη ανάρτησή του (7.8.2021):
«Ασφάλεια δεν είναι μόνο το αστυνομικό πηλήκιο ούτε η στρατιωτική στολή. Ασφάλεια είναι οι καλοί δρόμοι, η πρωτοβάθμια περίθαλψη, μια πυροσβεστική που στελεχώνεται ώστε να αντέχει να αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση, παιδικοί σταθμοί, δημόσια σχολεία και νοσομεία που λειτουργούν […]
Η ασφάλεια είναι έννοια κοινωνική, περιεκτική και πολυδιάστατη, κι όχι απλώς συνώνυμο των διωκτικών μηχανισμών. Αυτή η ασφάλεια όμως, η κοινωνική ασφάλεια, αυτή που επιθυμεί κάθε άνθρωπος για κείνον και τα παιδιά του, θέλει κράτος, θέλει αναδιανομή εισοδήματος, θέλει κοινωνικές υπηρεσίες, θέλει, με δύο λόγια, πολιτικές αλληλεγγύης και όχι απαξίωσης του δημοσίου. […] Με αυτή την ασφάλεια είμαστε λοιπόν. Και όταν μας ρωτάνε “ασφάλεια ή ελευθερία;” δεν διαλέγουμε αφελώς τη δεύτερη. Διότι η ασφάλεια, αυτή η ασφάλεια όμως, είναι η μόνη κατάσταση που επιτρέπει σε μια κοινωνία να είναι ελεύθερη».
***
Σταματάω εδώ, παρότι είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε στο επίπεδο του συγκεκριμένου, μιλώντας, λ.χ., για την οργάνωση της δασοπροστασίας και της πυρόσβεσης, για τους δασοκτόνους νόμους, για τον τρόπο που θα «αναπλαστούν» τα καμένα.[6] Δεν συνεχίζω όμως, όχι για λόγους χώρου, αλλά για να μην προχειρολογώ.
Κλείνω επιστρέφοντας εκεί από όπου ξεκίνησα. Έγραφα πριν λίγες μέρες για τη δύναμη που μπορεί να βγαίνει μέσα από τον πόνο, και θυμόμουν το κρητικό τραγούδι «μέσα στον πόνο είν’ η χαρά…». Μια φίλη, η Κατερίνα Δημητράκη μου είπε μια ωραία μαντινάδα. Σας τη χαρίζω, και σας χαιρετώ μ’ αυτή:
«Στην γκρεμισμένη τους φωλιά απάνω κελαηδούνε
γι’ αυτό ζηλεύγω τα πουλιά, κι όχι γιατί πετούνε».
ΥΓ. Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από όποιον κάνει κριτική στην κυβέρνηση για τις πυρκαγιές: το Μάτι. Δεν εννοώ ότι το ανασύρουν οι υποστηρικτές της, αλλά ότι ορθώνεται από μόνο του. Το Μάτι δεν πρέπει και δεν μπορούμε να το ξεχάσουμε. Είναι μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην πρόσφατη ιστορία του τόπου, με 103 νεκρούς – πέρα από τα σπίτια, τα ζώα, τους εγκαυματίες. Κι ακόμα δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την άθλια διαχείρισή της, από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με τη συνέντευξη υπουργών και αρμοδίων όπου έλεγαν (ενώ ήδη μετράγαμε 80 νεκρούς) ότι όλα είχαν γίνει σχεδόν καλώς καμωμένα ή τον υπουργό Άμυνας να περιοδεύει εγκαλώντας τους κατοίκους. Μοιάζει ίσως αναπόφευκτο, αλλά είναι μεγάλη ντροπή η τραγωδία να ευτελίζεται με κομματικούς διαξιφισμούς, σε συμψηφισμούς και σε αναζήτηση άλλοθι, από κάθε πλευρά. Το Μάτι μένει κηλίδα ανεξίτηλη. Να το θυμόμαστε, με οδύνη, συντριβή και σεβασμό για τις ζωές που χάθηκαν.
