Βαγγέλης Γέττος
Η περιφορά της γνωστής τραγουδίστριας στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας ενόχλησε. Και ενόχλησε ένα ετερόκλητο πλήθος, κυρίως αριστερών και προοδευτικών καταβολών, πυροδοτώντας από λαϊκίστικες αποδοκιμασίες καφενειακού τύπου μέχρι υβριστικές αναφορές. Έχω την αίσθηση, ωστόσο, ότι είμαστε λίγο μπερδεμένοι σχετικά με τις αιτίες για τις οποίες ενοχληθήκαμε. Ίσως να είναι μια σπουδαία ευκαιρία να αξιοποιηθεί η περιβόητη δυνατότητα ενδοσκόπησης που μας προσφέρεται γενναιόδωρα αυτές τις έγκλειστες μέρες. Να σταματήσουμε να κοιτάμε σαν καχύποπτα πεθερικά από τις μπαλκονόπορτές μας και να εξετάσουμε ένα ίσως επώδυνο ερώτημα με λίγο πιο σοβαρούς όρους.
Νομίζω ότι το ερώτημα έχει δύο εκφάνσεις: α. τί λέμε ότι μας ενόχλησε β. τί πραγματικά νιώθουμε ότι μας ενόχλησε. Ας δούμε πρώτα τί λέμε ότι μας ενόχλησε σε όλο αυτό το τζέρτζελο. Κάποιους τους ενόχλησε η κακή αισθητική, η κακογουστιά, το κιτσαριό του πράγματος. Δικαίωμά τους. Κι εμένα με ενόχλησε. Πως, όμως, αντέδρασε η «ευρεία αριστερά» σε αυτό το ερέθισμα; Σίγουρα όχι με τρόπο συγκροτημένο και ψύχραιμο. Αντίθετα, η ευρεία αριστερά επιδόθηκε σε ένα άνευ προηγουμένου διαδικτυακό ξεκατίνιασμα που το μόνο που προσέφερε είναι να δημιουργήσει για τον εαυτό της μία εικόνα ημίτρελου κήνσορα της αισθητικής και του γούστου. Και τι απέφερε αυτό; Την αυτογελοιοποίησή της στα μάτια μιας πολύ πλατιάς πλειοψηφίας που είχε, έχει και θα έχει ανάγκη μια ανάσα, ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη.
Η αριστερά έχει δικαίωμα να καταγγείλει αυτή την ανάγκη του κόσμου; Ούτε κατά διάνοια. Άλλωστε, για να είμαστε ειλικρινείς, θα έλεγα ότι διάφορες εκδηλώσεις της ευρείας αριστεράς – ίσως μέχρι και πριν λίγο καιρό αν όχι ακόμα και τώρα- δεν υπολείπονται της κακογουστιάς της περιφερόμενης πανηγυριώτισσας. Το βασικό πρόβλημα δεν είναι η κακογουστιά αλλά το γεγονός ότι ο αντικατοπτρισμός αυτού του φιλικού χτυπήματος στην πλάτη από ένα χαμογελαστό πρόσωπο αποκαλύπτει άλλα σατανικά χαμόγελα που κρατούν μαχαίρια. Με αυτά ετοιμάζονται να χτυπήσουν πισώπλατα την οικονομία της χώρας και τις θυσίες των πολιτών. Αλλά δυστυχώς, η αριστερή διαταραχή του πληκτρολογίου, αυτό το άφησε να περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Και εδώ ερχόμαστε στην δεύτερη έκφανση του αρχικού ερωτήματος: τι πραγματικά μας ενόχλησε; Μας ενόχλησε η υποκρισία, η γλοιώδης δοσοληψία μιας βαλκανικής πριμαντόνας με μια φαιά κυβέρνηση που έχει αγκαλιάσει φασίστες και λουμπεναριά, η πλέον παταγώδης και τελεσίδικη δήλωση αλλαγής στρατοπέδου από μία καλλιτέχνιδα που κάποτε εξύψωσε όσα εμείς θεωρούμε υψηλά, η αδιαφορία της για τους συναδέλφους της που αυτή την περίοδο δεν οδηγούν ακριβά διθέσια ούτε χορεύουν αμέριμνοι σε σπίτια με μωσαϊκά, η αιχμηρή ευήθεια του μηνύματος της κίνησης και του μηνύματός της. Αν μας ενόχλησαν όλα αυτά, η μόνη απάντηση, η μόνη εκδίκηση της γυφτιάς, της αληθινής, της αυθεντικής, αυτής που υπηρετεί η αληθινή, ανεξάρτητη, ανόθευτη τέχνη δεν μπορεί παρά να έρθει από τον πύργο που η δεξιά πολιορκεί μανιασμένα: τον πύργο της πολιτισμικής και πολιτιστικής ηγεμονίας.
