Το «όχι» του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015 ήταν μια αρνητική τοποθέτηση των Ελλήνων ψηφοφόρων απέναντι στην επαναλαμβανόμενη απειλή της συνέχισης των πολιτικών λιτότητας και των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, με γνώση του γεγονότος ότι η πρόθεση των «θεσμών» δεν αφορούσε την κάλυψη αναγκών για την παραγωγή, τις κοινωνικές υπηρεσίες ή το περιβάλλον. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν σεβάστηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και διαπραγματεύτηκε το σχέδιο που απαιτούσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ήταν το αποτέλεσμα της αδυναμίας της να αντιδράσει με ένα σχέδιο ανάπτυξης και διοίκησης του ελληνικού συστήματος που θα ματαίωνε τη λογική των μνημονίων, κατορθώνοντας να υιοθετήσει μια εναλλακτική προσέγγιση η οποία συγχρόνως δεν θα απαιτούσε μια άμεση αποχώρηση από το ισχύον ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο.
Eνα τέτοιο σχέδιο αποτελεί ακόμη και σήμερα ζητούμενο της στρατηγικής της Αριστεράς, καθώς το ακραίο νεοφιλελεύθερο μοντέλο στο οποίο βασίζεται η Νέα Δημοκρατία, αλλά και οι «μνημονιακές» επιδιώξεις των ευρωπαϊκών θεσμών συντηρούν και επιδεινώνουν τις αρνητικές δυναμικές της περιόδου μετά το 2010. Η αναζήτηση ενός εναλλακτικού προτύπου, το οποίο θα περιλάβει θεσμούς και πρακτικές που θα επιδιώκουν και θα επιτυγχάνουν παραγωγικές ανασυγκροτήσεις, εξασφάλιση δίκαιων κοινωνικών υπηρεσιών και αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης, και φυσικά θα αμφισβητούν το υπάρχον πελατειακό καθεστώς, είναι η μόνη κατεύθυνση που μπορεί να ακολουθήσει το πολιτικό σχέδιο της Αριστεράς. Ενα σχέδιο που θα περιλαμβάνει ριζοσπαστικές στρατηγικές αλλαγές, όπως η αποκατάσταση της δημιουργίας και παραχώρησης του χρήματος από μια δημόσια εθνική αρχή, η διαχείριση των χρεών με μια λογική κοινωνικού οφέλους, ο σχεδιασμός των αναπτυξιακών επιλογών μέσω τοπικών δημοκρατικών θεσμών και η διοίκηση των κοινών από τους ενδιαφερόμενους πληθυσμούς.
Ο κόσμος της Αριστεράς πρέπει πριν από όλα να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόμαστε σε μια τροχιά που αναμένεται να θέσει σε κίνδυνο την επιβίωση της ανθρωπότητας, όχι μόνο λόγω της κλιματικής κρίσης, αλλά και λόγω της επιδείνωσης της κρίσης του καπιταλισμού και της μετεξέλιξής της σε θερμή πολεμική αντιπαράθεση και σε αναζωπύρωση της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα. Χρειάζεται να ληφθούν σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο πρωτοβουλίες συνειδητοποίησης των κινδύνων, των αναγκών και των δυνατοτήτων, ώστε να τεθούν σε στέρεες λαϊκές βάσεις τόσο τα πραγματικά προβλήματα όσο και οι λύσεις για το σύνολο των ανθρώπων, σε αντίθεση με τη σημερινή διεύρυνση των ανισοτήτων και την αδράνεια σε ό,τι αφορά τα πολλαπλά διαρθρωτικά προβλήματα. Η διαδικασία αυτή χρειάζεται να συνδυαστεί με τη δημιουργία σε κομματικό επίπεδο μιας κεντρικής επιτροπής σχεδιασμού, η οποία θα αξιοποιεί, θα συνδυάζει και θα επωμίζεται τις τοπικές πρωτοβουλίες και προτάσεις.
Η εγκαθίδρυση ενός νέου καθεστώτος που εκφράζει τις ανάγκες και τη θέληση των λαϊκών τάξεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από τη μια μέρα στην άλλη, όταν ισχύει το σημερινό ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο όπου κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός. Πολλές όμως κυβερνήσεις ευρωπαϊκών κρατών λαμβάνουν αποφάσεις που βρίσκουν αντίθετη την Επιτροπή, ενώ η προοπτική της ανυπακοής στις οδηγίες και τους κανόνες των Βρυξελλών περιλαμβάνεται πλέον στα προγράμματα αριστερών κομμάτων. Η λήψη πολιτικών αποφάσεων προς όφελος των αναγκών του πληθυσμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και της ειρήνης μπορεί να επεκταθεί και να αποτελέσει κυρίαρχη τάση, αν τα αριστερά κόμματα επεξεργαστούν και διαδώσουν κατανοητές λύσεις, στην επεξεργασία των οποίων θα έχουν συμμετάσχει μαζικά οι λαϊκές τάξεις. Θα πρόκειται για τον δρόμο προς τη δικαίωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015.
Οικονομολόγος