[1] Ο Παντελής Μπουκάλας έγραψε με τον απαράμιλλο τρόπο του: «Τα “τυχόν λάθη” δηλαδή είναι πιθανά λάθη, όχι υπευθύνως ομολογημένα. Πού λοιπόν το θάρρος; […] H αναφορική αντωνυμία “όποιες”, λέει το Λεξικό [της Ακαδημίας Αθηνών], χρησιμοποιείται “για αόριστη αναφορά σε κάτι”. Και όταν προηγείται “οριστικό ή αόριστο άρθρο, δηλώνει αοριστία, αδιαφορία ή συγκατάβαση απέναντι σ’ αυτό που εκφράζει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό”. Δίνει και παράδειγμα το Λεξικό: “Ζητώ συγγνώμη για την όποια ταλαιπωρία”. Αοριστία, αδιαφορία ή συγκατάβαση; Ή όλα;». Βλ. Π. Mπουκάλας, «Οι “τυχόν” και οι “όποιες”», Η Καθημερινή, 12.8.2021.
[2] Αφετηρία μου, σε όσα ακολουθούν, κάποιες σκέψεις του Χάρη Γολέμη στο Facebook, τις οποίες και χρησιμοποιώ (10.8.2021).
[3] Όσον αφορά τις ανεμογεννήτριες, θέμα το οποίο έχει βρεθεί στην αιχμή της συζήτησης, παραπέμπω σε μια ανάρτηση στο Facebook (12.8.2021) και ένα άρθρο στο περιοδικό Γεωγραφίες (τχ. 21, άνοιξη-καλοκαίρι 2021· βλ. shorturl.at/grIO9) της Δέσποινας Σπανούδη, ως παράδειγμα πολύπλευρης προσέγγισης. Η Σπανούδη εξηγεί γιατί είναι αβάσιμο ότι οι φωτιές μπαίνουν για τις ανεμογεννήτριες, παρότι η ίδια είναι αντίθετη στην εγκατάστασή τους (και ενώ ταυτόχρονα δεν διαφωνεί με την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας). Και επισημαίνει στη συνέχεια ότι η ενδεχόμενη εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε καμένες περιοχές θα επιδεινώσει τη διάβρωση του εδάφους, θα ευνοήσει τις πλημμύρες και θα εμποδίσει την αναβίωση των οικοσυστημάτων.
[4] Για τις κρίσιμες αλλαγές που ξεκινάνε την εποχή της Ολυμπιάδας του 2004 και κορυφώνονται στα μνημονιακά χρόνια, απαραίτητο ανάγνωσμα είναι η μελέτη του Κωστή Χατζημιχάλης Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης, ΚΨΜ, β΄ έκδ., Αθήνα 2017). Βλ. ιδίως το κεφ. 3, όπου εξετάζει την υφαρπαγή του δημόσιου πλούτου που συντελείται με το ΤΑΙΠΕΔ, τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και υποδομών, τις εξορύξεις, την επέλαση στον αιγιαλό και τα δάση, το real estate και την «πράσινη υφαρπαγή» (τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας).
[5] Σχετικά με τους μύθους, βλ. μια διαφωτιστική ανάρτηση της Νατάσας Πέτρου Βαρουχάκη στο f/b (4.8.2021), και άλλες της ίδιας, τις επόμενες μέρες, για τις κυβερνητικές ευθύνες.
[6] «Πρέπει να στηρίξουμε τον τουρισμό της βόρειας Εύβοιας, όχι μόνο με βραχυπρόθεσμο τρόπο, αλλά ξανασχεδιάζοντας ουσιαστικά το μοντέλο της τουριστικής ανάπτυξής μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα» είπε ο πρωθυπουργός. Εδώ είναι όλη η ουσία, εδώ θα συγκρουστούν στην πράξη οι διαφορετικές αντιλήψεις για το περιβάλλον και την ανάπτυξη (έχει ενδιαφέρον να διαβάσουμε πώς η ανοικοδόμηση της Νέας Ορλεάνης μετά τον τυφώνα Κατρίνα υπήρξε πεδίο λαμπρό για την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου και την όξυνση των κοινωνικών διαφορών).