Ενώ το άρμα του συστήματος Μητσοτάκη καλπάζει, ο κόσμος του πολιτισμού άρθρωσε ένα μοναχικό και οικονομίστικο αίτημα που διαλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο τους όρους διαβίωσης των καλλιτεχνών. Ως προς αυτό, δεν διαφοροποιήθηκαν από τις άλλες κοινωνικές ομάδες που στα πλαίσια του κοινωνικού αυτοματισμού μάχονταν κατά μόνας για τα κρατικά επιδόματα: οι δικηγόροι για τους δικηγόρους, οι μηχανικοί για τους μηχανικούς, οι καλλιτέχνες για τους καλλιτέχνες. Προφανώς και η κάλυψη των βασικών αναγκών είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ αλλά οι αριστεροί δημιουργοί, οι προοδευτικοί καλλιτέχνες, αφού μιλούν την γλώσσα της οικονομίας -και πολύ καλά κάνουν- θα πρέπει να καταλάβουν κάποια στιγμή ότι όπως πάει το πράγμα, η ίδια η πελατεία τους θα μειωθεί. Όχι επειδή ο κόσμος δεν θα έχει λεφτά αλλά επειδή ο κόσμος θα έχει ανάγκη το τσίρκο περισσότερο από αυτούς. Ακόμα και πριν την ήττα της κυβερνώσας αριστεράς, οι αριστεροί καλλιτέχνες έδιναν αποκλειστικά μάχες οπισθοφυλακής για αμιγώς οικονομικά ζητήματα όπως π.χ. τα πνευματικά δικαιώματα. Η πρόταξη μιας συγκροτημένης πολιτιστικής αναγέννησης απέναντι στο τέρας που βλέπαμε να έρχεται, η επίδειξη πνευματικής ηγεσίας, η δημιουργία ειδήσεων, η εισβολή στην ατζέντα του πολίτη έλειψαν αν δεν εξαφανίστηκαν. Από την μεγαλειώδη συσπείρωση του 2015 και μετά, η μόνη φορά που τους ξαναείδαμε μαζί, σαν μια γροθιά, ήταν στη συναυλία για την Ηριάννα. Και από τότε, σιγή ασυρμάτου, πλην ορισμένων μοναχικών ανήσυχων φωνών. Αυτό το τελευταίο σημείο, μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με το πλέον βαθύ και καίριο ζήτημα.
Η απολεσθείσα πολιτισμική και πολιτιστική ηγεμονία της αριστεράς δεν ανακτάται με ολοφυρμούς και κουτσομπολιό. Η ήττα της αισθητικής δεν ξεπληρώνεται με σκηνές ηλεκτρονικής ζηλοτυπίας για τον πολιτιστικό χώρο που η κομπραδόρικη ελληνική δεξιά επιδιώκει να προσεταιριστεί με χυδαίες μεθόδους. Και τέλος, μια τέτοιου εύρους ήττα, οφείλεται σε απανωτές υποχωρήσεις και αναδιπλώσεις του ηττηθέντος. Η μάχη της επόμενης μέρας για την τέχνη που αντιστέκεται δεν θα είναι μόνο ή κύρια τα 600 ή 800€ που εξάλλου είναι ένα προσβλητικό νούμερο για ανθρώπους που μπορεί ήδη να έχουν χρεωθεί δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Η μητέρα των μαχών που θα κληθούν σύντομα να δώσουν οι καλλιτέχνες, δεν θα είναι καν για τους ίδιους σαν πρόσωπα αλλά για την αξία, τη χρησιμότητά και κυρίως την υπαρξιακή ικανότητα του πολιτισμού να αντιτάσσει μία ασπίδα πνευματικής προστασίας απέναντι στο βομβαρδισμό του αμοραλισμού. Και αυτό να το κάνουν με το δικό τους διακριτό ύφος και ήθος αλλά πάντα δίπλα και μαζί με την κοινωνία.